Συναντάμε την Τίνα σε ένα τρένο στη Σουηδία. Το τρένο θα ακινητοποιηθεί για ώρες, κάτι το οποίο η γραμματέας της σχολής είχε επισημάνει στην Τίνα, κάτι το οποίο όφειλε να λάβει υπόψη της στο ταξιδιωτικό της πρόγραμμα. Εκείνο το οποίο δεν της είχε διευκρινιστεί ήταν η αιτία αυτών των συχνών καθυστερήσεων· όλο και περισσότεροι αυτόχειρες στις ράγες των τρένων. Οι ενοχλημένοι από την καθυστέρηση επιβάτες, έξαλλοι με την αντικοινωνική αυτή συμπεριφορά, συνωστίζονται στην αποβάθρα. Η Τίνα δεν απαντάει στο σχόλιο του συνεπιβάτη της, απομένει σιωπηλή. Την ώρα της πρόσκρουσης η Τίνα επιχειρούσε να συνθέσει ένα γράμμα αποχαιρετισμού με παραλήπτες τα παιδιά της. Θα φτάσει στην επαρχιακή πόλη, στο πανεπιστήμιο της οποίας είναι καλεσμένη για να μιλήσει. Ένα απρόσωπο ξενοδοχείο, ένας βαθύς μα ανήσυχος ύπνος, μια βόλτα χωρίς χάρτη.
Θα γελάσει μόνη της: χαρακτηριστικό της κατάστασής της είναι ότι πάντα πλέον εξετάζει κάθε καινούργιο περιβάλλον για τις δυνατότητες αφανισμού που προσφέρει.
Η Τίνα θα δώσει την ομιλία της και θα επιστρέψει στην Αθήνα. Προτεραιότητά της να ολοκληρώσει το βιβλίο που γράφει σχετικά με τον βαλκανικό κινηματογράφο. Είναι κάτι το οποίο πρέπει να γίνει όσο το δυνατόν συντομότερα.
Το όνομα της ηρωίδας μόνο τυχαίο δεν είναι. Το διάσημο θατσερικό ακρωνύμιο για την απουσία εναλλακτικής. Σημαντικός για την πρόσληψη της ιστορίας και ο υπότιτλος: η ιστορίας μιας ευθυγράμμισης. Η αυτοκτονία αποτελεί ίσως το μεγαλύτερο ταμπού του σύγχρονου δυτικού κόσμου, ίσως γιατί δίνει μια (ψευδ)αίσθηση δύναμης στο άτομο, πως παίρνει τη ζωή στα χέρια του, εγκαταλείποντάς την. Διαβάζοντας το βιβλίο αυτό με ενόχλησε αρκετές φορές μια διάθεση για κριτική της απόφασης της Τίνας εκ μέρους μου, μια αδιόρατη ρωγμή στην ανοχή, χωρίς καμιά προφανή συναισθηματική δικαιολογία. Η Τίνα για μένα, για τον αναγνώστη εν γένει, είναι μια ξένη, είναι μια γυναίκα η οποία έχει πάρει μια απόφαση, και αυτό το άτυπο ημερολόγιο, που αποτελείται από μια τριτοπρόσωπη εξιστόρηση σε εναλλαγή με τις επιστολές που η ίδια γράφει, δεν αποτελεί το τηλεφωνικό δίλημμα μιας μεσημεριανής εκπομπής. Η Τίνα είναι -ή θα έπρεπε τουλάχιστον να προσλαμβάνεται από τον αναγνώστη ως- ένας ελεύθερος άνθρωπος που αυτοκαθορίζει τη ζωή της, και ο καθένας μας καλό θα ήταν να κρατήσει τη γνώμη του για ιδία χρήση.
Δύο είναι οι βασικοί λόγοι για τους οποίους απολαμβάνω τα βιβλία της Δημητρακάκη. Ο πρώτος έχει να κάνει με τους ήρωες των ιστοριών της. Γιατί, αντίθετα με την πλειοψηφία των ηρώων τής ελληνικής πεζογραφίας, οι οποίοι στα μάτια μου είναι σαθροί και ψεύτικοι, σίγουρα ξένοι στις δικές μου προσλαμβάνουσες και απόντες από τα βιώματά μου, οι ήρωες της Δημητρακάκη είναι γνώριμοι και αληθινοί, αντιστοιχούν -αναλογικά πάντα- σε άτομα που γνωρίζω ή συναναστρέφομαι.
Παρελκόμενο της οικειότητας αυτής αποτελεί το ενδιαφέρον με το οποίο αντιμετωπίζω τις ιστορίες τους, τους προβληματισμούς τους και τα αδιέξοδά τους -ίσως κυρίως αυτά. Ο δεύτερος λόγος έχει να κάνει με τον μοναδικό τρόπο με τον οποίο η Δημητρακάκη ενσωματώνει στην πεζογραφία της τις ακαδημαϊκές της γνώσεις, χωρίς να προκαλείται ανισότητα στο τελικό αποτέλεσμα, το αντίθετο μάλιστα. Στο συγκεκριμένο μυθιστόρημα εγκιβωτίζεται για παράδειγμα το βιβλίο για το βαλκανικό σινεμά το οποίο προσπαθεί να τελειώσει η Τίνα, κάτι το οποίο εκτός των όσων αποκαλύπτει για τον χαρακτήρα της Τίνας -ο τρόπος με τον οποίο εργάζεται ή η επιθυμία της να το ολοκληρώσει-, δημιουργεί και αναλογικές αντιστοιχίες ανάμεσα στο τότε των ταινιών και στο τώρα της αφήγησης, προσδίδοντας περαιτέρω επίπεδα ανάγνωσης.
Οι ήρωες της Δημητρακάκη μεγαλώνουν, έρχονται αντιμέτωποι με τη ματαιότητα, την απομάγευση, τη σκληρή επιφάνεια του τοίχου απέναντι. Έχουν ζήσει χρόνια μακριά από την Ελλάδα, ταξίδεψαν, σπούδασαν, ερωτεύτηκαν, παθιάστηκαν με ιδέες, νοστάλγησαν. Πίστεψαν πως μπορούν να αλλάξουν τα πράγματα από μέσα, πως εκείνοι δεν θα ζήσουν σαν τους άλλους, πως θα τα καταφέρουν. Και δυσκολεύονται, και είναι όλο και περισσότεροι εκείνοι που τους κουνάνε το δάχτυλο αναφωνώντας πως δεν υπάρχει εναλλακτική, τους καλούν να συνέλθουν, να γίνουν ρεαλιστές, να ευθυγραμμιστούν όπως τα στρατιωτικά τάγματα στις παρελάσεις.