Τρίτη, 16 Ιουλίου, 2024

Το αίμα νερό δεν γίνεται

Δεν είχε δρασκελίσει το κατώφλι των δέκα Μαΐων ο δόλιος ο Γιάννης και η μαυρόψυχη, κατά την ομολογία όλων των χωριανών, μητριά του, τον υποχρέωνε, δέρνοντάς τον αλύπητα πολλές φορές, να κάνει δουλειές που υπερέβαιναν κατά πολύ τις παιδικές του δυνάμεις. Πότε τον έστελνε να σκαλίσει τον μικρό, αλλά απαραίτητο για τις ανάγκες του σπιτιού από τα διάφορα καλούδια του, κήπο, που τον διατηρούσε σε πολύ καλή κατάσταση η μητέρα του – Θεός να την συγχωρέσει – και που τον κληρονόμησε η άπονη μητριά του.

Πότε τον έστελνε να πάει ψωμί και φαγητό στον κτηνοτρόφο πατέρα του, μια ώρα έξω από το χωριό, στο μαντρί, κι ας ήταν το χιόνι σε όλη την περιοχή πάνω από ένα μέτρο και πότε είχε την απαίτηση να πάρει τον γάιδαρό τους να πάει στο μύλο το σιτάρι, δυο ώρες μακριά από το δικό τους χωριό, να το αλέσει ο μυλωνάς και να επιστρέψει στο χωριό κι ας τύχαινε να βρέχει ή ακόμα και να χιονίζει ασταμάτητα.

Η μητέρα του, η δόλια η Βασιλική, έφυγε από την ζωή στην δεύτερη γέννα της, που μάλλον ο Θεός λυπήθηκε την κορούλα της κι αδελφή του Γιάννη και την πήρε μαζί της στα ουράνια σκηνώματα πριν ακόμα αντικρύσει το φως του ήλιου. Ο Γιάννης της τότε ήταν μόλις πέντε χρονών. Ο πατέρας του, νέος άνθρωπος, όταν πέθανε η Βασιλική η γυναίκα του, μη μπορώντας να μεγαλώσει τον μικρό Γιάννη μόνος του, δεν πέρασαν τρεις μήνες και του προξένεψαν την Παναϊού – έτσι την έλεγαν την μητριά του δόλιου του Γιάννη – και την παντρεύτηκε. Όμως, κατά την ομολογία των χωριανών, μόνο άνθρωπος δεν ήταν εκείνη η γυναίκα. Από τις πρώτες κιόλας μέρες που εγκαταστάθηκε στο χωριό έδειξε τον δύστροπο χαρακτήρα της. Με όλες τις γειτόνισσες και τους γείτονες μάλωνε για ασήμαντα πράγματα και σιγά – σιγά όλοι απομακρύνθηκαν και δεν της μιλούσανε. Προσπάθησαν βέβαια όλοι οι χωριανοί, για το χατίρι του ορφανού Γιάννη, να την πλησιάσουν αλλά ήταν μάταια κάθε προσπάθειά τους.

«Βρε…» έλεγαν, «…τι δύστροπος άνθρωπος είναι αυτή! Αυτηνής…» έλεγαν, «…το βλέμμα της γυαλίζει σαν της οχιάς της άνυδρης» και συμπλήρωναν:
«Καλημέρα της λες και σε κοιτάζει σαν λύκαινα που πάνε να της πάρουν τα κουτάβια από τη φωλιά της»

