…και γίνονταν οι φάμπρικες αυτές αληθινά κέντρα εργασίας και ψυχαγωγίας στα οποία οι παλιότεροι με τις παρέες και τις συντροφιές τους, με τις αποσπερίδες και τα νυχτέρια τους, τις μετέτρεπαν σε μοναδικές κυψέλες και εστίες ενός καταπληκτικού λαϊκού πολιτισμού…
Για τα λιοτριβειά ο λόγος ή καλύτερα για τις ονομαστές «φάμπρικες», τα καταπληκτικά εκείνα εργαστήρια στα οποία οι κάτοικοι των χωριών «έβγαζαν τις ελιές» δηλαδή τις άλεθαν και έβγαζαν απ’ αυτές το λάδι.
Και αυτή τη διαδικασία θα την περιγράψω με βάση τα προσωπικά μου βιώματα από το Λιβαδά, όπου λειτουργούσε ως τις τελευταίες δεκαετίες η εικονιζόμενη φάμπρικα, η οποία σώζεται μέχρι σήμερα στη συνοικία «Αντωνιανά» και αποτελεί αληθινό μνημείο και λαμπρό απομεινάρι του πολιτισμού της ελιάς και του λαδιού.
Κάθε φάμπρικα, αποτελείται από τρία μέρη: τη στρώση, το πλακωτάρι (πιεστήριο) και τον εργάτη. Η στρώση είναι ένα στρογγυλό πετρόχτιστο κτίσμα που μοιάζει με ανεστραμμένο κόλουρο κώνο. Πάνω στη στρώση υπάρχουν δύο πελεκημένες στρογγυλές πέτρες που τις λένε «κατώπετρες». Πάνω στις κατώπετρες πατούν και περιστρέφονται τα μυλάρια τα οποία είναι συνήθως τρία: ένα μεγαλύτερο και δύο μικρότερα (Εικ. 2). Τα μυλάρια είναι στερεωμένα σ’ έναν ισχυρό κατακόρυφο άξονα ο οποίος στερεώνεται με το ένα άκρο του στην οροφή και με το άλλο σε μία οπή της κατώπετρας ώστε να μπορεί να περιστρέφεται (Εικόνα 2). Στερεωμένη πάνω στον ξύλινο άξονα είναι και η «κοφινίδα» (Εικ. 1) και το λεγόμενο «σταβάρι» (Εικ. 2) στο οποίο πρόσδεναν με λουρίκες το μουλάρι, το οποίο κινούμενο περιστροφικά, παράσερνε σ’ αυτή την κίνηση και τον ξύλινο άξονα με τα μυλάρια και την κοφινίδα. Μέσα στην κοφινίδα έβαζαν τις ελιές οι οποίες με την περιστροφική κίνηση των μυλαριών έβγαιναν σταδιακά από την κάτω οπή της και απλώνονταν ομοιόμορφα στην κατώπετρα. Εκεί τις έβρισκαν απλωμένες τα μυλάρια, τις άλεθαν και τις ωθούσαν, αλεσμένες πια, προς τα έξω, στη στρώση.
Όταν συμπληρωνόταν μια «αλεσιά» δηλαδή περίπου 150 κιλά ελιές, ο αλιτριβειδιάρης άρχιζε το «ντορμπάδιασμα» Κατ’αυτό μέσα στους ντορμπάδες, που ήταν τρίχινοι σάκοι σε σχήμα φακέλου, έβαζε τη ζύμη, δηλαδή τις αλεσμένες ελιές και στη συνέχεια τους πήγαινε στο πλακωτάρι (Εικ 3). Εκεί στοίβαζε τον έναν πάνω στον άλλο, και κατέβαζε το πλακωτάρι, το οποίο κατεβαίνοντας πίεζε τους ντορμπάδες με τη ζύμη και το λάδι έτρεχε στην «τσιβέρα» και από κει στο «βρασκί». Αυτό το λάδι ήταν το περίφημο «λιόλαδο» και ήταν το εκλεκτότερο λάδι της έκθλιψης. Μοσχοβολούσε φρεσκάδα και άρωμα και ήταν ο ανθός, το ξαθέρι του λαδιού.
