Το γκρίζο αγαλµατίδιο των οκτώ χρόνων είχε πέσει από πάτωµα και είχε σπάσει. Ένα από τα άυλα αντικείµενα ζωής, αδειάζοντας όλο το άπειρο χάµαι, τον χώρο του σπιτιού και του εαυτού του. Οι τοίχοι, κατάλευκοι κάποτε, έρρεαν προς το φαιό, το χρώµα της µοναξιάς και του θρήνου, βλασταίνοντας ψηλά, στο ταβάνι και στις γωνίες, η µούχλα. Έξω οι πέτρες είχαν γεµίσει οπές, ψηφίδες, χώµα και βρύα.
Η σκεπή έσπασε σιγά- σιγά, πέφτοντας µε τον άνεµο, τα κεραµίδια.
Ο οχτάχρονος αποχωρισµός, η µετανάστευση, η απουσία, τον είχαν τσακίσει.
Αργά, ρυθµικά, σε σπειροειδή πορεία, οι κινήσεις του µειώνονταν, οι λέξεις και η επικοινωνία. Κλείστηκε στον εαυτό του προσκυνώντας τις αναµνήσεις του, µετατρέποντας τα σπαρµένα τους, θεµελιωµένα υλικά σε ψυχικό ξωκλήσι, ανάβοντας µερικά κεριά συχνά, µε τις φλόγες των δακρύων του.
Όταν τον πλησίαζε κάποιος νέος, αγαπηµένος, βούρκωναν τα φεγγάρια των µατιών του, σαν καντηλέρια αναµµένα µε λάδι, κάρβουνο και λιβάνι. Τίποτε άλλο δεν µιλούσε στην ψυχή του. Ακόµα κι αυτός που θα του λεγε κάτι, λες και άξαφνα µαγευόταν, γινόταν κωφάλαλος.
Και ξάφνου, ένα καλοκαιρινό πρωινό, ο ουρανός γέµισε τούφες σύννεφα. Ένα µάτσο δαντέλες, πλεγµένες µε οµίχλη, νερό και το απροσδόκητο.
Το νέο που έλαβε ήταν συνταρακτικό. Μετά από οκτώ ολόκληρα χρόνια, προσεκτικά, διστακτικά, ήρεµα, η καλή του επέστρεφε.
Την προηγούµενη βραδιά είχε δει ένα όνειρο: ο διάδροµος του σπιτιού του είχε µετατραπεί σε ποτάµι που ολοένα και περισσότερο ανέβαινε η πρασινογάλαζη στάθµη του και κωπηλατούσε και χαλίκια και πέτρες, χώµα και αγριόχορτα, σπόρους ελιάς και αγγέλαµους, προς την άλλη πλευρά του χωριού.
Τα πεζούλια του σπιτιού, δίπλα στον δρόµο, ανυψώθηκαν ξάφνου, µε ιτιές, καλάµια, ρείκια και ο κήπος, κορεσµένος από το νερό, πληµµύρισε επιπλέον, νούφαρα, φύκια, λιβελούλες, πυγολαµπίδες, χρυσόψαρα και βράχια, φτέρες και κλαδιά ιτιάς.
Ξύπνησε από µίαν έντονη αχτίδα φωτός, σάµπως κάποιος να τράβαγε φωτογραφία. Ανασηκώθηκε, καθώς άνοιγαν και οι γρίλιες των παραθύρων και είδε µπροστά του µιαν απέραντη πάχνη µε δύο σελίδες χάρτινου φωτός, σαν ανοιγµένο το Ιερό Ευαγγέλιο, στο αναλόγιο του Ναού της Αγάπης.
Χαµογέλασε. Το µέτωπο του ανασηκώθηκε, σαν ορίζοντας µε την αυγή, προβάλλοντας την εικόνα ενός βουνού µε δύο χαράδρες και λευκές φτερούγες φωτός.
Τα µάτια του φάνταζαν ανόµοια, ανισοµεγέθη πλοιάρια, κυµατίζοντας προς τον χρόνο αναµονής και συνάντησης. Η καρδιά του χτυπούσε ακανόνιστα, σαν ταµπούρλο σε χωράφια µακρινά. Οι φλέβες στο δέρµα του έµοιαζαν πυκνές περικοκλάδες και το στόµα, σαν ένα τεράστιο σπήλαιο του ακαθόριστου και αναπάντεχου.
Η σάρκα του, το πνεύµα και το αίµα έβαψαν επάνω στο χρώµα της ώχρας µε τη θέρµη, το χρώµα της αναστηµένης λήθης.
