Aχνόφεγγο το φως της χαραυγής διαβαίνει
λιόχαρη μέρα της ζωής απλώνεται στην Πλάση
στρατί – στρατί η ανάσα της για τους θνητούς πορεύει
την άνοιξη του κοσμικού αγκομαχά να φθάσει.
Μυριόφωνο το σήμαντρο ηχολογεί στην πύλη
τους ξένους του σταθμού της γης σέρνει στο χαροκόπι
πνοή διαβάτρα της ζωής σαλεύει προς το δείλι
άγρυπνη πρόσταγμα λαλεί, γραφτό ότι στεριώσει.
Απλώνει ο πόθος της χαράς απανταχού στην κτίση
τρέχει στον χρόνο που γερνά με τους πεζούς αντάμα,
στεφανωμένα πέλαγα καυτά εις το μεθύσι
αχτίδες πάντα φλογερές στο υπερκόσμιο θάμα.
Ξάστερη σκέψη με παλμό βουίζει στο διαβάτη
κάμα βαρύ το διάσκελο, ο στοχασμός του δρόμου
βουβός ψαλμός φεγγοβολεί στην αιωνία στάχτη
ανάσασμα παρήγορο στη θύελλα το πόνου.