Την ανώτατη διάκριση του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, το μετάλλιο του Αγίου Δημητρίου, απονεμήθηκε χθες στον Οικουμενικό Πατριάρχη Βαρθολομαίο, από τον πρύτανη του Πανεπιστημίου Ι. Μυλόπουλο, σε ειδική συνεδρίαση της Συγκλήτου, που πραγματοποιήθηκε στην αίθουσα τελετών, παρουσία του υπουργού Μακεδονίας Θράκης, Θ. Καράογλου, του μητροπολίτη Ανθίμου, ιεραρχών, εκπροσώπων τοπικών αρχών, κ.ά.
Απαντώντας στην προσφώνηση του Πρύτανη του Α.Π.Θ. και ειδικότερα στην αναφορά του για τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν τα ελληνικά Πανεπιστήμια, μεταξύ αυτών και το Α.Π.Θ., με τις περικοπές και τη διαθεσιμότητα, ο κ. Βαρθολομαίος ευχήθηκε τα τελευταία προβλήματα, που αντιμετωπίζει και το Α.Π.Θ. να επιλυθούν κατά τον καλύτερο τρόπο και το ταχύτερον δυνατόν, μέσα στο πλαίσιο της εννόμου τάξεως της χώρας και στο πλαίσιο της αντιμετωπίσεως κατά τρόπο ευρύτερο της σημερινής κρίσεως, υπογραμμίζοντας ότι χρειάζεται υπομονή, κατανόηση, εθνική ομοψυχία.
«Είμαι βέβαιος, ότι οι παρόντες εκπρόσωποι της εντίμου ελληνικής πολιτείας θα πράξουν ότι είναι δυνατόν προς την κατεύθυνση να φανούν χρήσιμοι στους ακαδημαϊκούς, το Πανεπιστήμιο, στον κόσμο των γραμμάτων, πάντοτε μέσα στο πλαίσιο των υπαρχουσών δυνατοτήτων», είπε ο Οικουμενικός Πατριάρχης.
ΜΗΝΥΜΑ ΕΛΠΙΔΑΣ
Σε άλλο σημείο της ομιλίας του υπογράμμισε ότι «διερχόμαστε από μια περίοδο δυσλειτουργίας των κοινωνιών με απρόβλεπτες συνέπειες, που αν και η οικονομική της έκφραση η οικονομική της κρίση δεν είναι ιστορικά ασυνήθιστη θα μπορούσε να χαρακτηριστεί λόγω της έντασης της “πρωτοφανούς” -όπως και η σημερινή οικολογική κρίση- αλλά είναι κυρίως “ανθρωπολογική”, ηθική και πνευματική και εκδηλώνεται με διάφορους τρόπους, με σφαγές και ανθρωποθυσίες, με άνοιγμα της απόστασης ανάμεσα σε δυνατούς και ισχυρούς, πλουσίους και φτωχούς. Πάντες, οι εχέφρονες καταδικάζουν την κατάσταση, αλλά αυτό δεν αρκεί», τόνισε ο κ. Βαρθολομαίος.
Αντλώντας παραδείγματα από ευαγγελικές παραβολές, ο κ. Βαρθολομαίος σημείωσε ότι «συνάνθρωποί μας σήμερα στερούνται τροφής, ενώ την ίδια ώρα τρόφιμα καταστρέφονται για ηθικώς επικριτέους λόγους (τιμή, εμφάνιση). Από την άλλη, ατυχώς η αρχή της προσφοράς και ζήτησης έχει αντικαταστήσει τη χριστιανική επιταγή, ότι ο εργαζόμενος πρέπει να τρέφεται από το προϊόν της εργασίας του και να αμείβεται όσο απαιτούν οι ανάγκαις αυτού, με αποτέλεσμα να μη μπορεί να καλύψει επαρκώς τις υπόλοιπες ανάγκες του, όπως η υγεία, η παιδεία, η πνευματική καλλιέργεια, κ.ά», επισήμανε.
«Η οικονομική μηχανή για να εργαστεί έχει ανάγκη δύο τινών. Πρώτον, των μέσων παραγωγής, εδάφους, κεφαλαίου, εργασίας και δεύτερον, καταναλωτών, οι οποίοι να δύνανται να αγοράσουν τα προϊόντα της εργασίας. Η εργασία δεν αρκεί να παρέχεται σε εργοστάσιο για να μπορεί να παράγει τα προϊόντα. Απαιτεί να δίδει εις τον εργαζόμενο την οικονομική δυνατότητα να καταναλώσει τα προϊόντα», είπε ο κ. Βαρθολομαίος και υπογράμμισε «μια κοινωνία με άνεργα τα μέλη της, ούτε παράγει, ούτε καταναλίσκει, ούτε δημιουργεί πλούτο. Επομένως, οι έχοντες συμφέρον και επιθυμίαν να αποκτήσουν πλούτον, οφείλουν να θέσουσιν εις κίνηση τας εργατικάς χείρας και να δώσουν σε αυτά την οικονομική δυνατότητα να καταναλώσουν τα προϊόντα της εργασίας».
Ο κ. Βαρθολομαίος καταλήγοντας πρόσθεσε επίσης, ότι ανατρέπονται θεμελιώδεις θεσμοί της κοινωνικής και οικογενειακής ζωής και παραθεωρούνται ουσιώδεις αλήθειαι της χριστιανικής πίστεως, που συν τοις άλλοις, κατέστησαν ικανή την κοινωνία μας να αναγνωρίζει την ελευθερία της γνώμης, την φιλαλληλία, την αλληλεγγύη, την ανεκτικότητα.