«Εκανε πολύ κρύο τη βραδιά που γεννήθηκε ο Χριστός. Ο σπήλιος ήταν παγωµένος και τα ζωντανά βαραναπνέανε για να ζεστάνουν µε την αναπνιά τους το µωρό. Η Παναγιά δεν εκάτεχε είντα να κάµει. Ητανε κουκουλωµένη δίπλα στη µατζαδούρα και σκεφτόταν πώς θα καταφέρει να ξηµερωθεί και να µην ξεπαγιάσει το µωρό. Απάνω στην ώρα ο Ιωσήφ σκέφτηκε ν’ ανάψει φωτιά και να σπάσει λίγο την παγωνιά. Μα πού ξύλα; Βγαίνει όξω από το σπήλιο κάνει µια βόλιτα, τίποτα. Ούτ’ ένα ψιχάλι ξύλο δεν ηύρηκε. Μπαίνει πάλι µέσα, µα την ώρα που δεν εκάτεχε είντα να κάµει, θωρεί ένα σωρό άχερα, µεγάλους κοντύλους και άλλα που ήτανε πολυκαιρισµένα µέσα στη µατζαδούρα. Τσοι κοντύλους δεν τσοι τρώνε τα οζά κι είχανε παραποµείνει στη φάτνη. Μοναχά τους είχανε πάει τ’ άχερα ίσαµ’ εκειά για να τους βάλουνε φωτιά και να ζεστάνουν το Χριστό.
Ως τα ’δε η Παναγία εδάκρυσε. Κι είπε: “Να ‘χουνε την ευκή µου κι ας είναι πάντα χρυσά, γιατί χρυσή ’ναι κι η ψυχή ντως”. Από τότες τα άχερα έχουνε χρυσό χρώµα. Κι είναι χρυσή η ψυχή ντως γιατί αυτά ’ποµένουνε όντε λιχνίσοµε το στάρι». Από µια χριστουγεννιάτικη λαϊκή διήγηση της Κρήτης (βλ. Νίκου Ψιλάκη: “Λαϊκές τελετουργίες στην Κρήτη”).
“Να ‘µουν του στάβλου έν’ άχυρο, ένα φτωχό κοµµάτι,/ την ώρα π’ άνοιξε ο Χριστός στον ήλιο του το µάτι!/ Να δω την πρώτη του µατιά και το χαµόγελό του/ το στέµµα των ακτίνων του γύρω στο µέτωπό του/ να λάµψω από τη λάµψη του κι εγώ σα διαµαντάκι,/ κι από τη θεία του πνοή να γίνω λουλουδάκι,/ να µοσκοβοληθώ κι εγώ από την ευωδία/ που άναψε στα πόδια του των Μάγων η λατρεία/ Να ιδώ την Αειπάρθενο, να ιδώ το πρόσωπό της,/ πως εκοκκίνισε, καθώς πρωτόειδε το µικρό της,/ όταν λευκό, πανεύοσµο το προσωπάκι εκείνο/ της θύµισ’ έτσι άθελα του Γαβριήλ τον κρίνο” Από το ποίηµα “Χριστούγεννα” του Κωστή Παλαµά.
“Την άγια νύχτα τη Χριστουγεννιάτικη λυγούν τα πόδια/ και προσκυνούν γονατιστά στη φάτνη τους τ’ άδολα βόδια./ Κι ο ζευγολάτης ξάγρυπνος θωρώντας τα σταυροκοπιέται/ και λέει µε πίστη απ’ της ψυχής τ’ απόβαθα, Χριστός γεννιέται!/ Την άγια νύχτα τη Χριστουγεννιάτικη κάποιοι ποιµένες/ ξυπνούν από φωνές ύµνων µεσούρανες στη γη σταλµένες./ Κι’ ακούοντας τα Ωσαννά απ’ αγγέλων στόµατα στο σκόρπιο αέρα,/ τα διαλαλούν σε χειµαδιά λιοφώτιστα µε τη φλογέρα./ Την άγια νύχτα τη Χριστουγεννιάτικη -ποιος δεν το ξέρει;-/ των Μάγων κάθε χρόνο τα µεσάνυχτα λάµπει τ’ αστέρι./ Κι όποιος το βρει µέσ’ στ’ άλλα αστέρια ανάµεσα και δεν το χάσει/ σε µια άλλη Βηθλεέµ ακολουθώντας το, µπορεί να φτάσει”. Το ποίηµα “Νύχτα Χριστουγεννιάτικη” του Γεωργίου Δροσίνη.
