Μέρα και νύκτα σκέπτομαι τα όσα έχω περάσει και τα όσα έχουν δει τα μάτια μου τα χρόνια της κατοχής από μικρό κοπέλι που ήμουνα και δεν φεύγουν ακόμα από μέσα μου και βάζω ένα βαρύ φορτίο στην σκέψη μου που με κουράζει και δεν μπορώ να το ξεφορτωθώ για να ελαφρώσει το κορμί μου.
Aυτά τα λόγια μας είπε ο κύριος Λευτέρης αγρότης στο επάγγελμα, 94 ετών σήμερα και όταν περνούσαμε προ ημερών τον είδαμε να κάθεται κάτω από την κρεβατίνα του σπιτιού του, που είναι σε γνωστό προάστιο της πόλης μας που κατοικεί τώρα και πάλι είπε: τα χρόνια είναι πολλά που τα σηκώνω στην πλάτη μου και ακόμα μου πληγώνουν το σώμα χωρίς να υπάρχει κανένα φάρμακο να μου τα θεραπεύσει. Αλλά δεν είναι μόνο αυτή η πληγή είναι και αυτή που έχω στον αριστερό ώμο που μου έχει αφήσει το στειλιάρι της σκαλίδας όταν την έβαζα και πήγαινα μεροκάματο να σκάβω τα αμπέλια αυτών που είχανε πολλά. Τις ημέρες αυτές έπρεπε να σηκωθώ πολύ πρωί να αρμέξω πρώτα τις μαρτάρες μας «κατσίκες – προβατίνες» και να τις πάω στο χωράφι μας για να βόσκουν μέχρι να γυρίσω. Μετά έτρωγα καλά συνήθως ξινόχοντρο και έπινα μια κούπα κρασί για να έχω δύναμη στην δουλειά. Λέγανε τότε: το νηστικό αρκούδι δεν χορεύει. Και αναχωρούσα με το βουργιάλι στην πλάτη που είχε μέσα το μεσημεριανό φαγητό και νερό και με την σκαλίδα στον αριστερό ώμο. Αν ήτανε μακριά το αμπέλι πήγαινα με τον γάιδαρο μας και τον έδενα εκεί κοντά να βόσκει. Όταν έφευγα έβαζα στο σομάρι του χόρτα και κλίματα του αμπελιού για να τρώει το βράδυ στον σταύλο του.
Την παλιά εποχή η διαβίωση ήτανε πολύ δύσκολη και αναγκαζότανε οι άνθρωποι να εργάζονται εντατικά στα δικά τους χωράφια για να μπορούν να διατηρηθούν στην ζωή. Ορισμένοι που είχανε περισσότερη οικονομική ανάγκη ή θέλανε να αυξήσου τα οικονομικά τους για καλύτερη πρόοδο δείχνανε προθυμία για δουλειά και πηγαίνανε να εργαστούν εκεί όπου είχανε ανάγκη. Οφείλανε όμως να ξυπνήσουν πρωί για να είναι εκεί την ώρα που άρχιζαν να εργαστούν μέχρι το απόγεμα που τελείωναν για να πάρουν ολόκληρο το μεροκάματο. Όταν αργούσανε πολλές ώρες δεν ήτανε δεκτοί στην εργασία και την άλλη ημέρα πηγαίνανε άλλοι να το πάρουν. Γι’ αυτό τότε λέγανε την παροιμία ότι: το αγώγι «μεροκάματο» ξυπνάει τον αγωγιάτη «μεροκαματιάρη» και την εκτελούσανε όλοι τους αλλιώς η πείνα τους περίμενε προπάντων την γερμανική κατοχή που λέγανε: το ψωμί –ψωμάκι και δεν το είχανε.
Θυμάμαι πρόσθεσε ο κύριος Λευτέρης ότι το 1947-48 από τα χωριά Καπεδιανά και Ρουσσοσπίτι τους μήνες Οκτώβριο – Νοέμβριο ξεκινούσανε κάθε μέρα το πρωί πάνω από 15 εργάτες με το βουργιάλι στην πλάτη και με την σκαλίδα στον ώμο τους για να πάνε να ξελακίσουν τα αμπέλια γνωστού μεγάλου κτηματία για να βάλουνε την κοπριά για λίπανση. Το ίδιο κάνανε την άνοιξη για να το σκάψουνε και τον Αύγουστο – Σεπτέμβριο να το τρυγήσουν. Όταν τελειώνανε αυτές και άλλες δικές τους εργασίες πηγαίνανε τα παπούτσια τους στον τσαγκάρη να τους αλλάξει τις σόλες που είχανε φαγωθεί ή τρυπήσει. Το ίδιο γινότανε και με τις σκαλίδες τους κάθε δύο χρόνια για επισκευή, τα δε στυλιάρια τους είχε ο καθένας άλλο έτοιμο από άγρια δέντρα να το αλλάξει.
Εγώ είπε πήγαινα στο ίδιο αμπέλι σαν 10 χρόνια συνέχεια και μου είχε εμπιστοσύνη το αφεντικό γι’ αυτό με έκανε επιστάτη να προσέχω τους εργάτες, την δουλειά του αμπελιού και να γράφω τα μεροκάματα όλων για να πληρωθούν όταν θα τελείωνε το σκάψιμο μέχρι και τον τρύγο. Εμένα μου έδινε περισσότερο μεροκάματο από τους άλλους.
Μετά από χρόνια που βγήκανε τα σκαφτικά μηχανάκια και τα λιπάσματα εμείς σταματήσαμε με τις σκαλίδες γιατί βάζανε αυτούς που είχανε αυτό το εργαλείο. Σήμερα η σκαλίδα που έχουμε φάει πολύ ψωμί την κατοχή από αυτήν είναι άγνωστη για τους νέους αγρότες αλλά εμείς την έχουμε ακόμα στα σπίτια μας και την καμαρώνουμε στο χαλί που βρίσκεται μαζί με το στυλιάρι της. Ακόμα ότι εμείς πηγαίναμε για το μεροκάματο με τα πόδια ενώ οι σημερινοί πάνε με το αυτοκίνητο. Όλα τα δικά μας μέσα ανήκουν στο παρελθόν τους. Επίσης την γερμανική κατοχή που ήτανε η μεγάλη πείνα είχα δει την μάνα μου να προσεύχεται στον Άγιο του χωριού μας να βρεθούν κι άλλα μεροκάματα στον πατέρα μου για να μας πάρει παπούτσια και ρούχα που ήτανε παλιά και σχισμένα.
Τελειώνοντας είπε ότι η παροιμία σήμερα εφαρμόζεται πιο αυστηρά σε όλες τις εργασίες γιατί την άλλη ημέρα την θέση της θα την πάρει άλλος που περιμένει έτοιμος από την οικονομική ανάγκη που έχει. Και μια συμβουλή θα δώσω προς τους νέους μας: το πρωί να ασχολούνται με την εργασία που εκτελούν και το απόγευμα να πηγαίνουν στα χωράφια που τους έχουν αφήσει οι προγονοί τους και να φυτεύουν όλα τα κηπευτικά που τα έχουν ανάγκη αν θέλουν να προοδεύσουν και να κάνουν καλό κουμάντο στα οικονομικά τους. Του γέρου τις συμβουλές ακούσετε – και θα σας χρειαστούνε – πάντα στις δύσκολες στιγμές μπροστά σας θα βρεθούνε.
*Ο Γιάννης Τσακπίνης συνταγματάρχης (Π.Β.) ε.α.