Τρίτη, 17 Σεπτεμβρίου, 2024

Της ζωής εικόνες

Eμοιαζε σαν πρόσφυγας που είχε διανύσει πάρα πολλά χιλιόμετρα ξεριζωμένος από την πατρίδα του, ψάχνοντας να βρει μιαν απάνεμη γωνιά σε μια άλλη χώρα, ώστε κάποια στιγμή ν’ αρχίσει και πάλι από την αρχή να πλάθει όνειρα για μια καλύτερη ζωή.
Εικόνες που δυστυχώς σε καθημερινή βάση τις θωρούμε και η θλίψη μας πληγώνει την ψυχή. Ρακένδυτος, με εμφανή τα σημάδια της απογοήτευσης στο μελαψό πρόσωπό του.
Καθισμένος στη μιαν άκρη στο μικρό παγκάκι σε μια κεντρική πλατεία. Απευθυνόμενος δε σε κάποιον άλλο που καθότανε στην άλλη άκρη, έλεγε και χειρονομούσε εναντίον του, «δεν φθάνει που σε δέχτηκα στο παγκάκι μου, δεν φθάνει που μοιράστηκα τα πάντα μαζί σου, τώρα θέλεις να μου πάρεις και την χαρτόκουτα;» και άλλα πολλά, που δύσκολα μπορούσα να κατανοήσω ποιες ήταν οι διαφορές τους.
Δεν ήταν όμως πρόσφυγας, ήταν ένας εξαρτημένος άνθρωπος από το δηλητήριο των ναρκωτικών. Το ίδιο και ο συγκάτοικός του. Και προσπαθώντας να πάρει την χαρτόκουτα από τον άλλο, που προσπαθούσε να βάλει μέσα σ’ αυτή μια σακούλα αγνώστου περιεχομένου, παραπάτησε κι έπεσε πάνω στο κρύο μάρμαρο ανοίγοντας μια μικρή πληγή στο μέτωπό του, που αμέσως άρχισε να τρέχει αίμα. Τέλος, για μια στιγμή αγκαλιάστηκαν κι έκλαψαν πικρά, ζητώντας ο ένας από τον άλλο συγγνώμη.
Ναυαγοί και οι δύο μέσα στο πέλαος των ναρκωτικών έσμιξαν σε κείνη την απάνεμη γωνιά που τ’ ανελέητα κύματα τους απόθεσαν. Το παγκάκι ήταν το σπίτι τους και μια χαρτόκουτα. Εκεί στοίβαζαν τα όποια όνειρά τους και οι δύο. Ήταν όμως ιδιοκτησία του ενός η χαρτόκουτα, γιατί όπως φαινότανε από την συνομιλία τους ο ένας την χρησιμοποιούσε πρώτα, πριν εμφανιστεί ο δεύτερος.
Οι δύστυχοι κείνοι συνάνθρωποί μας διαπληκτίζονταν αδέξια που αν έδινε κανείς λίγη προσοχή στα όσα έλεγαν διαπίστωνε εύκολα ότι ήταν σαν ένας απλός μικρός τσακωμός δυο μικρών παιδιών διεκδικώντας ένα ασήμαντο πράγμα.
Κι ο σωτήρας τους που θα τους οδηγούσε στον κόσμο που ονειρευότανε και που εκείνος τους τον έταξε, κοιτούσε με απίστευτη ειρωνεία τα θύματά του καθισμένος στο απέναντι παγκάκι, ομορφοντυμένος, με γραβάτα πιτίδια δεμένη στο λαιμό του, σηκωμένο το γιακά του μπουφάν του, φορώντας μαύρα γυαλιά.
Oταν εκείνος έκρινε πότε έπρεπε να τους πλησιάσει, πότε ήταν η κατάλληλη στιγμή σηκώθηκε και πήγε κοντά τους. Ενα ελαφρύ χτύπημα στους ώμους τους και αυτό ήταν. Σώπασαν, κάτι τους είπε με αυστηρό ύφος και οι άμοιροι τον κοιτούσαν κατάματα όπως τα πληγωμένα ζαρκάδια ζητώντας έλεος από τον κυνηγό τους. Στη συνέχεια ο προστάτης τους έφυγε αρκετά θυμωμένος, ενώ τα θύματά του τον εκλιπαρούσαν να παραμείνει μαζί τους. Δεν μπορούσα να πλησιάσω να ακούσω το τι έλεγαν. Αμήχανοι και οι δύο, απογοητευμένοι, κάθισαν στο παγκάκι τους και κοιτώντας ο ένας τον άλλο κάτι έλεγαν μεταξύ τους.
