Την περασμένη Κυριακή, διαβάζοντας Ιστορία, ξαναθυμήθηκα τον παππού μου, τον Παναγιώτη.
Η φιλομάθειά του, αλλά και η επιθυμία του να μοιράζεται τις γνώσεις του με τα παιδιά και τα εγγόνια του είναι βαθιά φωλιασμένες μέσα μου και με οδηγούν, μαζύ με τις συμβουλές των γονέων μου, σε κάθε βήμα της ζωής μου.
Πιο πολύ απ’ όλα, όπως έχω ξαναγράψει, ο παππούς μου λάτρευε να διαβάζει Ιστορία και να ρουφά μονορούφι τα έργα των αρχαίων Ελλήνων συγγραφέων. Μολονότι δεν είχε τελειώσει ούτε το Γυμνάσιο των χρόνων του, οι γνώσεις του, τις οποίες απεκόμιζε μελετώντας όσα μας κληροδότησαν οι πρόγονοί μας και σαν μέλισσα γύρευε διαρκώς τη γύρη τους, ήταν το μεγάλο του «όπλο», το αήττητό του «εφόδιο» στις δυσκολίες της ζωής. Όπως έλεγε, και αυτόν και όλους μας είχαν εκείνα πάντα κάτι να διδάξουν, πάντα κάτι χρήσιμο για την επιτυχή αντιμετώπιση όλων όσα συμβαίνουν, με ή χωρίς τη θέλησή μας, καθημερινά στη ζωή μας.
Έτσι, θυμήθηκα ότι συχνά, για να ψέξει ο παππούς, τους εγωιστές και τους φίλαυτους, συχνά μας διάβαζε σε μετάφραση ένα απόσπασμα από τους «Νόμους» του Πλάτωνος. Θεωρούσε ο παππούς μου ότι δεν υπάρχει μεγαλύτερο κακό για τα άτομα και τις κοινωνίες από την αρρωστημένη εγωλατρία σε όλες τις πτυχές της δημόσιας και της ιδιωτικής καθημερινότητάς μας. Μια προσεχτική ματιά γύρωθέ μας θα σας πείσει πού οδηγεί η φιλαυτία, στην ατιμία, την αδικία, τη μικροψυχία, τη ζήλεια, στον αθέμιτο και με χτυπήματα κάτω από τη ζώνη ανταγωνισμό και σε όλα τα απάνθρωπα εγκλήματα που αμαυρώνουν την ψυχή των ανθρώπων και στιγματίζουν τη ζωή τους! Και μας έφερνε πολλά παραδείγματα προς τούτο από τα αρχαία κιόλας χρόνια, μα εγώ σήμερα θα σας μεταφέρω το απόσπασμα εκείνο των «Νόμων», όπως το βρήκα προ μηνών σε μετάφραση από τον Β. Μοσκόβη (Πλάτωνος «Νόμοι», 1988. Αθήνα, Νομική Βιβλιοθήκη).
«Στην πραγματικότητα όμως, η υπερβολική αγάπη για τον εαυτό μας γίνεται πάντοτε η αιτία όλων των σφαλμάτων. Αυτός δηλαδή που αγαπά τυφλώνεται από το αντικείμενο της αγάπης του, ώστε να κρίνει κακώς τα δίκαια και τα καλά και τα ωραία, επειδή νομίζει ότι πρέπει να τιμά περισσότερο την ατομικότητά του από την αλήθεια. Εκείνος όμως που φιλοδοξεί τουλάχιστο να γίνει μεγάλος δεν πρέπει να υπεραγαπά ούτε τον εαυτό του, ούτε τα δικά του, αλλά τα δίκαια, είτε έτυχε να τα πράξει ο ίδιος, είτε κάποιος άλλος. Απ’ αυτό το ίδιο σφάλμα προήλθε και το ότι όλοι θεωρούν σοφία την αμάθειά τους. Και για τούτο, ενώ δεν ξέρουμε τίποτε, για να χρησιμοποιήσω αυτήν την έκφραση, νομίζουμε πως τα ξέρουμε όλα, και, επειδή δεν εμπιστευόμαστε στους άλλους αυτά που δεν ξέρουμε εμείς, αναγκαζόμαστε να τα κάνουμε λανθασμένα οι ίδιοι. Πρέπει, επομένως, κάθε άνθρωπος να αποφεύγει να αγαπά υπερβολικά τον εαυτό του, και να επιδιώκει να βρίσκει πάντοτε τον καλύτερό του, χωρίς να νιώθει καμιά ντροπή κάμνοντας αυτό που είπαμε» (Πλάτωνος «Νόμοι», 731e- 732b).