Ενώ φαίνεται να λατρεύουμε υπεύθυνους πολιτικούς ηγέτες που διαδραμάτισαν ένα θετικό ρόλο στην ιστορία μας, όπως ο Ελ. Βενιζέλος, ωστόσο σε κρίσιμες στιγμές επηρεαζόμαστε, μάλλον, από ανεύθυνους δημαγωγούς.
Kινούμαστε ανάμεσα σε δυο αντίθετους τύπους πολιτικών. Ο πρώτος τύπος, του υπεύθυνου πολιτικού, ενσαρκώνεται, ιστορικά, από τον Περικλή. Κατά τον Θουκυδίδη, η εμπιστοσύνη προς τον Περικλή βασιζόταν «στην εκτίμηση που του είχαν και στις πνευματικές ικανότητές του, επίσης στο ότι ήταν απολύτως αδιάφθορος… Δεν καθοδηγούνταν από το δήμο, αλλά μάλλον οδηγούσε αυτός τον δήμο, αφού δεν προσπαθούσε να αποκτήσει την εξουσία με μέσα ανάρμοστα, κολακεύοντάς τον, αλλά μπορούσε με το κύρος του να του αντιταχθεί, προκαλώντας ακόμη και την οργή του». Ο δεύτερος τύπος, του ανεύθυνου δημαγωγού, χρησιμοποιεί τον δήμο και τις ανάγκες των πολιτών μάλλον ως εργαλείο για τα δικά του προσωπικά συμφέροντα. Τυπικό ιστορικό παράδειγμα είναι εδώ ο Κλέων: ο οποίος δεν ήθελε την ειρήνη, αλλά τη συνέχιση του πελοποννησιακού πολέμου «επειδή αντιλαμβανόταν ότι εάν ησύχαζαν τα πράγματα θα γίνονταν εμφανέστερες οι αθλιότητές του και δυσκολότερα πιστευτές οι διαβολές του».
Άραγε, σε ποιόν από τους δυο παραπάνω τύπους πλησιάζουν, περισσότερο, οι «αυθεντίες» που μιλούν για το Μακεδονικό; Και τί θα μας έλεγε ένας υπεύθυνος πολιτικός, όπως ο Ελ. Βενιζέλος για το ίδιο θέμα; – Νομίζω ότι θα εξηγούσε, καταρχάς, πως τα συμφέροντα της χώρας είναι υπεράνω των ιδεολογιών και των συναισθημάτων μας. Ενώ πολλοί βλέπουμε στην πολιτική μόνο «το σήμερα», ίσως και «το αύριο, κατά τον Ελ. Β. ο υπεύθυνος πολιτικός πρέπει να βλέπει τα πράγματα με προοπτική που ξεπερνά τα 20 και 30 χρόνια. Στη συνέχεια, ίσως μας ρωτούσε, τι είδους πληροφόρηση έχουμε ως προς το όνομα της γειτονικής χώρας για το οποίο μαλλιοτραβιόμαστε. Αφού – όπως άκουσε στο μεγάλο συλλαλητήριο της Θεσσαλονίκης – η ονομασία Μακεδονία για την ΠΓΔΜ κατασκευάστηκε το 1944 από τον Τίτο! Η άποψη αυτή είναι εντελώς λανθασμένη! Στην πραγματικότητα έχουμε ιστορικές μαρτυρίες για «ελληνίζοντες Μακεδόνες» και ««βουλγαρίζοντες Μακεδόνες» και ακόμη για Σλαβομακεδόνες και Σερβική Μακεδονία, ήδη από τον 19ο αιώνα. Δεν είναι λοιπόν καθόλου τυχαίο ότι ο εθνικός μας ιστορικός, ο Κωνσταντίνος Παπαρηγόπουλος, σε σχετική έκθεσή του διαπιστώνει το 1885 ότι η περιοχή που ανήκει σήμερα στο στην ΠΓΔΜ «περιλαμβάνεται στα όρια της αρχαίας Μακεδονίας, του Φιλίππου»! Με βάση τις μαρτυρίες αυτές φαίνεται πως ένα μέρος από τα σλαβικά φύλα που εγκαταστάθηκε στα Βαλκάνια τον 7ο αιώνα εντάχθηκε και εν μέρει αφομοιώθηκε στα απομεμακρυσμένα βόρεια χωριά της γεωγραφικής περιοχής της Μακεδονίας. Μπορούμε να υποθέσουμε το εξής: όπως οι Ευρωπαίοι, που μετοίκησαν – μεταγενέστερα – στην Αυστραλία, πήραν το όνομα αυτής της Ηπείρου και μετονομάστηκαν Αυστραλοί, παρόμοια και οι Σλάβοι που εγκαταστάθηκαν στη Μακεδονία άρχισαν να αυτοαποκαλούνται και να αισθάνονται ως Μακεδόνες και έτσι να διαφοροποιούνται από άλλους, όπως π.χ. τους Θράκες. Βέβαια, υπάρχει μια σημαντικότατη διαφορά: οι ευρωπαίοι που πήγαν στην Αυστραλία μιλούν αγγλικά, χωρίς να ισχυρίζονται ότι μιλούν «αυστραλιανά» – τη γλώσσα των γνήσιων γηγενών αυστραλών! Από τη σκοπιά αυτή είναι γελοίο, οι σλαβόφωνοι και μάλλον βουλγαρίζοντες (επήλυδες) μακεδόνες να ισχυρίζονται ότι μιλούν τη γλώσσα των γηγενών μακεδόνων, δηλαδή ελληνικά! Παρόλα αυτά, με βάση το δικαίωμα κάθε λαού, να επιλέξει ο ίδιος το όνομά του, η Ελλάδα θα μπορούσε να αναγνωρίσει ένα σύνθετο όνομα που περιλαμβάνει π.χ. έναν επιθετικό γεωγραφικό προσδιορισμό «….. μακεδόνες» και «….. Μακεδονία», ώστε να μη δημιουργείται σύγχυση με την μείζονα γεωγραφική και ιστορική Μακεδονία και τους έλληνες Μακεδόνες που ζουν σ’ αυτή. Αντίθετα, η ταύτιση της σλαβικής και μάλλον βουλγαρίζουσας γλώσσας με την ελληνική γλώσσα των αρχαίων και των σημερινών ελλήνων Μακεδόνων θα σήμαινε παραχάραξη της ιστορίας.
Τολμώ να φανταστώ την τελευταία αγωνιώδη έκκληση του Ελ. Β.: «Ο πραγματικός κίνδυνος για τη χώρα μας προέρχεται από αλλού και, σίγουρα, όχι από την ΠΓΔΜ. Με το να ερίζουμε, αλόγιστα, με τους βόρειους γείτονές μας για τη δική μας ιστορία, τούς παραχωρούμε, άθελά μας, δικαιώματα που δεν έχουν και γινόμαστε και εμείς μέρος του προβλήματος. Ας φερθούμε ψύχραιμα και διορατικά ώστε να μη χαθεί η τελευταία ευκαιρία για τη διαφοροποίηση της ΠΓΔΜ από την ιστορική και ελληνική Μακεδονία. Ακόμη κι αν δεν αλλάξουν τώρα το σύνταγμά τους είναι αστείο να φοβόμαστε: αφού θα το αλλάξουν, αναγκαστικά, κάτω από την πίεση των θεσμών της Ευρωπαϊκής Ένωσης».
* Ο Στέλιος Χιωτάκης είναι ομότιμος καθηγητής Πανεπιστημίου Κρήτης