Αυτές τις ημέρες έχει ξεσπάσει σάλος για το θέμα της διδασκαλίας των αρχαίων ελληνικών. Δεν πάνε πολλά χρόνια από τότε που ο Εμμ. Κριαράς, διαπρεπής πανεπιστημιακός και νεοελληνιστής, έλεγε εμφαντικά: «Θεωρώ εγκληματικό να διδάσκονται τα αρχαία ελληνικά από το Γυμνάσιο. Πρέπει να μείνουν μόνο στο Λύκειο». (2009)
Στο πνεύμα αυτό η εκπαιδευτική μεταρρύθμιση Ράλλη (ΝΔ, 1976) ήταν η πρώτη που, καθιέρωσε τη διδασκαλία των αρχαίων ελληνικών από μετάφραση σε όλο το Γυμνάσιο. Το 1985 η κυβέρνηση ΠΑΣΟΚ με υπουργό παιδείας τον Απ. Κακλαμάνη θεσμοθέτησε τα ενιαία πολυκλαδικά λύκεια, όπου επιλεκτικά μόνο διδάσκονταν τα αρχαία ελληνικά από το πρωτότυπο. Έτσι πολλοί ενήλικες νεοέλληνες δεν έχουν διδαχθεί αρχαία ελληνικά στο σχολείο τους.
Ήταν άραγε τα αρχαία ελληνικά από το πρωτότυπο το μόνο περιττό στα σπουδαστικά προγράμματα της δευτεροβάθμιας της εποχής εκείνης; Μήπως η αφομοίωση της διδασκαλίας των αρχαίων κειμένων με τον ιδεολογικό τους πλούτο, αλλά και με το συντακτικό και τη γραμματική τους επίσης (το λειτουργικό και το λογισμικό της γλώσσας κατά Γ. Μπαμπινιώτη) θα αποτελούσε σημαντικό πνευματικό εφόδιο και σπουδαία άσκηση του πνεύματός τους;
Όπως και αν έχει το πράγμα, αν κάποιος Νεοέλληνας δεν μπορεί να κατανοήσει ένα αρχαίο ρητό συχνά συναντώμενο, μια φράση του Ευαγγελίου ή της βυζαντινής υμνογραφίας, αν δεν μπορεί με άνεση να διαβάσει το Μακρυγιάννη, το Ροΐδη και τον Παπαδιαμάντη δεν νομίζω ότι αισθάνεται πραγματικά μορφωμένος και ικανοποιημένος από την παιδεία που έλαβε.
Η εποχή μας όλα βέβαια τα εξαπλούστευσε, για όλα προσέδωσε τεχνολογικά χρηστικά εργαλεία διαχείρισης, ασφαλώς και για τη γλώσσα. Όμως την ευχαρίστηση και την απόλαυση από την κατανόηση του κειμένου δεν μπορεί να την υποκαταστήσει καμιά τεχνολογία και δεν μπορεί να την αποδώσει λεκτικά ή αισθητικά κανένας από εκείνους που δεν την έχουν γευθεί. Δεν θα μιλήσω εκτενώς για την ορθογραφία, που σήμερα «ορθογραφούμεν μετ’ ευτελείας» όπως έχει λεχθεί (Γ. Η. Χάρης). Πάντως η ορθογραφία, λόγω της ετυμολογίας και της νοηματικής διαφάνειας της ελληνικής, θα έκανε συνειδητότερους, προσεκτικότερους και όχι απλώς σοφότερους τους Νεοέλληνες.
