Μαδάρες με τ’ αγρίμια σας
και με τη Σαμαριά σας
οχτρός δε σας επάτησε τα άγια χώματά σας.
Ο Κρητικός με τ’ άρματα
και τω βουνώ τ’ αγρίμι
λεβέντες απροσκύνητοι τση Κρήτης τα θεριά,
τάξε πως εγινήκασι από την ίδια ζύμη
ένα Θεό ονομάζουνε πάντα τη λεφτεριά.
Γι’ αυτό το θαυμαστό ζώο της Κρήτης φυσικά τον πρώτο λόγο στην περιγραφή του και ό,τι αφορά την ζωολογική του υπόσταση έχουν οι ειδικοί επιστήμονες.
Αυτές τις “γνωματεύσεις” καταχώρησε στο μοναδικό πλήρες βιβλίο που έχει εκδοθεί ως τώρα (Χανιά 2001). Υπάρχουν όμως αμέτρητες ιστορίες, παραδόσεις, θρύλοι αλλά και βασικά περιστατικά της ζωής του που τα γνωρίζουν μόνο οι άνθρωποι που τα είχαν μια ζωή σχεδόν δίπλα τους και αυτοί κυρίως της Σαμαριάς. Επίσης είναι ίσως μοναδικό , μετά τον ταύρο, ζώο που λατρεύτηκε και απεικονίστηκε τόσο πολύ στα προχριστιανικά χρόνια. Στο βιβλίο μου καταχωρώ 45 φωτογραφίες από παραστάσεις σε αγγεία, πλάκες, σφραγιδόλιθους κλπ., όπως και σχεδόν διακόσιες βιβλιογραφικές αναφορές.
Γι’ αυτό το κείμενο αφορμή έλαβα από το δημοσίευμα του Γιώργου Κώνστα στα “Χ.Ν.” της 22ας Απριλίου τρεχ. έτους.
Αν και, σαν μη ειδικός φυσικά, δεν έχω διαβάσει απόψεις των τελευταίων χρόνων για την ταύτιση της κοινής κατσίκας με το αγρίμι, τουλάχιστον οι παλαιότεροι έγκυροι ερευνητές δεν είχαν αυτή την άποψη. Τώρα όμως με την θαυμαστή επιστημονική εργασία για την γενετική ταυτοποίηση του αίγαγρού μας, και την διαπίστωση για μια ακόμη φορά, των κινδύνων “υβριδισμού”, όπως για πρώτη φορά αναφέρεται με τον όρο αυτό η νόθευση του είδους, θα υπάρξει μια οριστική και απόλυτα έγκυρη διαπίστωση.
Μια ακόμη νόθευση, αλλά στο όνομα είναι ότι μερικές φορές δεν αναφέρεται σαν το Αγρίμι της Κρήτης αλλά σαν Κρι – Κρι ονομασία που αφορούσε μόνο ένα ζώο και είναι άλλη ιστορία.
Δεν γνωρίζω με ποιο τρόπο οι παλαιότεροι ερευνητές διαπίστωναν την γνησιότητα ή μη των αγριμιών αφού αυτά στα Θοδωρού τα είχε χαρακτηρίσει ο Husband γνήσια, ενώ τα άλλα στην Ντία όλα σχεδόν νόθα.
Πάντως οι άνθρωποι του φαραγγιού και ακόμα στο Κουστογέρακο Σελίνου υπαγόταν σε αυτούς που σε κεφάλαιο του βιβλίου μου για τα Μιτάτα είχα χαρακτηρίσει ότι φοίτησαν στο Πανεπιστήμιο της Μαδάρας. Ξεχώριζαν ακόμη και από μακριά τα γνήσια από τα μπάσταρδα όπως τα έλεγαν, και ακόμη πολλά άλλα χαρακτηριστικά των, θυμάμαι τον αλησμόνητο Σταύρο Βίγλη, πριν 50 χρόνια, όταν βρισκόμαστε σε ένα γκρεμνό του φαραγγιού να χαμογελά και να μου δείχνει στ’ απέναντι γκρεμνά αγρίμια λέγοντας: Είναι ένα θηλυκό με ένα αγριμάκι φετινό και ένα περυσινό. Εγώ ούτε με τα κιάλια δεν τα εντόπισα!!
Αρκετοί, κυρίως περιηγητές, ασχολήθηκαν με το αγρίμι της Κρήτης και ιδίως από το 1938 μέχρι και το 1913 αυτοί ήταν περισσότεροι από δεκαπέντε. Ο Lorenz κάνει ειδική μελέτη για τον Κρητικό αίγαγρο και τα αγριοκάτσικα της Ελλάδος.
