Ηταν 958, αρχές του Ιούνη, σαν ξεμπάρκαρα με το “Αγγέλικα” στην προκυμαία της Μυτιλήνης και βιαστικός, πήγα μέχρι το ζαχαροπλαστείο του εξαδέρφου μου Πρόδρομου.
Με κέρασε μία πάστα, δεν κατάλαβα τίποτα, το κατάλαβε όμως αυτός, να άλλη μια αμυγδάλου με κονιάκ, τα ισοπέδωσα, συνέφερα, τον ευχαρίστησα, τον φίλησα και μπήκα στο ταξί που κάλεσε ο ίδιος.
– Καλημέρα σας, είπα πρόσχαρα κι εισέπραξα τούτη τη ρίμα.
– Καλώς μας ήρτις βρε παλ’κάρ, σουφέρς ιγώ θε νάμι.
– Να σιργιανίις τσι να χαρείς
απόψι, πού θα πάμι;
Στη σκάρα, απάνω στο ταξί, έβαλα και τη μεγάλη μου αγάπη, το ποδήλατό μου, που στις επόμενες μετακινήσεις Αγιάσο – Μυτιλήνη – Πολυχνίτο κι άλλα χωριά, πολλές δεκάδες χιλιόμετρα ανηφοροκατηφόρα, χρησιμοποιούσα αυτό και μόνο, μια και το βαλάντιο πενιχρόν γαρ.
Μόλις είχα τελειώσει το δεύτερο έτος του Γεωπονικού Πανεπιστημίου και μ’ είχανε προσλάβει, ως τομεάρχη, για την καταπολέμηση του δάκου.
Φτάσαμε μετά απ’ ένα απίθανο ταξίδι, χάρις στο αστείρευτο χιούμορ και το οξύ πνεύμα του οδηγού Αναστασέλη, και συνάντησα τον τότε πρόεδρο της Ενωσης Γεωργικών Συνεταιρισμών Προκόπη Χατζηπροκοπίου, έναν αψηλό ομορφάντρα, αριστοκράτη, που με περίμενε.
Με κέρασε καφέ, με βοήθησε, νοίκιασα ένα δωμάτιο στον πάνω όροφο του γωνιακού φτωχόσπιτου. Ακριβώς λοξά κι απέναντι από το πέτρινο διώροφο αρχοντικό του.
Εμεινα εκεί ως αρχές Οκτώβρη, κι ολημερίς γύριζα τα βουνά τα Αγιασώτικα και τις πλαγιές για να κάνω έλεγχο και να καθοδηγώ αρχιεργάτες και ψεκαστές, ώστε να κάνουν σωστά τη δουλειά τους. Μαζί μου, κουβαλούσα πάντα ένα δερμάτινο κουτί κρεμασμένο στον ώμο μου, που μέσα είχα πολύ ακριβά κιάλια τα οποία είχα αγοράσει από την Αθήνα, ειδικά για τη δουλειά μου. Ανέβαινα κάπου- κάπου σε μια βουνοκορφή, κι από εκεί παρακολουθούσα τα συνεργεία αν ψεκάζανε σωστά οι εργάτες ή μπας και αδειάζανε την ψεκαστήρα σε καμιά ξερολιθιά. Αν κάτι τέτοιο συνέβαινε, κουτρουβαλούσα το βουνό, πήγαινα επί τόπου, έκανα παρατήρηση στον ασυνείδητο ψεκαστή, προειδοποιώντας τον πως αν ξανασυμβεί αυτό, θα απολυόταν απ’ τη δουλειά του. Ηταν δύσκολο τότε (και τώρα έγινε δύσκολο δυστυχώς) να βρει κάποιος μεροκάματο. Μέχρι κι ο βουλευτής παρέμβαινε για να προσλάβουμε κάποιον στο συνεργείο. Γι’ αυτό και φοβόντουσαν, συμμορφωνόντουσαν στις υποδείξεις μου. Υπήρξαν φορές, που πράγματι, απολύθηκε εργάτης ασυνείδητος. Ολα, βλέπεις, δουλεύανε πιο σωστά τότε.
Κάθε πρωί, απ’ το παράθυρό μου, ή μόλις έβγαινα από το σπιτάκι που έμενα, κοιτούσα δεξιά, ο περήφανος Όλυμπος. Αριστερά, το αρχοντικό του Χατζηπροκοπίου και χαιρετούσα αν υπήρχε στην πόρτα ή στο δρόμο κάποιος της οικογένειας. Μα πάντα με ευγένεια κι από μακριά. Το ίδιο κι αν έβλεπα τη θεσπέσια Κατερίνα, την μικρή του κόρη που στα μάτια εμού του φτωχοφοιτητή του άβγαλτου, θύμιζε πίνακα ζωγραφικής. Μερικές φορές κοντέψανε τα βήματά μας, μιλήσαμε ελάχιστα κι όταν κάποτε κάναμε και χειραψία, δυο μέρες αφήκα άπλυτο το χέρι μου.
Σα φθινοπώριανε, το αγιασώτικο κρύο δε χάριζε κάστανα. Τσουχτερό, μα τι. Κοιμόμουν όμως μ’ ολάνοιχτο παράθυρο. Σ’ αυτή την ηλικία, βλέπεις, δεν ξεχώριζα κρύο και ζέστη, δουλειά και ξεκούραση, ύπνο και ξενύχτι, ανηφόρα και κατηφόρα.
Μία Κυριακή πρωί, αντί για την εκκλησία της Παναγίας, προτίμησα να πάω πάνω στον Ολυμπο να προσκυνήσω στο εκεί εκκλησάκι του Προφήτ’ Ηλεία. Εβαλα μπροστά μου την ανηφόρα, δεν ήξερα το δρόμο, δε με ένοιαζε, από πέτρα σε πέτρα, ανάμεσα νεροφαγιές δέντρα ασπαλάθους, βρέθηκα στην κορφή. Είχα ιδρώσει, δεν είχα, δεν το θυμάμαι. Κι απόμεινα εκεί, ώρα πολύ, ανάμεσα ουρανό και γης, συντροφιά αγριοπούλια και τα σύννεφα να σεργιανάνε. Θά ’μαξα ολόγυρα το νησί της Μυτιλήνης, μπούχτισα ομορφιές και θεϊκά τοπία, πλημμύρισα ευτυχία και ψυχής το απαύγασμα, δόξασα το Θεό που οδήγησε τα βήματά μου ως εκεί πάνω, ανέσυρα απ’ το πηγάδι βρεχούμενο νερό που μαζευόταν το χειμώνα απ’ τα κεραμίδια, ήπια, χαράξανε παγωμένα υγρά αυλάκια το στήθος μου, φχαριστήθηκα, ποτίστηκα δύναμη Θεϊκιά, γιόμισα τα πνεμόνια μου οξυγόνο, απόμεινε μέχρι σήμερα το παρθενικό κείνο άρωμα στους βλεννογόνους μου, και χορτασμένος ζωή, πήρα την κατηφόρα. Συλλογιζόμουν, έπλεκα στίχους και σιγοτραγουδούσα.
Η κατηφόρα ν’ εύκολη
μ’ ανηφοριά θα πάρει.
Γνωρίζει δα ο μαχητής
της κορυφής τη χάρη.
Ηταν από τις πιο όμορφες Κυριακές της ζωής μου.
Τούτα ανέσυρα φίλοι μου αγαπημένοι απ’ το γλυκό κατακάθι της νιότης μου, σας κάμω κοινωνούς του πάθους μου για δημιουργία, προσφορά και ζωή ανεπιτήδευτη.