Είδαν κι αποείδαν οι άνθρωποι, όπως συνήθως λέγεται στα χωριά της Ρούμελης κι όχι μόνο δεν της μιλούσανε αλλά δεν άφηναν και τα παιδιά τους να πηγαίνουν στο σπίτι της να παίξουν με το ορφανό, δίνοντάς του χαρά, όπως έκαναν τις πρώτες μέρες της ορφάνιας του. Σαν να μην έφταναν όλα τα όσα μύρια δεινά που περνούσε ο δόλιος ο Γιάννης στα σκληρά κι άπονα χέρια της μητριάς του, όταν έπειτα από δύο χρόνια σκληρής ορφάνιας, στα εφτά του χρόνια, που έπρεπε να γραφτεί κι αυτός στο σχολείο, η κακούργα κείνη γυναίκα είχε την απαίτηση από τον άνδρα της και πατέρα του Γιάννη να μην τον αφήσει να πάει στο σχολείο. Για να το πετύχει αυτό το ‘’έγκλημα’’ – γιατί έγκλημα θα ήταν αν το πετύχαινε – του έλεγε ότι άμα στείλει τον Γιάννη στο σχολείο θα πάρει το κορίτσι της, τη Βάγια και θα γυρίσει στο πατρικό της και δεν την ένοιαζε για κείνον και το παιδί του. Δεν τα κατάφερε όμως. Ο πατέρας του Γιάννη, μη έχοντας άλλη επιλογή, κατέφυγε στο δάσκαλο του χωριού ζητώντας την βοήθειά του. Πήγε βέβαια και ζήτησε βοήθεια κι από τον παπά του χωριού αλλά ο παπάς, προβάλλοντας διάφορους λόγους, δεν πήγε – κάτι που μπορούσε να το κάνει – δεν πήγε να μιλήσει στην Παναϊού και να της πει ότι αυτό που θέλει να κάνει δεν είναι σωστό.

«Δεν μπορώ να κάνω τίποτα χωριανέ» του είπε.
«Αυτά τα θέματα είναι σοβαρά θέματα οικογενειακά και δεν πρέπει να παρεμβαίνουν ξένοι άνθρωποι. Δεν έχω το δικαίωμα να την αναγκάσω ν’ αλλάξει γνώμη, αλλά και πως θα γίνει αυτό; Αυτή η γυναίκα, εσύ το ξέρεις καλύτερα από τον καθένα από μας τους χωριανούς, μόνο από λόγια δεν παίρνει».

Τι να κάνει ο δόλιος ο Σάκης, έτσι έλεγαν τον πατέρα του δόλιου του Γιάννη, εναπόθεσε όλες τις ελπίδες του στο Θεό και στον δάσκαλο. Ο δάσκαλος βέβαια, σοβαρός άνθρωπος όπως ήταν, πράγματι πήγε και βρήκε την Παναϊού κι εκτός των άλλων της είπε ότι είναι υποχρεωτική η εγγραφή των παιδιών στο Δημοτικό, κάτι βέβαια που δεν ίσχυε αυτό. Αργότερα, πολύ αργότερα, ψηφίστηκε αυτός ο νόμος από το κράτος, αλλά το ψέμα αυτό έφερε το ποθητό αποτέλεσμα. Ο Γιάννης, μαζί με τα άλλα παιδιά, δρασκέλισε και κείνος το κατώφλι του σχολείου.

Η καλυτέρευση της ζωής του δόλιου του ορφανού δεν έλεγε να εμφανιστεί. Τις ώρες που ήταν στο σχολείο, εκείνες και μόνο εκείνες, ήταν ώρες ξεγνοιασιάς για κείνον. Οι ώρες στο σπίτι περνούσαν μαύρες κι άραχνες. Αναίτια τον έβαζε σε τιμωρία, ξύλο, βρισιές κι ένα σωρό άλλες ταπεινώσεις συνόδευαν τον δόλια το Γιάννη, το ορφανό, έτσι όπως τον αποκαλούσαν οι χωριανοί και όλα τα παιδιά του χωριού.

Τώρα μια ανοιξιάτικη Κυριακή κι ενώ έβρεχε ασταμάτητα σε ολόκληρη την γύρω περιοχή, η κακούργα μητριά του, εκείνος ο άξεστος άνθρωπος, του λέει όταν ξύπνησε πρωί – πρωί:
«θα πάρεις τον γάιδαρο και θα πας κάτω στα ‘’Παλιόδεντρα’’- μια περιοχή έξω από το χωριό – και θα κόψεις πουρνάρια γιατί δεν έχω να κάψω τον φούρνο και να φουρνίσω το ψωμί».