Πόσο γρήγορα είχαν περάσει τα οχτώ χρόνια, όταν η καλή του έφυγε από το σπίτι, δίχως αποχαιρετισµό, δίχως ένα φιλί, δίχως τα κάρβουνα του έρωτα. Όλα είχαν αλλάξει πια.
Άνοιξε στα σύρµατα του µυαλού του τα λευκώµατα µε τις φωτογραφίες του γάµου, των µικρών ταξιδιών, της χαράς, της ευλογίας και του πόθου, του πάθους, της νοσταλγίας!
Η ∆ήµητρα και ο Μιλτιάδης είχαν παντρευτεί µε προξενιό. Εξάλλου, εκείνα τα χρόνια, ο έρωτας ήτανε µάλλον κάτι πρόστυχο, από το ν’ ακολουθήσεις τον κανόνα του αργόσυρτου στη γνωριµία και πορεία ίσαµε την ολοκλήρωση του γάµου, την εγκυµοσύνη και τον τοκετό.
Οι οικογένειες τους ήταν εντελώς διαφορετικές οικονοµικά, ταξικά, κοινωνικά, πολιτικά.
Η ∆ήµητρα έµοιαζε µε κοπέλα από την Ιρλανδία: κοκκινόξανθη µε µάτια γατίσια, δέρµα λευκό και ευαίσθητο, φακίδες. Με χαρακτήρα σεµνό, υποταγµένο στην ηθική, στις αρχές της και στις εντολές των γονιών της. Ευαίσθητη, µε καλλιτεχνική φλέβα, να πλέκει µανιωδώς, να κεντά, να µαγειρεύει και να καθαρίζει. Φιλόξενη και γενναιόδωρη. Σταδιακά, ξεκίνησε να στολίζει τον εαυτό της µε όµορφα ρούχα, µετάξι, κοσµήµατα και, πάντοτε, µε τον χριστιανικό σταυρό.
Ο Μιλτιάδης είχε ιδιόρρυθµο χαρακτήρα. Τη µία, άκρως σοβαρός, σιωπηλός, άρχοντας. Και την άλλη, όταν έπινε, γινόταν πλακατζής, γελαστός, σκαρώνοντας κάποτε, ιδιαίτερα αστεία. Αγρότης, κυνηγός, ψαράς, µπόλιαζε, φύτευε σε ξένα χωράφια και κήπους, µε εξαιρετικές φιλίες, που χάθηκαν νωρίς. Όχι λόγω διαφωνίας και τσακωµού. Λόγω θανάτων.
Και ορφανός, από οχτώ χρόνων, στην Κατοχή, που ο πατέρας του πέθανε, αφήνοντας πίσω του έντεκα παιδιά µε τη µάνα τους. ∆ύσκολα χρόνια.
Ήταν από µικρό παιδί λάτρης των βουνών και των λόφων, των φαραγγιών και της ερηµοκλησιάς. Η θάλασσα δεν τον µαγνήτιζε. Η γη µονάχα. Το φεγγάρι για να µαντέψει τον καιρό, τα φίδια, τα άλογα και τα γαϊδούρια, τα σκυλιά, οι λαγοί, οι πέρδικες. Και οι ιστορίες της Γερµανικής Κυριαρχίας, ειδικά η απαγωγή του Στρατηγού Κράιπε.
Και τώρα, χρόνια µετά… Ο πόνος και η λύπη τον συνόδευαν πάντα, ακόµη και στο τραπέζι, την ώρα του φαγητού, επιδιώκοντας, απαιτώντας, άκρα ησυχία.
Στο µπαλκόνι, η µατιά του έτρεχε στον κήπο, να βρει ένα µάραθο, µία ρίγανη, ένα κλωνάρι δεντρολίβανο, φασκόµηλο, κληµατόφυλλα, ένα σπαράγγι, µία καυκαλήθρα, να δει και ν’ ακούσει ένα κοράκι, ένα σπουργίτι, έναν κότσυφα…
Κοιτάζοντας µιάν ηµέρα έξω από το δεξιό παράθυρο στη γωνία της τραπεζαρίας, ένας τσαλαπετεινός είχε καθίσει στην καγκελόπορτα του σπιτιού του στον δρόµο, υψώνοντας το καστανοκόκκινο κεφάλι του µε το λοφίο- βεντάλια. Το θεώρησε µήνυµα αισιόδοξο και ενέταξε τον εαυτό του σε κατάσταση αναµονής, δίχως λόγια, δίχως περιττές και υπερβολικές, ακραίες κινήσεις.
Πλησίαζε ο χρόνος. Σε σηµείο να µην ξεχωρίζει το όνειρο, την οπτασία, από την πραγµατικότητα. Η ψυχή του δακρύζει περισσότερο από το βλέµµα. Ώσπου η πόρτα άνοιξε.
Τώρα, το σπίτι του ήταν διαφορετικό. Το είχαν βάψει και ήταν κατάλευκο, ερχόταν κόσµος να τον δει, να του µιλήσει, του τηλεφωνούσαν συχνά…
Αλλά οι παλιοί του φίλοι είχαν αποµακρυνθεί από τότε που η αγαπηµένη του γυναίκα τον είχε εγκαταλείψει.
Και να, που η µέρα η σηµαδιακή, έφτασε. Το ξηµέρωµα ήταν πύρινο, µε τον ορίζοντα γεµάτο µενεξέδες και τα τζιτζίκια να συρίζουν στο έπακρο, τριγύρω στον κήπο.
∆ίψαγε. Ένιωθε αποκαµωµένος, µε την άµµο ολάκερη, πεσµένη στο πάτωµα της κλεψύδρας του χωροχρόνου.
Προσευχήθηκε κρυφά: «Θε µου, συγχώρα µε…»
Το στόµα του ήταν πικρό, ξεραµένο, έτρεµε… Απέναντι, η εικόνα της Παναγίας τον κοίταζε παράξενα. Σα να ‘χε ζωντανέψει και ν’ απαιτούσε, µε τόσο έντονο, ενδοσκοπικό βλέµµα, να απολογηθεί, υπό µορφήν θρησκευτικής εξοµολόγησης, για όλο το προηγούµενο κεφάλαιο ζωής.
Τα µάτια του έγιναν καταρράκτες. Ίσαµε τότε, ποτέ, δεν είχε ξανακλάψει µε τέτοιο τρόπο. Ούτε στον πόλεµο ούτε όταν έχασε τον πατέρα του και τη µάνα. Το πιο πιθανό, ότι οι αισθήσεις του δούλευαν στο ακροτελεύτιο σηµείο, σαν, η νοσταλγία µαζί µε την αναµονή επιστροφής της γυναίκας του, να γίνηκαν ενιαίος µοχλός και να λειτούργησαν, ξεµπλοκάροντας την καστρόπορτα του εσώψυχα και παραδίδοντας τον στο δουλοπάζαρο του εξουσιαστή, εξωτερικού ψεύτικου κόσµου των ανθρώπων. Το σύµπαν ήταν ακόµη αόρατο, µε τον Πατέρα Θεό, για να του δώσει κουράγιο… Η δειλία του είχε αυξηθεί και λάµβανε τώρα, τη µορφή πολλαπλών νεφών, σκουρόγκριζων και µαυριδερών µέσα στο κατακαλόκαιρο, καλύπτοντας το πρόσωπό του µε λευκό βαµβάκι, παύοντας να βλέπει και το παραµικρό…
Η φωνή του χαµήλωσε. Βύθισε τον ήχο της στις πλάκες του πατώµατος και το αίµα του κροτάλιζε σε χιλιάδες µαυροντυµένα άνθη, µπουµπούκια νωπά, έτοιµα να ξεδιπλώσουν και να φωτοσκιάσουν την ατµόσφαιρα του δωµατίου µε παπαρούνες θανάτου της παλιάς του ζωής.
Ανοιγόκλεισε καµπανοχτυπώντας τα χείλη, ναυαγώντας στον βυθό του πόνου, του πυρός, του πένθους.
∆εν βγήκε ούτε µία άχνα. Ίσα- ίσα, ένα τελευταίο βογκητό, ένας αναστεναγµός, στην προσπάθεια ανάσας, ο βρόγχος του θανάτου. Ο Μιλτιάδης έπνεε τα λοίσθια.
Για µια ελάχιστη υγρασία του χρόνου, ήταν ανάµεσα στον εφιάλτη και την πραγµατικότητα.
Το δωµάτιο στο οποίο βρισκόταν, δεν ήταν του σπιτιού του. Ήταν δωµάτιο νοσοκοµείου. Το ένστικτο του τον έσπρωχνε στη σκέψη πως η γυναίκα του θα ξαναγύριζε.
Όχι. Ποτέ. Η γυναίκα του είχε πεθάνει πριν από οχτώ χρόνια.