Σε τρία ταξίδια του (1958, 1960, 1961) ο dr Thomas Schultze Westrum, του ζωολογικού Ινστιτούτου του Πανεπιστημίου του Μονάχου, συλλέγει στοιχεία για τον αίγαγρο και δημοσιεύει σε γερμανικό επιστημονικό περιοδικό σχετική ανακοίνωση- εργασία του. Οι μελέτες του για τον αίγαγρο συνεχιζόταν για αρκετά χρόνια.
Ο Άγγλος Farmar είχε επανειλημμένως προβεί σε έρευνες για τον αίγαγρο της Κρήτης και είχε δημοσιεύσει σχετικά. Στη Λασιθιώτικη εφημερίδα «Ανατολή» της 6/1/1953 δημοσιεύθηκε η είδηση ότι στον αγγλικό Τύπο καταχωρήθηκε έκθεση του Farmar, Άγγλου ειδικού ζωολόγου, σαν απεσταλμένου του Συνδέσμου Αμερικανών και Βρετανών ζωόφιλων την οποία υπέβαλε στην εταιρία προστασίας των ζώων στο Λονδίνο, για τον κίνδυνο να εξαλειφθεί το γένος των κρητικών αγριμιών από το οποίο έχουν απομείνει μόνο εκατό ζώα σε ολόκληρη την Κρήτη.
«Ο Farmar ερεύνησε την όλη περιοχή των Λευκών Ορέων, μαζί με τον Major Fielding -ο οποίος γνώριζε καλά την περιοχή από τον πόλεμο- και έναν τοπικό κυνηγό, αλλά δεν μπόρεσε να αντικρίσει ούτε ένα αγρίμι (Farmar, 1952). Τελικά το ταξίδι του αυτό δεν είχε κανένα σημαντικό αποτέλεσμα».
Εξέχουσα θέση στους ερευνητές του αγριμιού της μεταπολεμικής περιόδου κρατεί ο Αμερικανός καθηγητής T. Husband. Απ’ ότι πληροφορήθηκα είχε έλθει για πρώτη φορά το 1983-84 για να μελετήσει το είδος του Κρητικού Αίγαγρου και τη ζωή του, κυρίως στη νησίδα Θοδωρού.
Το 1997 ήλθε πάλι στην Κρήτη με εκπαιδευόμενους φοιτητές του, από 22 Ιουνίου μέχρι 12 Αυγούστου. Πραγματοποίησαν έρευνα τις περισσότερες ημέρες στα Θοδωρού, αλλά και στο φαράγγι Σαμαριάς και στους Άγιους Πάντες Λασιθίου.
Το αναλυτικό πρόγραμμα έρευνας της αποστολής αφορούσε παραμονή από 22 Ιουνίου μέχρι και 12 Αυγούστου του 1997.
Ερευνητές, Έλληνες και ξένοι είχαν πέρα από τα αγριοκάτσικα της Κρήτης και σε αυτά της άλλης Ελλάδας όπως της Αντιμήλου, των Γιούρων (Σποράδες), τα αγριόγιδα Β. Πίνδου, Κ. Ροδώπης, Ρούμελης.
Δεν γνωρίζω τι συμβαίνει σήμερα αλλά πριν είκοσι χρόνια υπήρχαν εκτροφεία εκτός από τα Θοδωρού, στην Ντία Ηρακλείου, Άγιοι Πάντες Αγίου Νικολάου, στο νησί Μονή Αίγινας, στο νησί Σαπιέντζα στην Πάρνηθα και ζωολογικούς κήπους.
Συγγραφείς για θέματα σχετικά με τα αγριοκάτσικα αναφέρονται σε αυτό τους νοτίου Αμερικής, που μοιάζει πολύ με το Κρητικό και άλλα στα Πυρηναία, τα Καρπάθια, τα Απένινα, την Πολωνία, Τσεχοσλοβακία, στα Αλβανικά και Δαλματικά βουνά, Μικρά Ασία, Περσία, Καύκασο, Βελουχιστάν. Η Ελβετία χαρακτηρίζεται σαν η κλασική χώρα των αγριοκάτσικων με πολλές χιλιάδες από τον Αίγαγρο των Άλπεων. Σε Εθνικό πάρκο του Ισραήλ, δίπλα στη νεκρά θάλασσα, είδα αγρίμι που δεν διέφερε από το Κρητικό, τα δε κέρατά του που προμηθεύτηκα ζεύγος αντί 40 δολ., παραβάλλοντας με αυτά του Κρητικού δεν διαφέρουν ούτε στο ελάχιστο, χωρίς φυσικά να έχω επιστημονική άποψη. Το πλέον όμως αξιόλογο, όμορφο και λεβέντικο προσαρμοσμένο στα του τόπου του, είναι αυτό της Κρήτης.
Το αγρίμι εκτός από τον κίνδυνο από λαθροκυνηγούς και την διασταύρωση με ήμερα ζώα (μπασταρδεμένα) διατρέχει και κίνδυνο στις παρακάτω περιπτώσεις που είναι γνωστές ίσως μόνο στους ανθρώπους που ζούσαν παρέα με αυτά στη Σαμαριά.
Αγριόγατος. Πέφτει επάνω τους και τα κατασπαράζει. Ο Στ. Βίγλης, μου είχε αφηγηθεί ότι είδε αγριόγατο που έτρωγε αγρίμι 6-7 κιλών. Πολλές φορές τα τρώνε μέχρι το κόκαλο. Υπάρχουν στη Σαμαριά, στο φαράγγι Τρυπητής και ακόμη στα Ακρωτήρια Σπάθα, Γραμβούσα και τις Γούρνες Αποκορώνου.
Ένα αρπακτικό πουλί, μεταξύ Βιτσίλας και Γερακιού, που έχει διαφορετική ονομασία, αναλόγως την περιοχή. Στα Σφακιά το λένε Σκαροβιτσίλα, στο Σέλινο (Κουστογέρακο) Στόριο και στις άλλες περιοχές Φιλαδελφό. Έχει τρομερά νύχια και τρομερό ράμφος, πιο διαπεραστικά κι από αυτά της πολύ μεγαλύτερης Βιτσίλας. Κυνηγός μας διηγήθηκε πως τραυματισμένο τέτοιο πουλί του τρύπησε πέρα για πέρα την παλάμη μ’ ένα μόνο χτύπημα των νυχιών του. Αυτό το πουλί επιτίθεται στις φωλιές των αγριμιών, τα καταξεσχίζει και τα κατατρώγει μέχρι δέκα, αλλά πολλές φορές και δεκαπέντε ημερών.
Μετά η Βιτσίλα. Πολύ μεγαλύτερη από το Στόριο αρπάζει τα μικρά αγρίμια και μέχρι ενός έτους ακόμη και ή τα ξεσκίζει ή τα ανυψώνει και τα αφήνει να γκρεμιστούν για να φάγει μετά όσο της αρέσει και να το εγκαταλείψει. Όση λίγη ώρα και αν περάσει από το πρώτο γεύμα της δεν ξαναγγίζει το ίδιο κρέας αλλά θέλει πάντα φρέσκο.
Μαντάκοι. Παράσιτο που εξοντώνει τα νεογέννητα και λιγότερο τα μεγαλύτερα. Μου διηγήθηκαν ότι στο φαράγγι της Τρυπητής, προπολεμικά, μέτρησαν σαράντα αγρίμια ψόφια από μαντάκους. Η ζωή των μαντάκων κάνει κύκλο τριών ετών. Την πρώτη χρονιά είναι πάρα πολλοί. Την δεύτεροι λίγοι αλλά δυνατοί και την τρίτη λέγεται του “καθαρού”.
Έχει ολόκληρη ιστορία το θέμα μαντάκοι. Πριν είκοσι χρόνια παρατηρήθηκαν στ’ αγρίμια και αρρώστιες, όπως η ψώρα και η πλευροπονία, που ήταν συνηθισμένες μόνο στα αιγοπρόβατα. Το “Καλογρίδιασμα” δεν είναι γνωστό αν το παθαίνουν τα αγρίμια όπως οι κατσίκες όταν τρώνε την άνοιξη το στάχυ του φυτού καλογρίδι.
Άλλος κίνδυνος είναι το γκρέμισμα. Και πρόσφατα ακόμη, στα φαράγγια Δώματα και Τρυπητής ορειβάτες συνάντησαν διαλυμένα σώματα αγριμιών που είχαν πέσει από μεγάλο ύψος.
Τέλος, το σύγχρονο πρόβλημα που πρέπει ν’ αντιμετωπισθεί, είναι το γεγονός ότι με το να έχουν αυξηθεί πολύ τα πεύκα, οι με παχύ στρώμα πευκοβελόνες στο έδαφος, δεν αφήνουν ν’ αναπτυχθεί το χορτάρι που τρέφονται τ’ αγρίμια.
Προσπάθειες πολλές έγιναν για να απαλλαγεί το φαράγγι από τα φουριάρικα – αγριοκάτσικα, όπως αυτή επί δικτατορίας που στάλθηκαν καταδρομείς για να τα εξοντώσουν με όπλα αλλά δεν νομίζω να είχαν αποτέλεσμα.
(Στοιχεία από το βιβλίο του Αν. Πλυμάκη, «Το Αγρίμι της Κρήτης», 2001, σελ. 264, φωτογρ. 80, χάρτες, σκίτσα, κλπ.)