Η διδασκαλία των αρχαίων ελληνικών σήμερα βρίσκει πολλούς υποστηρικτές στην Ευρώπη, στην Αυστραλία, στην Αμερική. Στη Γαλλία γίνονται διαδηλώσεις, για να μην περιοριστεί η διδασκαλία των κλασικών γλωσσών και στη Βρετανία συζητείται η χρησιμότητά της στο δημοτικό. Υπάρχουν επιστημονικές μελέτες που τη συσχετίζουν με την καταπολέμηση της δυσλεξίας, με την πνευματική άσκηση και την οξύνοια. Υπάρχουν πολλοί θετικοί επιστήμονες που την τίμησαν και την αξιοποίησαν (ενδεικτικά αναφέρω τον Νεύτωνα). Πολλοί ελληνιστές τη θεώρησαν φυσικό δρόμο για την κατανόηση και του νεοελληνικού ακόμη πολιτισμού. Μπορεί κανείς να φαντασθεί ότι για τους ανθρώπους της αναγέννησης ή του Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού η διδασκαλία της αρχαίας ελληνικής ήταν «φυσική» μέθοδος προσέγγισης των ανώτερων πνευματικών αγαθών και για το σημερινό Ελληνόπουλο, κατά τον Υπουργό Παιδείας, είναι «παρά φύσιν» διδασκαλία;
Δεν ισχυρίζεται κανείς ότι η ελληνική διδάσκεται σωστά. Ωστόσο δεν είναι υπόθεση ενός άρθρου οι προτάσεις για την καλύτερη διδασκαλία της και εξάλλου, αν κάτι δεν διδάσκεται σωστά, δεν σημαίνει πώς πρέπει να περικόπτεται από τα διδασκόμενα. Προφανώς η συζήτηση για το τι αξίζει να διδάσκουμε και πόσο στο ελληνικό σχολείο είναι ανοικτή και ενδιαφέρουσα. Αλλά επίσης δεν είναι υπόθεση «του ποδαριού» ούτε θέμα λαϊκιστικής εκμετάλλευσης.
Τότε γιατί ακούγονται πάλι αυτά τα «φληναφήματα» από το στόμα του Υπουργού; Την αιτία πρέπει μάλλον να την αναζητήσουμε στην πολιτική διαχείριση ενός σύγχρονου «Αγέλαου» ( < άγω τον λαόν), ενός επιτήδειου διαχειριστή της πολιτικής χειραγώγησης του λαού. Τυχαία άραγε η τόση συζήτηση και η διαρκής επαναφορά του θέματος σε εποχή μεγάλων πολιτικοκοινωνικών προβλημάτων;
Όπως έλεγε άλλοτε ο Εμμ. Κριαράς «ο Έλληνας έχει τον… ηρωισμό να θαυμάζει το αρχαίους – χωρίς, όμως, να τους γνωρίζει, ούτε να τους καταλαβαίνει. Έτσι, γιατί τον βολεύουν…». Ωστόσο η πολιτεία οφείλει να βρει τρόπο να μάθει στους Έλληνες την ελληνική γλώσσα, να τους καταστήσει κοινωνούς της ιστορίας και της εξέλιξής της γλώσσας που μιλούν, να τους ευαισθητοποιήσει και να τους γνωρίσει τον πολιτισμό τον ελληνικό, διότι, όπως έλεγε η μεγάλη Ελληνίστρια Ζακλίν ντε Ρομιγί (στο «Γιατί η Ελλάδα»), «ό,τι αποτελεί έναν πολιτισμό εκπροσωπείται κατ’ ουσίαν στα λογοτεχνικά του έργα».
Αυτά αξίζει να διδάξουμε στα Ελληνόπουλα από όλα τα μετερίζια της παιδείας, γιατί η γλώσσα και ο πολιτισμός ήταν πάντοτε το όπλο μας για την «κατάκτηση των κατακτητών», από τη ρωμαϊκή ακόμη εποχή. Η νέα εποχή μας βάζει τεχνοκρατικές προτεραιότητες και υλικές αξίες. Όμως η γλώσσα, ο πολιτισμός, οι ανθρωπιστικές σπουδές είναι κυρίως υπόθεση ελληνική. Από την ελληνική γλώσσα δανείζεται ακόμη η επιστήμη και η τεχνολογία, από την ελληνική κειμενογραφία εμπνέονται άνθρωποι του πνεύματος όλων των εθνοτήτων και στη δική μας εποχή. Οι υπουργοί είναι αναλώσιμοι σε αυτή τη χώρα σε αντίθεση με τον πολιτισμό και τη γλώσσα της.
Και βεβαίως αν η γλώσσα, αρχαία και νέα, αδιαίρετη και συνεχής, δεν είναι υπόθεση της ελληνικής παιδείας, τότε «τίνος το ελληνίζειν»1;
*φιλόλογος – ιστορικός
1. Όταν ο Ιουλιανός ο Παραβάτης απαγόρευσε στους χριστιανούς να χρησιμοποιούν την Ελληνική, ο Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός του απάντησε με το χειμαρρώδες κείμενό του «Τίνος το Ελληνίζειν» αποδεικνύοντας τη συνέχεια του ελληνικού πολιτισμού σε όλους όσους μιλούν τη γλώσσα αυτή, ανεξαρτήτως θρησκείας.