Σκηνή πρώτη: Προσπαθώντας να εναλλάσσω δραστηριότητες, κατά τη διάρκεια του μαθήματος, έτσι ώστε να διατηρώ το ενδιαφέρον των παιδιών μπροστά σε μια οθόνη -κινητού σε κάποιες περιπτώσεις, στήνω μια άσκηση- αφήγηση ιστορίας, με ηχοποιητικές λέξεις (όπου τα παιδιά ακούγοντας λέξεις που περιγράφουν ήχους, πρέπει να μιμηθούν τους ήχους). Κι εκεί, στην πρόβα και στην εξήγηση, μπαίνει ο γονιός στο υπνοδωμάτιο του παιδιού (το οποίο έχει μετατραπεί σε αίθουσα διδασκαλίας) και κάτι λέει στο παιδί του. Η μαθήτρια, μου αναφέρει το εξής:
«Κυρία, ο μπαμπάς μου μου είπε να μην κάνουμε θόρυβο, γιατί θέλει να κοιμηθεί»!! Σωστά. Η ώρα είναι 3.30 μετά το μεσημέρι. Η ώρα που πολλοί άνθρωποι επιστρέφουν στο σπίτι τους από τη δουλειά τους και θέλουν να ξεκουραστούν. Αλλά στον καιρό της τηλεκπαίδευσης ο ιδιωτικός, προσωπικός χώρος του σπιτιού δεν είναι τίποτα από τα παραπάνω. Έναν χρόνο τώρα. Και μένω κάγκελο εγώ, η δασκάλα, η οποία, σαφώς και σταματώ τη δραστηριότητα (σέβομαι το δικαίωμα του γονιού), σταματώ ουσιαστικά το μάθημα και μένουν μετέωροι, ματαιωμένοι και ακυρωμένοι οι μαθητές. Σκηνή δεύτερη: Στη διάρκεια του τηλεμαθήματος ακούγονται συχνά τα παρακάτω: «Κυρία, πάγωσε η εικόνα σας», «Κυρία, μικροφωνίζετε», «Μαρκέλλα, είσαι εδώ; Με ακούς;» κ.λπ., κ.λπ.
Για να μην αναφέρω ότι χάνεται ολοκληρωτικά η σύνδεση στο διαδίκτυο γιατί η δυνατότητα του συγκεκριμένου σχολείου (στο κέντρο της πόλης) αντέχει το 1/3 (των αναγκών) στην ποιότητα – ταχύτητα σύνδεσης στο διαδίκτυο (γιατί κάποιοι εκπαιδευτικοί -μεταξύ των οποίων κι εγώ, μετά από έναν χρόνο στη διάρκεια του οποίου «βάλαμε πλάτη» στην «εθνική μάχη» ενάντια στον ιό, χρησιμοποιώντας ίδια μέσα και κάνοντας τα σπίτια μας εργασιακούς χώρους, αποφασίσαμε να επιστρέψουμε για εργασία εκεί που πρέπει: στα σχολειά μας). Καταλήγοντας: Οι γονείς των μικρών μαθητών εξουθενώνονται (γιατί αναλαμβάνουν ρόλο δασκάλου), η ροή του μαθήματος χάνεται, οι μαθητές ματαιώνονται, το μάθημα και όλη η εκπαιδευτική διαδικασία ακυρώνεται. Και καλείται κάποιος να πάρει την ευθύνη για όλο αυτό.
*Η Σπυριδούλα Κοτσώνα είναι δασκάλα (ανησυχούσα και αγωνιούσα)