Όταν έβγαινε το λιόλαδο, ο αλιτριβειδιάρης ,άδειαζε το περιεχόμενό των ντορμπάδων σε μια γωνιά του λιοτριβειού. Εκεί θυμμάριζε δηλαδή «θρουλούσε» τη ζύμη που έβγαλε το λιόλαδο και στη συνέχεια την ξαναπερνούσε από τα μυλάρια, δηλ την ξαναάλεθε.
Το 2ο αυτό άλεσμα πολτοποιούσε τελείως τη ζύμη και τότε ο αλιτριβειδιάρης άρχιζε το 2ο ντορμπάδιασμα. Σ’ αυτή τη φάση έστηνε πάλι σε κατακόρυφη στήλη τους ντορμπάδες κάτω από το πλακωτάρι και ξαναπίεζε για 2η φορά τη ζύμη, στην αρχή με το χέρι, ύστερα με την «τσίτα» και τέλος με τον «εργάτη». Ο εργάτης ήταν ένας κατακόρυφος ξύλινος άξονας, χοντρός στη μέση, λεπτότερος στα άκρα, στερεωμένος πολύ καλά με το ένα άκρο του στην οροφή και με το άλλο στο δάπεδο. (Εικ. 4). Στο κέντρο του είχε μία μεγάλη οπή από την οποία περνούσε ένα οριζόντιο χοντρό ξύλο «το πασούλι» που σχημάτιζε με τον εργάτη ένα είδος σταυρού.
Στον εργάτη γύρω ήταν προσδεδεμένο ένα ισχυρό συρματόσχοινο, η «γούμενα». Στη γούμενα μπορούσε να προσδεθεί η τσίτα, το οριζόντιο ξύλο το οποίο με τη βοήθεια ενός κρίκου μπορούσε να κοντράρει το πλακωτάρι και να το ωθεί προς τα κάτω. Η εργασία αυτή λεγόταν «σφίξιμο», ήταν η δυσκολότερη και απαιτούσε τη βοήθεια δύο τουλάχιστον ανθρώπων. Όταν ήθελαν να σφίξουν δηλαδή να πιέσουν τους ντορμπάδες, έσπρωχναν με δύναμη τα δύο πασούλια του εργάτη. Εκείνος περιστρεφόταν και τραβούσε την τσίτα πάνω του και η τσίτα με τον κρίκο ανάγκαζαν το πλακωτάρι να κατεβεί παρακάτω και να πιέσει τους ντορμπάδες. Όταν η τσίτα έφτανε στο τέλος της διαδρομής έλεγαν «μάινα», τραβούσαν πάλι την τσίτα προς την αρχή της διαδρομής της και επαναλάμβαναν την ίδια κίνηση. Αυτή η διαδικασία συνεχιζόταν για 7-8 μάινες μέχρι που το γυμνασμένο χέρι του αλιτριβειδιάρη καταλάβαινε ότι η ζύμη είχε αποδώσει όλο το λάδι που περιείχε. Τότε σταματούσε το σφίξιμο, ξέσφιγγε το πλακωτάρι και άδειαζε τους ντορμπάδες από το περιεχόμενό τους που ήταν η πυρήνα η οποία είχε αποδώσει όλο το λάδι που περιείχε.