Ο δόλιος ο Γιάννης δεν πρέπει να ήταν – κατά την ομολογία του ίδιου – δέκα χρονών και μη μπορώντας να κάνει διαφορετικά, κλαίοντας, παίρνει το γάιδαρο του και πήγε να εκτελέσει την διαταγή της μητριάς του, ζητώντας βοήθεια από την μακαρίτισσα τη μάνα του. Τέλος πήγε, έκοψε λίγα πουρνάρια, εκείνος ξέρει πως, τα φόρτωσε όπως μπορούσε στον υπομονετικό γάιδαρό του και μουσκεμένος μέχρι το κόκαλο, κλαίοντας, κάποια στιγμή τα πήγε στο σπίτι. Τα ξεφόρτωσε από το γάιδαρο, τα τακτοποίησε και πήγε να ξεκουραστεί. Εν το μεταξύ, η μέρα από άγρια που ήταν είχε μετατραπεί σε μια λιόχαρη μέρα κι εκεί που αναπολούσε τις γλυκιές κι όμορφες στιγμές που περνούσε στην αγκαλιά της μητέρας του, για μια στιγμή ακούει την μητριά του να καλεί τους χωριανούς σε βοήθεια και να στριγκλίζει, ενώ συγχρόνως καταριόνταν τον δόλιο το Γιάννη ασταμάτητα. Βγαίνει έξω από το σπίτι ο δόλιος ο Γιάννης και τι να δει; Βλέπει τη μητριά του να κρατάει το ένα χέρι της με το άλλο, σφιχτά από τον πόνο, φωνάζοντας και πάλι βοήθεια. Στην συνέχεια, μόλις είδε το δόλιο το Γιάννη τον κοιτάζει με απίστευτο μίσος και του λέει:

«Ανάθεμά σε καταραμένο. Την κατάρα μου να έχεις. Έφερες το θάνατο στο σπίτι μου…» κι αμέσως έπεσε κάτω στο χώμα, ανάσκελα, βογκώντας, ενώ ο δόλιος ο Γιάννης δεν ήξερε τι να κάνει και γιατί η μητριά του φώναζε και τον καταριότανε.
Δεν πρόλαβε όμως να σκεφθεί τίποτε άλλο. Οι γείτονες έφτασαν ο ένας μετά τον άλλον στο σπίτι.

Τώρα, όταν είδαν τι είχε συμβεί δεν πίστευαν στα μάτια τους. Σε μια αγκαλιά δεμάτια από τα πουρνάρια μάλλον είχε κρυφτεί ένα φίδι και συγκεκριμένα μια οχιά – έτσι έλεγαν – που σίγουρα ο δόλιος ο Γιάννης δεν την είχε δει κι άθελά του την κουβάλησε στο σπίτι. Όταν δε πήγε να πάρει τα πουρνάρια ο Παναϊού να κάψει το φούρνο, βρήκε την ευκαιρία το καταραμένο φίδι και την δάγκωσε. Μάταια την πήγαν με ένα τρακτέρ στο νοσοκομείο της Λαμίας. Έπειτα από λίγες ώρες η Παναϊού, εκείνος ο κακός άνθρωπος, δεν γλίτωσε.
Είναι αλήθεια ότι πάρα πολλά ειπώθηκαν για το θάνατο εκείνης της γυναίκας. Πολλοί χάρηκαν γι αυτό το απίστευτο τέλος της. Ο μόνος που δεν της κράτησε ποτέ κακία ήταν ο Γιάννης. Αγκάλιασε την αδελφούλα του και με την βοήθεια μιας θείας του, που σε κείνη βρήκαν ζεστασιά τα δύο άμοιρα κείνα αδέλφια, όχι μόνο μεγάλωσαν αγαπημένα αλλά σπούδασαν κιόλας. Ο Γιάννης έγινε μηχανοδηγός στα τρένα και η Βάγια η αδελφή του νοσοκόμα.

Τέλος, ένας γέρος γείτονας που ζούσε κοντά στα παιδιά, έτσι όπως τα έβλεπε αγαπημένα, γνωρίζοντας πολύ καλά τα όσα δεινά βίωσε ο μικρός Γιάννης από την μητριά του, έλεγε τα πιο κάτω λόγια, χαϊδεύοντας τα κάτασπρα γένια του.
«Το αίμα νερό δεν γίνεται κι αν θα γενεί δεν πίνεται». Κι αυτό το είπε γιατί, για το χατίρι της Βάγιας ο δόλιος ο Γιάννης είχε υποστεί πάρα πολλές ταπεινώσεις και είχε φάει πολύ ξύλο δίχως να φταίει σε τίποτα.

 


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα