«Ουδείς γιγνώσκει τι μετ’ αύριον ή τι μεθ’ ώραν…»
Φωκυλίδης, ~5ος αιών π.Χ., Αρχαίος Έλληνας ποιητής από τη Μίλητο
…Σαν ρόδισε η αυγή η ηλιοθώρητη και χάθηκε ο Μορφέας, κίνησε με ζάλο αργό ο γέρος με την κατάλευκη κόμη απ’ τις χρονοκαταιγίδες που τον βρήκαν στο διάβα του, και με το κυρτωμένο του κορμί να στηρίζεται σε ροζιασμένο ραβδί. Κίνησε για τον καθημερινό του πρωινό περίπατο ακολουθώντας πιστά τη συμβουλή του θεράποντος καρδιολόγου του, μιας και η γέρικη καρδιά είχε αρχίσει να κουράζεται κι εκείνη απ’ το αδιάκοπο όσο και πολύχρονο σφυροκόπημά της στο στήθος του. Συνήθεια που ακολουθούσε πιστά ο γέρος τα τελευταία χρόνια με προτίμηση τις πρώτες πρωινές ώρες, και πριν το φλογερό άρμα του θεού ήλιου μεσουρανήσει…Περπατούσε όσο πιο γοργά του επίτρεπαν τα γέρικα ποδάρια, ασθμαίνοντας ελαφρά…
…Στο διάσελο της Ανατολής έκαναν την εμφάνισή τους οι πρώτες ηλιαχτίδες, και σε λίγα λεπτά φάνηκε ολάκερος ο ολόχρυσος ηλιακός δίσκος, που άπλωσε το ζωοδότο χάδι του στη φύση γύρωθε. Χάρηκε ο γέρος…Σταμάτησε…
`Αρχισε να μουρμουράει, σε μια καθημερινή του συνήθεια, χρόνια τώρα…
Τον άκουγε η σιγαλιά γύρωθε, καθώς έλεγε:
-«Ξημέρωσε και σήμερα…Δοξάζω Σε, Κύριε…Το χθες, το ζήσαμε…Φτάσαμε στο σήμερα…Αύριο όμως; Θα το φτάσω Κύριε;»
Σταμάτησε…Σταυροκοπήθηκε, στράφηκε κατά την Ανατολή και άρχισε να μουρμουράει σιγανά ένα μικρό ποίημά του, μια αυτοσχέδια –λες- προσευχή για τούτο που βίωνε, και που ό ίδιος είχε ονοματίσει “Υμνος στο Σήμερα” και που επαναλάμβανε αδιαλείπτως κάθε πρωί σε τέτοιες στιγμές, στην καθημερινή περιπλάνησή του. `Εσπασε με το μουρμουρητό του την απόλυτη σιγαλιά, καθώς έλεγε:
“Καλωσορίζω σε καινούρια μέρα
κι ευχαριστώ Σε που μπορώ και ανασαίνω.
Δικός μου ο ήλιος, δική μου η θάλασσα,
δικά μου τα βουνά κ’οι κάμποι,
δική μου η πλάση όλη,
γιατί υπάρχω.
Kαθώς δεν ξέρω
αν είναι τούτη η στερνή μου μέρα
παρακαλώ Σε, να το μπορώ να πω και αύριο
τα ίδια λόγια…Αμήν…”
Σταυροκοπήθηκε ξανά και πήρε το δρόμο της επιστροφής, εμφανώς ανακουφισμένος…