Αυτές ήταν και έτσι δούλευαν οι φάμπρικες του Λιβαδά. Αυτές οι καταπληκτικές βιοτεχνίες που λειτουργούσαν σαν καλοκουρδισμένα ρολόγια κατά τρόπο τέλειο και αποδοτικό. Όλο το χειμώνα που συνεχιζόταν το μάζεμα των ελιών οι φάμπρικές αποτελούσαν το κέντρο της ζωής και της δραστηριότητας των κατοίκων του χωριού, Αυτό γιατί εκεί αντάμωναν κάθε βράδυ οι χωριανοί. Εκεί σχεδίαζαν την επόμενη μέρα τους. Εκεί έκαναν τις αποσπερίδες και τα νυχτέρια τους. Εκεί σχολίαζαν την εκάστοτε πολιτική επικαιρότητα και … ανεβοκατέβαζαν πρωθυπουργούς και κυβερνήσεις… και εκεί συζητούσαν τις ελπίδες και τα όνειρά τους. Μ’ αυτόν τον τρόπο οι Λιβαδιανοί μετέτρεπαν τις φάμπρικες σε μοναδικές εστίες και κυψέλες ενός γνήσιου και ανεπανάληπτου λαϊκού πολιτισμού.
Αγαπητέ κι αξιότιμε κ. Δημήτρη Σειραδάκη, ύστερα από την πρώτη [14-02-2019] και την τωρινή ανεπανάληπτη εργασία σας [δοκίμιο για τη φύση και τον άνθρωπο] οφείλω να σας συγχαρώ θερμά. Και τα δύο κείμενά σας είναι πανέμορφα κι ανεπανάληπτα, κυρίως, λαογραφικής και πολιτιστικής -αλλά και κοινωνιολογικής- αξίας και σημασίας που άπτονται, βέβαια, και της παλιάς, φυσικής και παραδοσιακής αγροτικής και οικογενειακής συλλογικότητας και σύμπνοιας, αλλά, δυστυχώς, χάνεται οσημέραι -μέρα τη μέρα- και είναι πολύ δύσκολο να μεταβολιστεί στις ζοφερές σημερινές κοινωνικές πολυπλοκότητες. Χαίρομαι διπλά, αγαπητέ κ. Δ. Σειραδάκη, γιατί γεννήθηκα και βυθίστηκα παιδιόθεν στη φυσική ομορφιά του Βεροιώτικου πανέμορφου κάμπου [τώρα μάς λένε “Νοτιομακεδόνες” οι … αδιάντροποι ξύπνιοι!!] και μεγάλωσα κι ανδρώθηκα ανάμεσα σε απλούς ανθρώπους του μόχθου και της καλοσύνης, της ανυπόκριτης αγάπης και της συλλογικότητας της αγροτικής οικογένειας, πάντα, μέσα στην αγαπητική κοινωνία της Εκκλησίας του Θεάνθρωπου Χριστού και των Μυστηρίων της. Το όνειρό μου ήταν να σπούδαζα δάσκαλος ή γεωπόνος, αφού τρελλαίνομαι κυριολεκτικά με τη φυσική ομορφιά κι αρμονία. Αλλά, άλλο ήταν το θέλημα του Παντοδύναμου Θεού!