“Την παραµονή τα Χριστούγεννα, είπαµε πως ο καιρός χάλασε, κι άρχισε να πέφτει χιονόνερο. Οι τσοµπάνηδες είχανε µαζευτεί στη σπηλιά κι ανάψανε µια µεγάλη φωτιά και κουβεντιάζανε. Τα παιδιά είχανε σφάξει αρνιά και τα γδέρνανε. Ο Αλέξης έβαλε απάνω σ’ ένα ράφι µυτζήθρες και τυρί ανάλατο µέσα στα τυροβόλια, αγίζι και γιαούρτι. Ο Δυσσέας είχε µία παλιά Σύνοψη, κ’ επειδή γνώριζε λίγο από ψαλτικά κ’ ήξερε και πέντε γράµµατα, διάβαζε τις Κυριακάδες κι όποτε ήτανε γιορτή κανένα τροπάρι και λιγοστά από τον Εξάψαλµο. Εκείνη την ώρα φυλλοµετρούσε τη Σύνοψη, για να δει τι γράµµατα ήτανε να πει. Θα ‘τανε, ώρα σπερινού”… Από το διήγηµα “Χριστούγεννα στη σπηλιά” του Φώτη Κόντογλου.
“Οταν έφθασαν εις το Κάστρον και εισήλθον εις τον ναόν του Χριστού, τόσον θάλπος εθώπευσε την ψυχήν των, ώστε αν και ήσαν κατάκοποι, αν και ενύσταζον τινες αυτών, ησθάνθησαν τόσον την χαράν του να ζώσι και του να έχωσι φθάσει αισίως εις το τέρµα της πορείας των, εις τον ναόν του Κυρίου, ώστε τους έφυγε πάσα νύστα και πάσα κόπωσις. Οι αιπόλοι ευρόντες ενασχόλησιν και πρόφασιν, όπως καπνίζωσι καθήµενοι και ενίοτε όπως εξαπλώνονται και κλέπτωσιν από κανέναν ύπνον, τυλιγµένοι εις τες κάπες των παρά το πυρ, είχον ανάψει έξω δύο πυρσούς, τον ένα έµπροσθεν του Ιερού Βήµατος, τον άλλον προς το Βόρειον µέρος”. Από το διήγηµα “Στο Χριστό στο Κάστρο” του Αλέξανδρου Παπαδιαµάντη.
“Στη φάτνη της καρδιάς µας/ αποβραδίς/ αφήσανε οι µάγοι τα δώρα τους/ και ξηµερώνοντας/ βρήκαµε στα πόδια µας την αγάπη./ Οσοι µισοτιµής ξεπούλησαν την πραµάτια τους,/ δίστασαν ν’ αγγίξουν την καλοσύνη/ κι έφυγαν./ Περνώντας µερόνυχτα/ έξω από το περιβόλι,/ µε την καφασωτή θύρα,/ έβλεπαν την αγάπη./ Ο τελευταίος υπηρέτης άνοιξε/ και τότε/ εκείνη τη νύχτα/ όλοι ξάγρυπνοι/ αγκάλιασαν ζεστά/ την άχνα της ανθρώπινης παρουσίας”. Το ποίηµα “Στη φάτνη της καρδιάς µας, του γράφοντος. (βλ. “νέα σχολική ανθολογία δασκάλων ποιητών”, εκδ. “Βιβλία για όλους”, Αθήνα 1976).