Έτσι, λίγο µετά, την επόµενη µέρα, είχαν ανοίξει τον οικογενειακό τάφο. Εκείνος λοιπόν, θα πήγαινε να την ανταµώσει, µέσω νεκρικής συνοδείας, ποµπής. Όχι εκείνη, αυτόν.
Και τα οστά της γυναίκας, τα είχαν βουτήξει σ’ ένα κουτί, στο προσκεφάλι του τάφου, σκεπάζοντας το οι εργάτες της εκκλησίας, µε ένα άσπρο πανί.
Ανοίγοντας το φέρετρο, το κεφάλι του ακούµπησε στο πλάι της νεκρής, στ’ αριστερά της.
Χρόνια µετά, η γυναίκα και ο άντρας ξαναντάµωναν, µετά τον θάνατο της ζωής, στη ζωή του θανάτου.
Μέσα εκεί, στο ορθογώνιο κατώφλι του Άδη, σκεπασµένο καλά, κλεισµένο και ασφαλισµένο, πάνω από το χώµα, έξω από την πέτρα, µε λιγοστά χαλίκια, ένα είδος βάραθρου, σε µασκαρεµένη µορφή καταπακτής, µε τα αόρατα σκαλοπάτια, που σε κατηφορίζουν στα Τάρταρα.
Η µνήµη κάποιου, εξόριστου συγγενή, διαγραφέντος, παρείσακτου, απόµακρου, πισωγύρισε προς την ύστατη φράση του Μιλτιάδη, στην ταφή της συζύγου του:
– Αφήστε της ένα µικρό παράθυρο, ν΄ αναπνέει!
Όταν το µάρµαρο κλείδωσε το µνήµα, το όνειρο επέστρεψε πίσω στο σύµπαν και η πραγµατικότητα, πίσω από τα αδειανά παράθυρα και τα δωµάτια του µουχλιασµένου σπιτιού του.
Τρεις γκρίζες γραµµές αχνοφάνηκαν µε το σούρουπο, στον ορίζοντα. Οι γραµµές των µατιών του δίχως βλέφαρα, µε το φερµουάρ τους εντελώς κλειστό και η τέλεια περισπωµένη του στόµατος του, στην ώχρα του προσώπου του ουρανού, ενώ ο διάδροµος του σπιτιού είχε αδειάσει από τα ύδατα κι έµοιαζε µε σαρκοφάγο.
Απέµενε το πρώτο, ηλικιωµένο τους τέκνο, αποχαιρετώντας τους ξανά, µε την ίδια φράση:
– Πατέρα, µητέρα, καλή µας αντάµωση! Καιρός να ετοιµαστώ και να βυθίσω το όνειρο και στη ζωή του θανάτου.
Ήταν ο επίλογος ενός ερωτικού συναισθήµατος που δεν γεννιέται ποτέ, όσο ζει ένα αγαπηµένο σου πρόσωπο. Παρά µονάχα, στο άδειασµα της κλεψύδρας, στην απώλεια της γνήσιας εικόνας του προσώπου και στο κλείδωµα της ταφόπετρας.
Ο θάνατος κι ο σπαραγµός γεννούν τον έρωτα, το έντονο και ακραίο, θεϊκό συναίσθηµα. Αυτό δεν είναι το ρεαλιστικό στοιχείο ζωής; Καθώς η ζωή είναι το ξόδι του θανάτου…
Ένας απλός παλµός.
Στέλλα Καντεράκη
Τα Χανιώτικα Νέα συμμετέχουν στην Πρωτοβουλία Journalism Trust Initiative (JTI) των Δημοσιογράφων Χωρίς Σύνορα, έχοντας συμπληρώσει και δημοσιεύσει την Αναφορά Διαφάνειας. Η Πρωτοβουλία JTI είναι ένα διεθνές πρότυπο για την και έχει ως στόχο την αποκατάσταση της εμπιστοσύνης του κοινού στα ΜΜΕ μέσω της ανάδειξης και προώθησης της αξιόπιστης δημοσιογραφίας,
Συμμετέχοντας στην πρωτοβουλία αυτή, αναλαμβάνουμε την ευθύνη να συμβάλλουμε στην καταπολέμηση της παραπληροφόρησης και να προάγουμε την αξιοπιστία και την ηθική στη δημοσιογραφία. Με αυτόν τον τρόπο, στηρίζουμε τις βασικές αρχές της ελευθερίας του τύπου και της δημοκρατίας, προσφέροντας στους πολίτες έναν αξιόπιστο πυλώνα πληροφόρησης.