Ανήμερα της παρουσίας του υπουργού Δικαιοσύνης στα Χανιά, η πόλη μας έζησε μία από τις γνώστες, εξοργιστικές και ταυτόχρονα τραγελαφικές ιστορίες που αφορούν τα τροχαία.
Εμπλεκόμενος οδηγός, εγκαταλείπει έναν νεκρό ποδηλάτη και παραμένει “άφαντος” μέχρι να παρέλθει το αυτόφωρο.
Η τοπική αστυνομία, έχοντας καταγράψει πολλές και σημαντικές επιτυχίες στο ενεργητικό της, αδυνατεί(;) να εντοπίσει έναν άνθρωπο σε μια επαρχιακή πόλη, έχοντας στη διάθεσή της μαρτυρίες, προφανώς και στοιχεία από κάμερες.
Ο οδηγός λοιπόν, γλύτωσε την… ψυχοφθόρα διαδικασία του αυτόφωρου. Οι συγγενείς όμως του θύματος καταδικάστηκαν ήδη. Από την πρώτη στιγμή που χτύπησε το τηλέφωνό τους και ενημερώθηκαν για τον θάνατο του ανθρώπου τους. Καταδικάστηκαν σε ένα αιώνιο «γιατί;». Γιατί να χαθεί ο άνθρωπός τους τόσο άδικα, γιατί να μη γυρίσει σπίτι του, γιατί να μην μπορούν να τον ξαναδούν, να ακούσουν τη φωνή του, να τον αγκαλιάσουν. Καταδικάστηκαν επίσης σε μια πολυετή δικαστική διαμάχη, σε ένα μαραθώνιο αναβολών, μέσω του οποίου θα ζουν ξανά και ξανά την τραγωδία που χτύπησε την πόρτα του σπιτιού τους.
Αλλωστε, στην Ελλάδα του παραλογισμού, αν ένας εμπλεκόμενος σε τροχαίο κριθεί ένοχος, το πιθανότερο είναι να συνεχίσει να κυκλοφορεί ελεύθερος, καθώς λόγω νομοθεσίας θα του καταλογιστεί «αμέλεια». Λες και ξέχασε το θερμοσίφωνο ανοιχτό ή δεν κλείδωσε την εξώπορτα… Αυτή είναι «αμέλεια».
Καθημερινά όμως, στα Χανιά και σε όλη την Ελλάδα, βλέπουμε οδηγούς να «αμελούν» να τηρήσουν τα όρια ταχύτητας, να «αμελούν» να τηρούν γενικότερα τον Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας, να «αμελούν» να σέβονται την ανθρώπινη ζωή.
Ας είναι η αφορμή αυτός ο θάνατος ώστε ο υπουργός Δικαιοσύνης να ξεκινήσει τις διαδικασίες για αυστηροποίηση των ποινών σε υπαίτιους τροχαίων ατυχημάτων και δυστυχημάτων. Τα θύματα δεν θα γυρίσουν ποτέ πίσω. Επιβάλλεται όμως να αποδίδεται δικαιοσύνη στη μνήμη τους.