Με την Κρητικοπούλα σύζυγό μου, μένουμε αρκετά χρόνια και μόνιμα στα όμορφα Χανιά μας, συνταξιούχοι πια: ωστόσο λατρεύουμε την Χανιώτικη φύση και όλης της πανέμορφης Κρήτης. Για πρώτη φορά, ωστόσο, πριν δύο χρόνια επισκεφτήκαμε την όμορφη και τουριστική “Σούγια” και το Ανατολικό Σέλινο, κατεβαίνοντας από τον “Πρασσέ” και διασχίζοντας τα γραφικά χωριά στη σειρά: Πρασσές, Αγία Ειρήνη, Πρινές, Επανοχώρι, Κάντανος, Αγριλές, Μονή, και ίσια κάτω ως τη Σούγια. Ένα πανέμορφο “Λεκανοπέδιο -ίδια πελώρια σκάφη ή λεκάνη- που την υπολόγισα 40 ως 50.000 στρεμμάτων καλλιεργήσιμης γης [ίσως και περισσότερα, λόγω της μορφολογίας και των ιδιαιτεροτήτων της ευρύτερης περιοχής] και, ασφαλώς, έκανα κι άλλες σκέψεις για την προοπτική μακρόπνοης και εγγείου εκμετάλλευσης της όμορφης και γόνιμης αυτής περιοχής του Ανατ. Σελίνου, που ανατολικά της έχει ορόσημο τον μεγαλοπρεπή κι ατίθασο “Γκίγκιλο”. Και, κατεβαίνοντας προς τη “Σούγια” από τη “Μονή” διακρίναμε μέσα στα πεύκα τις πανέμορφες συνοικίες του “Κουστογέρακο” και σχεδόν προς τα κάτω και στις υπώρειες του “Γκίγκιλου” ξεχώριζε ο όμορφος και μεγαλούτσικος, κάπως, ο ηρωικός “ΛΙΒΑΔΑΣ”, όπως τόσο παραστατικά τον αναφέρεται στο ανεπανάληπτο οδοιπορικό σας “Το μάζεμα των ελιών”. Και σαν “ξενομερίτης” Μακεδόνας που αγαπά τους Κρήτες με ευγνωμοσύνη για την αυτοθυσιαστική προσφορά αμέτρητων Κρητών ηρώων του Μακεδονικού αγώνα, το μυαλό μου -εξομολογούμαι την αλήθεια- πήγε στη στρατιά της …. αμέτρητης και ονομαστής οικογένειας “ΠΑΠΑΔΕΡΟΣ” [όποια πέτρα κι αν σηκώσεις στην Κρήτη κι όλη την Ελλάδα θα βρεις κι έναν “Παπαδερό”], στη δική σας οικογενειακή ρίζα των “ΣΕΙΡΑΔΑΚΗΣ” [μέχρι και τη Θεσσαλονίκη κι Αθήνα είχαμε Σειραδάκηδες και μορφωμένους ανθρώπους], βέβαια είχα τη χαρά κι ευτυχία να γνωρίζω και τον σπουδαίο λαογράφο εκπαιδευτικό και εκλεκτόν άνθρωπο, τον φίλο κ. Σταμάτη Αποστολάκη [Άγια Ειρήνη και Κάντανος] και με συγκίνηση θυμάμαι έναν αδικοχαμένο απόστρατο αξιωματικό της Χωροφυλακής ή Αστυνομίας από τον Καμπανό, που εκκλησιαζόταν αυτός ο άγιος άνθρωπος και η σύζυγός του στην “Τριμάρτυρη Μητρόπολη” Χανίων, δίπλα ακριβώς από το δεξιό ψαλτήρι που ψέλναμε με τον αείμνηστο πρωτοψάλτη Νίκο Πιακή, τον άριστο ψάλτη και καθηγητή. Ελπίζω να γνωρίσω κι άλλους συνανθρώπους μας από το πανέμορφο Ανατολικό Σέλινο. Κλείνω την παρένθεση αυτή κι επανέρχομαι στις συγκλονιστικές αφηγήσεις σας που μαρτυρούν κι αναδεικνύουν το αληθινό κι ανθρώπινο πρόσωπό σας. Και είναι τρανή κι απερίγραπτη η χαρά μας να συμβιώνουμε και συνυπάρχουμε με συνανθρώπους μας σαν κι εσάς κ. Δ. Σειραδάκη.
ΩΣΤΟΣΟ, επειδή είμαι από τη φύση του εκδηλωτικού χαρακτήρα μου και λιγάκι περίεργος -με την καλή έννοια- θα επιθυμούσα να κάνω μερικά ερωτήματα, για πληρέστερη γνώση της όμορφης περιοχής σας και των ανθρώπων της: 1.- Στην πρώτη εργασία σας, της 14-02-2019 είχατε δημοσιεύσει μία όμορφη φωτογραφία με φορτωμένη καρπό και μεγάλη ελιά, που κατά τη δική μου απλή γνώμη θα μπορούσε να “κατεβάσει” από 5-8 σακιά [τσουβάλια τα λέμε στην Β. Ελλάδα] ελαιόκαρπο, παρακαλώ να μας ενημερώσετε, αν η εν λόγω ελιά βρίσκεται στον γενέθλιο τόπο σας [Αγροτική περιοχή Λιβαδά ή έστω του λεκανοπεδίου Αν. Σελίνου] ή σε κάποια άλλη περιοχή -μάλλον πεδινή-.
