Έκαψε όλο το λάδι του στο μνήμα το καντήλι
κι ολόγυρά του απλώθηκε μια γκρίζα καταχνιά.
Της μάνας, σαν το κάρβουνο καίγαν τα δυο της χείλη
κι ένιωθε ρίγος στο κορμί, στα σπλάχνα παγωνιά.
Μοιρολογούσε κι έκλαιγε κι απ’ τ’ αναφιλητά της
τα στήθια της ταράζονταν και μίλαε σιγανά,
κι απ’ την απελπισία της τράβαγε τα μαλλιά της
και στράγγισαν τα μάτια της κι απόμεναν στεγνά.
Κι άπλωσε η νύχτα η μάγισσα το μαύρο της μαγνάδι
κι ανάρια – ανάρια σκέπασε και κάμπους και βουνά.
Στο πρόσωπό της ένιωσε της σιγαλιάς το χάδι,
ενώ με φως την έλουσαν τ’ άστρα τα φωτεινά.
Κι ύστερα, πάλι γιόμισε με λάδι το καντήλι,
τ’ άναψε και τ’ αχνό του φως απλώθηκε απαλά.
Κι είπε γλυκά μια προσευχή με της ψυχής τα χείλη
και πριν να φύγει το σταυρό σκύβει και τον φιλά.
Και πάλι παίρνει το στρατί στο σπίτι να γυρίσει
κι άκουσε σαν να της έλεγε θλιμμένα η κουκουβάγια:
«μαύρο σημάδι ο αγλύκαντος αφήνει όπου χτυπήσει,
μα όσο υπάρχει η θάλασσα θα γίνονται ναυάγια».
Μι’ άλλη φωνούλα μυστική της έλεγε σιγαλά:
«όσα κι αν χύσεις δάκρυα στ’ αραχνιασμένο μνήμα
δεν ανασταίνονται οι νεκροί» και μες στη σιγαλιά
βάδιζε αναστενάζοντας σκυφτή μ’ αργό το βήμα.