Στη μέση της δεκαετίας του ’90 που δίδασκα Φυσικές και Περιβαλλοντικές Επιστήμες στο Μαράσλειο Διδασκαλείο Μετεκπαίδευσης Εκπαιδευτικών Δ.Ε. του Πανεπιστημίου Αθηνών (από το 1985 μέχρι και το 2006, που το Διδασκαλείο –απερίσκεπτα και αψυχολόγητα– έκλεισε για οικονομικούς λόγους, ανακόπτοντας έτσι την πορεία του σοβαρότερου επιμορφωτικού κέντρου εκπαίδευσης στη χώρα μας), κάποιος δάσκαλος-φοιτητής μου έφερε ένα κείμενο του Δημήτρη Κουμάνταρου με τίτλο: “Τί θα ήθελα να είχα μάθει στο σχολείο”.
Mελετώντας το κείμενο αυτό, έμεινα εμβρόντητος από την αμεσότητα, ιδεολογία και ποιότητα των μηνυμάτων του, αποφασίζοντας να το εντάξω, ως κοινωνικο-παιδαγωγική μαρτυρία αναφοράς, στο υλικό της διδασκαλίας μου, μέσω της επεξεργασίας του σε ομάδες εργασίας των φοιτητών μου.
Μάλιστα τη “μαρτυρία” αυτή συμπεριέλαβα στο πρώτο κεφάλαιο του βιβλίου μου: “Οικο-Περιβαλλοντική Παδαγωγική” που εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1996 στην Αθήνα από τις εκδόσεις Χρ. Δαρδανού.
Μέχρι που πληροφορήθηκα ότι ο υπεύθυνος, σοβαρός και αξιοπρεπής αυτός δημοσιογράφος και πολίτης, με έντονη αντιδικτατορική δράση, που βασανίστηκε, απομονώθηκε και φυλακίστηκε στη διάρκεια της δικτατορίας, πέθανε πρόσφατα (19-3-2017) σε ηλικία 63 ετών.
Ο Δημήτρης Κουμάνταρος, φωτεινό υπόδειγμα μιας ολόκληρης γενιάς, έζησε ανιδιοτελώς, χωρίς να ζητήσει ανταλλάγματα, πρακτική ζωής που δεν τηρήθηκε από πολλά μέλη της γενιάς του. Και μάλιστα πρόσφατα πρωτοστάτησε στην πρωτοβουλία συλλογής υπογραφών από ανθρώπους που βασανίστηκαν και φυλακίστηκαν στη δικτατορία, για την μη έκδοση των 8 Τούρκων αξιωματικών που κινδύνευαν από το σημερινό καθεστώς της Τουρκίας, πριν εκδοθεί η πρόσφατη σχετική απόφαση του Αρείου Πάγου.
Στην τελευταία δημόσια παρέμβασή του, έγραψε ότι ονειρευόταν ένα ξεσηκωμό συμμετοχής, έρευνας και διαλόγου, ενάντια στη διχαστική λογική, στο φανατισμό, στην προχειρότητα και ανευθυνότητα της ελληνικής κοινωνίας, στη μετάθεση ευθυνών, στην ατομοκρατία, καθώς και στην έλλειψη συνεργατικού – ομαδικού πνεύματος.
Κλείνοντας το κείμενο αυτό, in memoriam, στο Δημήτρη Κουμάνταρο, παραθέτω αυτούσια την επίκαιρη-συνταρακτική μαρτυρία του: “Τί θα ήθελα να είχα μάθει στο σχολείο”, η οποία εμπεριέχει το πιο ουσιαστικό νόημα κάθε συμμετοχικής, βιωματικής και αξιακής παιδαγωγικής πράξης, που εξακολουθούν να αγνοούν οι κάθε είδους –θεσμικοί και πολιτικοί– υπεύθυνοι της κακοδαιμονίας του εκπαιδευτικού μας συστήματος.
Θα ήθελα να με είχαν διδάξει:
•Να μαγειρεύω, να πλένω, να ράβω.
•Να καλλιεργώ τη γη, να φροντίζω τα λουλούδια, να αρμέγω, να ψαρεύω.
•Να χτίζω, να βάφω και να επισκευάζω τις οικιακές, υδραυλικές και ηλεκτρικές εγκαταστάσεις
•Να χειρίζομαι και να επιδιορθώνω μηχανήματα, αλλά και το ποδήλατο, το αυτοκίνητο, το ραδιόφωνο, το Video, το ψυγείο, τον ανεμιστήρα, το κομπιούτερ.
•Να παρέχω στον εαυτό μου και στους άλλους πρώτες ιατρικές βοήθειες.
•Να γνωρίζω ότι είναι γνωστό για την ερωτική, σεξουαλική συμπεριφορά του ανθρώπου, καθώς και την εξέλιξη, μέσα στο χρόνο και σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της γης, των διαφορετικών ηθών, εθίμων και γνώσεων, γύρω απ’ αυτήν και την ερωτική ζωή των ζώων.
•Την ανίχνευση της επίδρασης και του ειδικού ρόλου στη ζωή, του ήλιου, της σελήνης, των άστρων, του φυσικού και κλιματικού περιβάλλοντος, της διατροφής, της εργασίας και του έρωτα.
•Να παίζω μουσική.
•Να μαθαίνω την ιστορία όλων των παλιότερων και σύγχρονων πολιτισμών πάνω στη γη, μέσα από την οπτική και ακουστική τους εικόνα, τη φύση τους, τους όρους εργασίας και διαβίωσής τους, τη μουσική, το χορό, τις τέχνες, τη θρησκεία και την κοινωνική τους συγκρότηση.
Ισότιμα, όλες τις σύγχρονες και παλιότερες αλληλοσυγκρουόμενες απόψεις στη φιλοσοφία, στη θρησκεία, στην ηθική, στην επιστήμη και στην πολιτική. Γι’αυτό θα μου άρεσε ένα σχετικό βιβλίο με τίτλο: «Εν οίδα ότι ουδέν οίδα» και το ακόλουθο επίγραμμα στην πρώτη εσωτερική σελίδα: «Αν η αλήθεια ήταν πάντοτε, παντού, για το καθετί και για τον καθένα μία, οι άνθρωποι δεν θα ήταν τόσο ηλίθιοι να μη συμφωνήσουν στην από κοινού αποδοχή της».
Ακόμα, όταν ήμουνα παιδί θα ήθελα: Να μην διαχώριζαν τόσο απόλυτα την αναγκαία προετοιμασία μου για τη ζωή από την ίδια τη ζωή μου. Να μπορούσα όσο μου το επέτρεπαν σταδιακά οι δυνάμεις μου όχι μόνο να μαθαίνω, αλλά και “να κάνω”.
Όπως εγώ είχα συναίσθηση της βιολογικής μου μειονεξίας απέναντι στους μεγαλυτέρους μου, να είχαν κι αυτοί συναίσθηση της βιολογικής τους υπεροχής απέναντί μου, και να απέφευγαν την εξουσιαστική της κατάχρηση στο όνομα της αναγκαίας προς εμένα βοήθειας και συμπαράστασης.
Όταν έκανα κάτι “καλό”, δηλαδή πέρα από τις προσδοκίες τους, να μη με εκθείαζαν τόσο πολύ. Κι όταν έκανα κάτι “κακό”, δηλαδή κάτω από τις προσδοκίες τους, να μη μαλώναν τόσο πολύ.
Να με μάθαιναν ότι η μοναδικότητά μου έγκειται όχι μόνο στα φυσικά πλεονεκτήματα και στις δυνατότητές μου, αλλά και στα φυσικά μειονεκτήματα και στις αδυναμίες μου. Ότι δεν είμαι, πρέπει ή μπορώ νά’μαι, ο πρώτος καλύτερος ή χειρότερος από τον οιονδήποτε. Να μη με υποχρέωναν να μοιάσω με κανέναν εκτός από εμένα.
Να μη μου δημιουργούσαν την ψευδαίσθηση ότι τά’χω ή μπορώ να τά’χω όλα, οδηγώντας με έτσι αργότερα, όταν αυτό φυσιολογικά διαψευδόταν, στην απογοήτευση και στην άρνηση του εαυτού μου. Σε μια απέλπιδα προσπάθεια απόκτησης αυτών που δεν είχα, είτε σε μια άρνηση αυτών που διέθετα.
Να μη μου προκαθόριζαν, με οποιονδήποτε τρόπο, το μέλλον ή τις πεποιθήσεις μου. Και να μην αισθάνονταν την ανάγκη να με εξοπλίσουν οπωσδήποτε με κάποιο ιδανικό, κάποια απόλυτη σιγουριά ή αλήθεια, που οι ίδιοι ή κάποιοι άλλοι δεν διέθεταν. Και να μην είχαν το θράσος, όταν αργότερα αυτό με το οποίο οι ίδιοι με είχαν εξοπλίσει διαψευδόταν, να μου πετάξουν χαιρέκακα στα μούτρα: “Δε στα ‘λεγα εγώ;”.
* Ο Δρ. Αρτέμης Μ. Αθανασάκης είναι Επίτιμος Σχολικός Σύμβουλος Φυσικών Αθήνας – Συγγραφέας