2.- Επειδή, στη διαδρομή μας προς τη Σούγια, παρατήρησα με ευχάριστα συναισθήματα ότι οι αγροί -ελαιώνες κ.λ.π- ήσαν καλλιεργημένοι, παρότι συναντήσαμε μόνο έναν συνάνθρωπό μας, κάπου πριν από τον Καμπανό, διερωτώμαι αν, μολαταύτα, όλοι εσείς οι πάλαι ποτέ κάτοικοι αυτού του πανέμορφου και μαρτυρικού Ανατολικού Σελίνου εξακολουθείτε κι από μακρόθεν ευρισκόμενοι, να καλλιεργείτε κι εκμεταλλεύεσθε τα μικρά και πολλά -διάσπαρτα- αγροτεμάχια, έστω και “συμμισιακά” [Μισιακά τα λέμε στη Μακεδονία]. Αυτό είναι πολύ σημαντικό για τον τόπο, την οικονομία και τη συνέχιση των παραδόσεων στις επαρχίες μας. Στον δικό μου γενέθλιο τόπο [παρότι σμίκρυναν κατά πολύ οι διαθέσιμες οικογενειακές αγροτικές ιδιοκτησίες -μοιριασιά σε παιδιά], οι άνθρωποι των χωριών δεν εγκαταλείπουν τα όμορφα χωριά τους για να κλειστούν στα ντουβάρια των πολυκατοικιών στη Βέροια κι αλλες μεγαλουπόλεις – τους περιγελούν οι άλλοι!!] και βέβαια, σαν και κοινωνιολόγος με πλούσιες εμπειρικές γνώσεις – βιώματα, κατανοώ και δικαιολογώ για κοινωνικούς κι άλλους λόγους την απομάκρυνση των ανθρώπων των επαρχιών της Κρήτης και τη φυγή τους σε Αστικά μεγάλα κέντρα, όμως αυτό είναι ένα άλλο μεγάλο κοινωνικό ζήτημα κι ας μη το συζητήσουμε προσώρας.
3.- Επειδή νοιάζομαι κι αγαπώ τον τόπο μας [Ελλάδα] και ειδικά την λεβεντομάνα Κρήτη μας, κι αντικρίζοντας στο μοναδικό ταξίδι μου την ομορφιά, αλλά και τον πλούτο αυτού του υπέροχου “Λεκανοπεδίου -Λεκάνης” του Ανατολικού Σελίνου, που το περιορίζω ακριβώς κάτω από τον δημόσιο δρόμο, μόλις περάσουμε τον “Πρασσέ” ή καλύτερα την “Αγία Ειρήνη” ως κάτω στην “Σούγια” και Ανατολικά από το Οροπέδιο του Ομαλού προς τα κάτω ως τη θάλασσα του Λυβικού με όριο συνεχές τον γυμνό κι ατίθασο “Γκίγκιλο”, λοιπόν στο μυαλό μου καρφώθηκε η ιδέα της εγγειοβελτικής αξιοποίησης ολόκληρου του Λεκανοπεδίου, που με ένα μακρόπνοο και μεγαλοπρεπές -αλλά πραγματοποιήσιμο- σχέδιο ή πλάνο και καλύτερα με μία μεγαλόπνοη τεχνικο-αγροτικο-οικονομική ΜΕΛΕΤΗ θα μπορούσε σε μικρό χρονικό διάστημα [2-4 χρόνων] να καταστεί ο χώρος αυτός σε ένα απέραντο ανθοκήπιο ή αγροκήπιο που θα εφοδίαζε τη χώρα κι όλη την Ευρώπη. Βέβαια, με την προϋπόθεση να προηγηθεί ο αναγκαίος αναδασμός των γαιών και ευχής έργον θα είναι η δημιουργία μεγάλου Συνταιρισμού -με αναλογική συμμετοχή των αγροτικών ιδιοκτησιών- με την εποπτεία και τον αυστηρό έλεγχο του Κράτους [γεωπόνοι, τεχνολόγοι, ειδικοί κ.