Η διαπεραστική φωνή ενός διερχόμενου άντρα μ’ έκανε να συνέλθω κάπως από την αμηχανία μου. «Τι πουλάς σήμερα βρε παλιάνθρωπε», είπε ο νεαρός άντρας απευθυνόμενος προς τον έμπορο προφανώς, και βάζοντας το δάκτυλο του χεριού του στο στόμα του, του είπε πριν ο πρώτος απομακρυνθεί από την πλατεία «αχ και να μπορούσα να σε πιάσω να σε δικάσω εγώ βρε δολοφόνε, όπως εγώ ξέρω κι όπως σου αξίζει».
Αυτά τα λόγια είπε κι απομακρύνθηκε από την πλατεία ο ώριμος κείνος άντρας μουρμουρίζοντας εξαγριωμένος. Δεν είπα απολύτως τίποτα. Άλλωστε τι μπορούσα να πω. Δεν είχα τη δύναμη να αρθρώσω λέξη. Στη συνέχεια για αρκετή ώρα κάθισα σε ένα παγκάκι της πολυδιάβατης κείνης πλατείας σκεπτόμενος τα διάφορα δράματα που πολλές φορές συμβαίνουν στη διπλανή μας πολυκατοικία και δεν τα γνωρίζουμε.
Η γλυκύτατη όμως φωνή μιας ατιμέλητης κυρίας που μου ζητούσε βοήθεια, μ’ έκανε για δεύτερη φορά να συνέλθω και να βάλω σε κάποια σειρά και πάλι τις σκέψεις μου. Ως άνθρωπος νομίζω πως έκανα εκείνο που έπρεπε να κάνω ή τουλάχιστο εκείνο που μπορούσα να κάνω. Τέλος παίρνοντας την εφημερίδα μου στο χέρι σηκώθηκα να φύγω από τη μικρή κείνη γωνιά.
Πριν όμως δρασκελίσω το πεζοδρόμιο, γυρίζοντας πίσω δεν ξέρω γιατί, είδα τον έμπορο να εμφανίζεται και πάλι πλησιάζοντας το παγκάκι που κάθονταν οι δυο φίλοι. Σταμάτησα, δεν ξέρω γιατί, ίσως από περιέργεια. Εκείνος τους πλησίασε κάτι τους έδωσε κι έφυγε αμέριμνος, ατάραχος, σαν να μην συνέβαινε τίποτα, ενώ ένα γλυκό χαμόγελο απλώθηκε στις πονεμένες όψεις των θυμάτων του. Και με παράπονο ξεφώνησα: «έλεος πλάστη μου, τους έδωσε το δηλητήριο που τους οδηγεί στον αργό θάνατο και οι άμοιροι το δέχτηκαν με γλυκό χαμόγελο».
Τέλος πριν απομακρυνθώ τελείως από τη μικρή κείνη πλατεία προσπαθούσα να μαντέψω τι σήμαινε ο μικρός διαπληκτισμός τους και κατέληξα στο εξής συμπέρασμα. Δεν ήταν τίποτα άλλο είπα, εκτός από ένα μήνυμα που έστελναν με αυτό τον δικό τους τρόπο σε όλους εμάς: «Κοιτάξτε μας εδώ είμαστε.
Γνωρίζετε ποιος είναι ο λόγος που φθάσαμε σ’ αυτό το κατάντημα. Προσέξτε μην έρθουν κι άλλα αθώα παιδιά στη δική μας θέση», αυτό το μήνυμα έστελναν.

*συγγραφέας – ποιητής
μέλος της Παγκοσμίου Ενώσεως Ελλήνων λογοτεχνών και μέλος της Λογοτεχνικής Παρέας Χανίων


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα