Ψυχορραγούσε η δόλια η μάνα, κατάμονη στο μικρό σπιτάκι της, ξαπλωμένη στην γωνιά κοντά στην παραστιά, πλάι στο σβησμένο τζάκι της το δίχως χόβολη και φωτιά.
Ηφωνή της έβγαινε πολύ αδύναμη κι ας προσπαθούσε να είναι δυνατή, καλώντας τον μακαρίτη τον άνδρα της σε βοήθεια. Σε μια στιγμή, ένα γελάκι αχνό ζωγραφίστηκε στα ξερά σαν την διψασμένη γη χείλη της, λέγοντας:
«Ήρθε επιτέλους ο λυτρωτής!» κι αμέσως, την επόμενη στιγμή, την κυρίεψε ένας ανεξήγητος φόβος, πρωτόγνωρος, και μια ανατριχίλα απλώθηκε σε όλο το ισχνό κορμί της.
Έπειτα έκλεισε τα μάτια της και διάφορες εικόνες, που της έβλεπε με τα θολά μάτια της ψυχής της, ερχότανε ολοζώντανες μπροστά της. Τέλος, έμεινε ασάλευτη κι ανάσαινε πολύ βαριά. Τι να σκεφτότανε άραγε η δόλια εκείνη μάνα στις τελευταίες της κείνες στιγμές! Πολλά μπορεί να υποθέσει κανείς αλλά η αλήθεια δεν θα φανερωθεί ποτέ. Θα παραμείνουν μόνο υποθέσεις.
Η δόλια εκείνη μάνα, τον άνδρα της, τον καλό της Θύμιο, τον πήρε από κοντά της πριν από τρία χρόνια ο αγλύκαντος για το μακρινό ταξίδι, το ταξίδι που δεν έχει ποτέ γυρισμό. Τα τρία δε παιδιά της, της τα έκλεψε – τα ξελόγιασε όπως χιλιάδες άλλα ελληνόπουλα – η πλανεύτρα ξενιτιά. Ο Νίκος της είχε εγκατασταθεί σε μια μεγαλούπολη της μακρινής Αυστραλίας, ενώ ο Κώστας της και η Βάγια της είχαν ριζώσει σε κάποια πολιτεία της πλανεύτρας Αμερικής κι απόμειναν οι δόλιοι οι γονείς σαν δυο κούτσουρα έρημα για τα υπόλοιπα χρόνια της ζωής τους, ώσπου μια αφέγγαρη χειμωνιάτικη βραδιά ο αγλύκαντος, άπονα και κρυφά κι αθόρυβα άνοιξε την πόρτα του μικρού της σπιτιού και πήρε την πολυβασανισμένη ψυχούλα του Θύμιου κι απόμεινε η δόλια η μάνα παντέρημη σαν την καμένη καλαμιά στον κάμπο όπως μας λέει και ο ποιητής.
Τώρα, από τότε που μίσεψαν τα αγαπημένα τους παιδιά, κάπου τριάντα χρόνια, δεν γέλασαν τα χείλη τους, δεν χάρηκε η καρδιά τους, δεν στέγνωσαν τα μάτια τους κι άσπρισαν τα μαλλιά τους. Όταν έφυγε και ο άνδρας της, έλεγε η δόλια η μάνα όταν την ρωτούσαν οι χωριανοί τι κάνει, αν είναι καλά, συνηθισμένες ερωτήσεις των καλών χωριανών που περισσότερο θέλουν να πούνε μια κουβέντα στους πονεμένους συγχωριανούς τους παρά να μάθουν κάτι καινούργιο από κείνα που γνωρίζουν:
«Δεν λέω…» έλεγε, «περάσαμε καλή ζωή με τον μακαρίτη…» για να συμπληρώσει αμέσως μετά:
«Πόσο καλή ζωή μπορεί να ήταν η ζωή μας! Μοιάζαμε σαν δυο μαδημένα δέντρα, χτυπημένα από τα φοβερότερα στοιχειά της φύσης, ολομόναχα καταμεσής του κάμπου. Αλήθεια, πόσο καλή μπορεί να είναι η ζωή δυο πονεμένων γονιών, που δεν χάρηκαν τα παιδιά τους και που δεν βλέπουν τα αγαπημένα τους εγγόνια να παίζουν στην αυλή τους μα τα βλέπουν μόνο στις φωτογραφίες;»
Τη λέξη ‘’παππούς’’ και τη λέξη ‘’γιαγιά’’, τις δύο πιο γλυκόηχες και τις πιο αγαπημένες λέξεις, περισσότερο ακόμα κι από τη λέξη ‘’μάνα’’ δεν τις άκουγαν παρά μόνο από την άλλη άκρη του ακουστικού του τηλεφώνου, μια δυο φορές το χρόνο. Στα δε γράμματα που τους έστελναν τα αγαπημένα τους παιδιά, τις λέξεις αυτές – παππούς και γιαγιά – τις άκουγαν από τα χείλια του παπά και του δασκάλου του χωριού, γιατί δεν ήξεραν να διαβάζουν, δεν ήξεραν μήτε ανάγνωση μήτε γραφή.
