Οι συνήθειες των ανθρώπων της παλιάς εποχής ήτανε η αφορμή να πορεύονται στη ζωή τους και ανάλογα με τις συμπεριφορές τους είχανε και τις ανάλογες επιτυχίες ή αποτυχίες τους στην πρόοδο, στα επαγγέλματα που εκτελούσανε. Αυτές βάλανε ισχυρά θεμέλια και είχανε μεγάλη αισιοδοξία για μια σύντομη και καλύτερη πρόοδο για να φύγουνε από τα πικραμένα βιώματα που περνούσανε. Αυτός ήτανε και ο λόγος από τους περισσότερους να τις εκτελούν και είχανε επιτυχίες πρώτα στην οικογένειά τους και στην συνέχεια σε όλη την κοινωνία.
Μετά από τα παραπάνω για τις συνήθειες θα αναφέρουμε μια από αυτές που αποφεύγανε να την εκτελούν και την λέγανε μόνο κατά καιρούς: Της νύκτας τις δουλειές τις βλέπει η μέρα και γελά.
Πρόθυμος να μας ενημερώσει για αυτήν είναι ο ηλικιωμένος κύριος Γιάννης που έχει Μικρασιάτικες ρίζες που την είχε ακούσει πολλές φορές από την γιαγιά του Αθηνά και από την μάνα του Γεωργία.
Από το βράδυ είπε, οι γονείς μου λέγανε που θα πάνε το πρωί και τι εργασία θα κάνανε. Εμείς αν δεν είχαμε σχολείο ακολουθούσαμε κοντά τους και βλέπαμε τι κάνουνε και όσο μπορούσαμε τους βοηθούσαμε. Η γιαγιά και η μάνα μου μας λέγανε να προσέχουμε να τις μαθαίνουμε για να ξέρουμε όταν θα μεγαλώσουμε να τις εκτελούμε για να έχουμε να τρώμε και να μην ζητούμε από τον έναν και από τον άλλον να μας δώσει! Ακόμα αυτό που θα κάνουμε να είναι σωστό και όμορφο γιατί αν θα περάσουν κάποιοι καλύτεροι από τον δρόμο και δούνε τσαπατσούλικες δουλειές, θα λένε οι χωριανοί στα σπίτια τους και στα καφενεία ότι αυτοί μια μέρα θα πεινάσουνε.
Να είστε μερακλήδες και να τους κλείνετε τα στόματά τους. Για το καλό όνομα μόνο να λένε για την οικογένειά σας.
Όταν εμείς πηγαίναμε στη δουλειά και δεν την τελειώναμε, πηγαίναμε και την άλλη μέρα. Αν αδιαφορούσαμε να πάμε μαζευότανε πολλές και τότε έπρεπε να τις κάνουμε την νύκτα. Αυτό εμείς δεν το κάναμε ποτέ την ημέρα τις τελειώναμε όλες.
Ορισμένοι χωριανοί ήτανε αδιάφοροι και προτιμούσανε να κάνουνε τις εργασίες τους την νύκτα. Όμως δεν μπορούσανε να τις ολοκληρώσουν σωστά λόγο μειωμένου φωτισμού και από την άλλη τους έπιανε ο ύπνος για να κοιμηθούνε, οπότε κάνανε πολλά λάθη και η εργασία τους δεν είχε όφελος για την οικογένειά τους. Το πρωί με το φως της ημέρας φαινότανε οι ατέλειές τους και οι γείτονες που τις βλέπανε γελούσανε. Γι’ αυτό λέγαμε την συνήθεια ότι της νύκτας τις δουλειές τις βλέπει η ημέρα και γελά.
Στην συνέχεια ο κύριος Γιάννης μας είπε δύο περιπτώσεις από την παρούσα συνήθεια που είχανε γίνει τα χρόνια της κατοχής και τις θυμότανε γιατί ήτανε πλέον μεγάλος και η μία είχε γίνει στο ίδιο το χωριό του. Στο χωριό μου είπε ότι όλοι οι κτηνοτρόφοι συνηθίζανε κάθε καλοκαίρι να κουρεύουνε τα πρόβατά τους. Ο ένας από αυτούς είχε καλέσει και όλους τους άλλους όπως συνηθίζανε μεταξύ τους να βοηθούν για να κουρέψει τα πρόβατά του. Όλοι του απαντήσανε ότι αυτή την ημέρα που θέλεις εμείς έχουμε διάφορες δουλειές στις οικογένειές μας και δεν μπορούμε. Το βράδυ θα έλθουμε αφού δεν είναι πολλά οπότε σε δύο ώρες θα τα έχουμε τελειώσει. Πράγματι τα έβαλε στην μάνδρα του που ήτανε κοντά στο σπίτι του και άναψε δύο φανάρια, δύο μεγάλους λύχνους και ένα λουξ για να φέγγουν στο κούρεμά τους. Κατά τύχη είχε και πανσέληνο το φεγγάρι και είχε λίγο περισσότερο φωτισμό αλλά ήτανε πάλι μειωμένος και με δυσκολία τα κουρέψανε. Όταν τελειώσανε κάτσανε όλοι στην αυλή του νοικοκύρη βοσκού και φάγανε το βραστό κρέας με το πιλάφι και ήπιανε το κρασί τους μέχρι τα μεσάνυκτα και φύγανε.
Το πρωί την ώρα που πήγαινε τα πρόβατά του να βοσκίσουν πρόσεξε τις ατέλειες που είχανε ορισμένα πρόβατα, που κρεμότανε άκοπα μαλλιά στην πλάτη, στην κοιλιά και την ουρά τους. Το ίδιο τα προσέξανε και ορισμένοι χωριανοί του και το λέγανε στα καφενεία του χωριού του και γελούσανε. Λέγανε πολλά για τον κτηνοτρόφο ότι έπρεπε την ημέρα να τα κουρέψει έστω και τη Κυριακή που δεν θα είχανε άλλες υποχρεώσεις οι άλλοι κτηνοτρόφοι. Αγνόησε την συνήθεια που λέγανε: Της νύχτας τις δουλειές, τις βλέπει η μέρα και γελά, γι’ αυτό έγινε ρεζίλι στο χωριό του.
Το άλλο γεγονός είπε έγινε μέσα, στην πόλη από ένα κουρέα. Ορισμένοι που είχανε πολλές δουλειές την ημέρα δεν μπορούσανε να πάνε να κουρευτούνε. Όμως αυτός πότε-πότε όταν κλείνανε τα μαγαζιά άνοιγε πάλι την νύκτα και πηγαίνανε εκεί να κουρευτούνε. Λόγο που φοβότανε να μην τον γράψει ο χωροφύλακας είχε χαμηλό φωτισμό. Έτσι τους κούρευε με πολλές ατέλειες. Ένας από αυτούς που κυκλοφορούσε στις 10 η ώρα το πρωί στην πόλη, τον είδε ένας φίλος του και του είπε: άμε στον καθρέπτη να δεις τα χάλια σου και γελούσε. Στον κουρέα που πήγες είναι να κουρεύει μόνο πρόβατα. Δυστυχώς και αυτός δεν τήρησε την συνήθεια που λεγότανε και την εκτελούσανε όλοι οι άλλοι σε όλες τις εργασίες τους.
Σήμερα η παραπάνω συνήθεια δεν εκτελείται όπως την παλιά εποχή γιατί υπάρχει άφθονος φωτισμός οπότε ατέλειες δεν δικαιολογούνται να υπάρχουν εκτός μόνο αν υπάρχουν ειδικές πράξεις από κλοπές και ληστείες που εκτελούνται ημέρα και νύχτα όπου πιάνονται και τον λόγο τον έχει η δικαιοσύνη.
*O Γιάννης Τσακπίνης
είναι συνταγματάρχης (Π.Β.) ε.α.