«Ούτοι των ανθρώπων κάλλιστα μανθάνουσιν, οίτινες και τα κάλλιστα μιμούνται»
(Ευκλείδης)
Οι Κρητικοί, πολεμώντας για τα παιδιά, τις γυναίκες, τους γονείς τους, τους παππούδες και τις γιαγιάδες τους, για τα άγια χώματα της Κρήτης, που τώρα οι μεταγενέστεροι κοντεύουν να τα ξεπουλήσουν όσο κι όσο, μια ξενική κατοχή, αυτή τη φορά μόνιμη, αντίκρισαν και αντιστάθηκαν θαρραλέα και αποφασιστικά στη γερμανική βάρβαρη επιδρομή.
Η Κρήτη, “από φλόγες ζωσμένη”, κτυπά με όποια μέσα, ανελέητα εκείνους που ήλθαν να την κουρσέψουν. Δεν ανεχόταν η ψυχή της τα δεσμά. Κι αν μαύροι και λυσσασμένοι κόρακες φανήκαν στον καταγάλανο ουρανό της εκείνοι άρχισαν τον θούρειο παιάνα: «Πότε θα κάνει ξαστεριά, πότε θα φλεβαρίσει». Δεν μπορούσε να φαντασθεί, και να ανεχθεί, μαύρους ουρανούς. Δεν μπορούσε να κάνει χωρίς λευτεριά. Χωρίς ξαστεριά.
Οι μέρες ήταν οδυνηρές. Οι ψυχολογικές μεταπτώσεις από τον πόλεμο της Αλβανίας, ήταν ακόμη νωπές. Αποκλεισμένα στην ηπειρωτική Ελλάδα όλα τα στρατευμένα παιδιά της πάνω στην Κλεισούρα, την Τρεμπεσίνα, την Πίνδο. Και το αίμα της Κρήτης να αχνίζει εκεί πάνω… Και έπειτα από αυτή την αφαίμαξη θα περίμενε κανείς πως το νησί του Ψηλορείτη ήταν νεκρό! Και συνέβη ακριβώς αυτό το διάγραμμα: Το τραγούδι έγινε σιγά -σιγά παράπονο. Το παράπονο κλάμα και το κλάμα ασυγκράτητη οργή. Eτσι, οι βάρβαροι επιδρομείς αντίκριζαν την οργή των Κρητικών που έπιασαν τουφέκια, ξύλα, σιδερικά, μαγκούρες και πέτρες και τους σφυροκοπούσαν. Οι σιδερόφρακτοι επιδρομείς βάλθηκαν να υποτάξουν το γενναίο και ατσάλινο νησί, που, αγέρωχο, ορθωνόταν καταντικρύ τους προκλητικά και σθεναρά.
Οι Κρητικοί σημαδεύουν τον ουρανό που “βρέχει” ανθρωπόμορφα τέρατα. Μικροί και μεγάλοι, γυναικόπαιδα, ανακατωμένα με πρωτοετείς Ευέλπιδες και χωροφύλακες, αποτρέπουν την επίθεση του εχθρού. Τους θερίζουν κυριολεκτικά. Τα γερμανικά αρπακτικά, κυριολεκτικά τα χάνουν. Αλλα περίμεναν… Βρίσκονται μπροστά σε μια ανέλπιστη και απελπιστική γι’ αυτούς πραγματικότητα που τους πανικοβάλει. Είναι χαρακτηριστική η δήλωσις του υπεύθυνου Γερμανού στρατηγού: «Δι’ εμέ, ως διοικητή των γερμανικών μονάδων αλεξιπτωτιστών, οίτινες κατέλαβον την Κρήτην, το όνομα της νήσου ταύτης συνδέεται με πικράς αναμνήσεις. Ομολογώ ότι επλανήθην εις τους υπολογισμούς μου ότε συνεβούλευα αυτήν την επίθεσιν. Αποτέλεσμα ήτο όχι μόνον να χάσω πολύτιμους αλεξιπτωτιστάς, τους οποίους εθεώρουν παιδιά μου, αλλά και να εκλείψουν οι σχηματισμοί αλεξιπτωτιστών, τους οποίους είχον δημιουργήσει εγώ ο ίδιος».
Και πέρασαν από τότε χρόνια! Και η Κρήτη σήμερα, μαζί με την υπόλοιπη Ελλάδα, είναι ελεύθερη. Δεν ξέχασε όμως ποτέ το χρέος της σ’ εκείνους που πολέμησαν και που θυσιάστηκαν γι’ αυτήν. Και στην φετινή επέτειο της μεγάλης και με παγκόσμια ακτινοβολία, Μάχης της Κρήτης, κλίνει ευλαβικά το γόνυ της καρδιάς της στη μνήμη, στους τάφους και στους τόπους της αντιστάσεως και του θανάτου τους και τα ευγνωμονεί. Ευγνωμονεί και τιμά. Στεφανώνει και εγκωμιάζει τα άξια παιδιά της, ιδιαιτέρως αυτά που έπεσαν στο πεδίον της Μάχης. Αυτή η αστραφτερή δόξα πετά με τα αιθέρια φτερά της απ’ άκρη σ’ άκρη του νησιού και σ’ όλον τον κόσμο.
Κάτω από τα φτερά της δόξας αυτής μαθητεύομε και τελειωνόμαστε γνήσιοι Κρητικοί και αμετακίνητοι στα ηθικά, εθνικά και πολιτιστικά αποθησαυρίσματα των ηρωικών μαρτύρων της Κρήτης. Μακριά από ό,τι ξενόφερτο ξεθωριάζει το ακραιφνές χρώμα της Κρήτης και σεβασμός και τιμή σε κάθε σπιθαμή της.