λ.π]: είναι – κατά πρόχειρη μελέτη μου ως οικονομολόγος εφηρμοσμένης οικονομίας- ανυπολόγιστα τα πάσης φύσεως κέρδη από την υλοποίηση του έργου τούτου, συνυπολογίζοντας και την μόνιμη απασχόληση τουλάχιστον 10.000 εργαζομένων. Όταν μετέφερα την άποψή μου αυτήν σε έμπειρο [τον καλύτερο ειδικό γεωπόνο της Κρήτης – αλλά Μακεδονικής καταγωγής] και φίλο γεωπόνο, μειδίασε αυτός κι απάντησε με τρεις λέξεις: “Δεν υπάρχουν άνθρωποι…” Δεν συνέχισα, αλλά δεν μπόρεσα να καταλάβω τί ήθελε να πει: Είναι δηλαδή φευγάτοι οι άνθρωποι της περιοχής του Α. Σελίνου ή δεν υπάρχουν οι υπεύθυνοι και μπροστάρηδες άνθρωποι του Ελληνικού Δημόσιου Τομέα ή Κράτους. Να σημειώσω, ότι πριν από τον “Πρασσέ” και στο ύψος του δρόμου προς Νότο [Σούγια] και στα δεξιά μας συναντήσαμε σε σμικρογραφία την άλλη πανέμορφη και καταπράσινη περιοχή [λεκανοπέδιο στρογγυλό] των Ρουμάτων [Παλιά ή καινούργια Ρούματα], που το πολύ και συνεχές πράσινο του τοπίου φανέρωνε την ύπαρξη νερού και βέβαια εύκολα διαπίστωνε κανείς την ευρηματικότητα, την εργατικότητα και προοδευτικότητα των ανθρώπων αυτού του παραδεισένιου τόπου, που μ’ εξέπληξε ευχάριστα.
Αγαπητέ κ. Δημήτρη Σειραδάκη, πλάτιασα πολύ [κακό ελάττωμα αυτό] και επεκταθήκαμε και σ’ αλλα πράγματα, αλλά μακάρι πρωτοποριακοί και εργατικοί νέοι άνθρωποί μας να σκεφθούν και υλοποιήσουν το υπό ΜΕΛΕΤΗ παραπάνω σπουδαιότατο έργο. Και πάλι τα θερμά μας συγχαρητήρια για τα πανέμορφα δοκίμιά σας και τον μοναδικό σας τρόπο της αφήγησης που φανερώνει συνάνθρωπό μας που εξακολουθεί να αγαπά τον τόπο και τους ανθρώπους του. Με εξαιρετική εκτίμηση και φιλική αγάπη, ελπίζω να σας γνωρίσω από κοντά και να χαρώ για την γνωριμία σας. Γιώργος Καραγεωργίου, συντ/χος νομικός, κοινωνιολόγος, οικονομολόγος ΧΑΝΙΑ.
Συγγνώμη, διορθώνω μια αβλεψία μου: Αντί “Καμπανός” έγραψα Κάντανος, στις πρώτες σειρές της απάντησής μου. Και, βέβαια, εσείς καταλαβαίνετε, πως επρόκειτο περί λάθους μου. Με εκτίμηση Γ.Κ.
Σημείωση: η σωστή λέξη είναι “εγγειοβελτιωτικής”, αντί της λανθασμένης εγγειοβελτικής. Γ.Κ.