Τους έστελναν και αρκετά δολάρια – έλεγαν – αλλά:
«Τι να τα κάμουνε τα δολάρια εμείς; Ξέρουμε ότι μας τα στέλνουν να μην στερηθούμε τίποτα από τα αγαθά της γης. Καλά να είναι, ας έχουν την ευχή μας!» έλεγαν και οι δύο αναστενάζοντας αυτή τη φορά.
«Ν’ ακούσομε τη φωνούλα τους…» έλεγαν από την αρχή του μισεμού των παιδιών τους, «κι ας πεθάνουμε την ίδια στιγμή» έλεγαν και οι δυο.
Αργότερα που παντρεύτηκαν τα αγαπημένα τους παιδιά εκεί στα ξένα κι απόκτησαν κι εγγόνια, ο καημός τους ήταν δυο και τρεις φορές πιο βαρύς.
«Να τα δω…» έλεγαν και οι δύο, «να έρχονται τρεχάμενα από τη μεγάλη στράτα του χωριού μας κι εγώ να τα περιμένω έξω από το χωριό και τ’ αγκαλιάσω, να τ’ ακούσω να με φωνάζουν παππού – γιαγιά τ’ αγγελούδια μου κι ύστερα, την επόμενη στιγμή, να έρθει ο αγλύκαντος να μου πάρει την ψυχή!» και στρέφοντας τα μάτια τους προς τον ουρανό, κάνοντας το σταυρό τους, έλεγαν με περίσσια ευλάβεια:
«Πολλά είναι αυτά που σου ζητάμε Πλαστουργέ μας, Μεγαλοδύναμε!»
Τέλος, με αυτή τη λαχτάρα και την προσδοκία πέρασαν τα χρόνια, γέρασαν, άσπρισαν τα μαλλιά τους, στέρεψαν τα μάτια τους και δεν έτρεχαν άλλα δάκρυα πια, αλλά ο Μεγαλοδύναμος δεν τους έστειλε αυτή τη μεγάλη χαρά. Είδαν κι αποείδαν οι δόλιοι οι γονείς κι αρκούνταν τώρα μόνο στο ότι τα παιδιά τους είναι ζωντανά και ότι πρόκοψαν κι ας ήταν τόσο πολύ μακριά τους.
Τώρα, τα τελευταία χρόνια, μάλλον είχαν συνηθίσει στην μοναξιά τους κι όταν οι καλοί χωριανοί τους ρωτούσαν αν έχουν καλά νέα από τα παιδιά τους κι από τα εγγόνια τους έλεγαν:
«Είναι ζωντανά κι αυτό μας φτάνει. Αναπνέουν τον αέρα της Γης…» και κουνώντας το ασπρόμαλλο κεφάλι τους συμπλήρωναν:
«Ας είναι δοξασμένος ο Μεγαλοδύναμος. Έχουμε τη χαρά να τ’ ακούμε στο τηλέφωνο και να τα βλέπουμε στις φωτογραφίες. Ας είναι δοξασμένος ο Μεγαλοδύναμος που δεν μας έδωσε την πίκρα του αγλύκαντου, που σε πάρα πολλούς άλλους επέτρεψε να πιούνε το πικρό ποτήρι του. Ας είναι δοξασμένος, μεγάλη η χάρη Του».
Έτσι πέρασαν τα χρόνια κι όπως είναι γραμμένο από το άχραντο χέρι του Μεγαλοδύναμου, ο άνθρωπος και όλα τα ζωντανά της Γης μια μέρα θα πεθάνουν και θα φύγουν από τούτη τη ζωή, έτσι και ο γέρος της, ο καλός της αντρούλης, κείνη τη χειμωνιάτικη νύχτα με τον τρόπο που γράφουμε στην αρχή της πονεμένης τούτης ιστορίας μας έφυγε από τη μάταια τούτη ζωή, πέταξε ή πονεμένη ψυχούλα του στα ουράνια.
Κι έμεινε η δόλια μοναχή κοντά στην παραστιά της,
δίχως φωτιά στο τζάκι της, να τρέμει, να παγώνει,
και με τα μάτια της ψυχής να βλέπει τα παιδιά της
και στην αυλή της, το μικρό να τη φιλάει εγγόνι!
Και τ’ άλλα να ‘ναι γύρω της, να παίζουν, να φωνάζουν,
να χτίζουν, σαν μικρά πουλιά, φωλιές στα λασπονέρια,
γλυκιές λεξούλες να της λεν, τραγούδια να ταιριάζουν,
να τις χαϊδεύουν τα μαλλιά, να τις φιλούν τα χέρια!
Έτσι περνούσαν οι μέρες τις δόλιας τη μάνας, πικρές και πονεμένες, καρτερώντας κάθε μέρα τον αγλύκαντο να της πάρει την ψυχή.
Τώρα, κάθε απόβραδο που πήγαινε ν’ ανάψει το καντήλι του μακαρίτη του γέρου της, τον εκλιπαρούσε, να παρακαλέσει εκείνος τον ‘’σουλτάνο της νύχτας’’ που στο βασίλειό του τώρα ζει, να πάει δίχως καθυστέρηση να της πάρει την ψυχή γιατί δεν άντεχε άλλο την απουσία του και μονολογώντας έλεγε:
Πες στο σουλτάνο γέρο μου να ‘ρθει αργά το βράδυ
να πάρει την ψυχούλα μου, να ‘ρθω να σ’ ανταμώσω,
να με σκεπάσει ανάλαφρα το μαύρο του μαγνάδι…
κι άλλο δεν έχω η άμοιρη, δώρο, για τα του δώσω!
Μονάχα την ψυχούλα μου έχω να του χαρίσω
που όσο έζησα στη Γη δεν έβλαψα κανένα!
Θέλω να ‘ρθω στο πλάι σου να σε παρηγορήσω
τα βάσανα που ζήσαμε να λέμε ένα – ένα.
Κι ενώ οι μέρες διάβαιναν η δόλια η μάνα δεν σκεφτότανε πια τίποτε άλλο. Τώρα στον ύπνο της έβλεπε και χαιρότανε η ψυχή της μονάχα δυο όνειρα. Πότε έβλεπε πως είχε στρωμένη την τάβλα της και γύρω – γύρω όλη την φαμελιά της, παιδιά κι εγγόνια, να τους σερβίρει φαγητό και να τρώνε και να γελάνε, και πότε τον αγλύκαντο να ανοίγει την πόρτα του σπιτιού της και να την σηκώνει από το κρεβατάκι της πλάι από την παραστιά και να την ανεβάζει στα ουράνια. Μια βραδιά όμως, ενώ έβλεπε το δεύτερο όνειρο κι εκεί που ήτανε πάνω στα φτερά στο μαύρο άτι του αγλύκαντου, την ξύπνησε το σκούξιμο του νυχτοκόρακα, που είχε φωλιά στ’ απέναντι, από το δικό της σπίτι, χάλασμα. Εκείνα τα χαλάσματα, κάποτε ήταν ένα σπίτι που έσφυζε από ζωή και από χαρούμενες φωνούλες, αλλά ο μισεμός κι εκείνης τη φαμίλιας για τα μαύρα ξένα κι ο καταλύτης χρόνος το ρήμαξαν και τώρα είχε φωλιάσει εκεί ο νυχτοκόρακας. Με δάκρυα στα μάτια, που ήταν και τα τελευταία που έτρεξαν από τα μάτια της, είπε, σκουπίζοντάς τα με τις σκελετωμένες παλάμες της κι ας ψυχορραγούσε:
Τι σκούζεις νυχτοκόρακα, τι κράζεις κουκουβάγια,
μη στέλνει ο χάρος μήνυμα πως θα ‘ρθει την αυγή!
Καλώς να ‘ρθει, τον καρτερώ, του ‘χω στρωμένα βάγια…
Τον καρτερεί η ψυχούλα μου, μ’ αυτός, αργεί… αργεί.
Και λέγοντας τον τελευταίο στίχο του αυτοσχέδιου τραγουδιού της, κείνη την αφέγγαρη βραδιά, ο αγλύκαντος αυτή τη φορά την λυπήθηκε κι ανοίγοντας την πόρτα του σπιτιού την πλησίασε αθόρυβα, την πήρε στα φτερά του και της έδωσε να πιει επιτέλους το ποτήρι της λύτρωσης, ενώ ο ποιητής, αναστενάζοντας, άφησε την αγαπημένη του πένα πάνω στο μικρό γραφείο του και με το εσωτερικό της παλάμης του σκούπισε δυο δάκρυα από τις βρύσες των ματιών του πριν κυλίσουν πάνω στο χαρτί της πονεμένης ιστορίας του!