Η μοίρα των όντων και των πραγμάτων έχει τους δικούς της ρυθμούς. Παρουσιάζεται εκεί που δεν την περιμένεις…
Στην εκκλησία Πέτρου & Παύλου, στο ύψωμα του Υμηττού, βλέπω κάμποσα χρόνια, έναν ηλικιωμένο κύριο καλοσυνάτο, με πλατύ και εγκάρδιο χαμόγελο να χαιρετά γνωστούς και φίλους.
Φέτος, πρωτομιλήσαμε, συζητήσαμε για λίγο μετά την εκκλησία. Βαδίζει με μπαστούνι προσεκτικά, το 95ο έτος της ηλικίας του, αλλά με ματιά φλογερή και ψυχή εφήβου. Γόνος προσφύγων της Κερασούντας. Μεγάλος μηχανικός στην ακμή της καριέρας του. Συνεργάσθηκε με Ευρωπαϊκές Εταιρίες, δίδαξε σε σχολές και μιλάει τρεις ξένες γλώσσες.
Τώρα, καλλιτεχνεί και γράφει την ιστορία του αιματοβαμμένου Υμηττού στα χρόνια της αντίστασης, όπως τα έζησε αφού βασανίστηκε και γλύτωσε τρεις φορές το εκτελεστικό απόσπασμα.
Συζητήσαμε πολλά, ανταλλάξαμε απόψεις και σκέψεις. Φεύγοντας για Κρήτη του έδωσα το βιβλίο μου “Αναγνώστης Σκαλίδης”. Επιστρέφοντας στην Αθήνα σε τυχαία συνάντηση μου φωνάζει:
– Σε θέλω, χάθηκες…
– Ήμουν στην Κρήτη, γύρισα χθες, του λέω.
– Το βλέπω στο χρώμα σου και στη ζωντάνια σου. Ηλθες με άλλο αέρα, Κρητικό, γεμάτο αλμύρα και θυμάρι. Θα περάσεις από το σπίτι μου να σου δώσω κάτι…
Πέρασα, έφερε ένα φάκελο. «Αυτό είναι δικό σου, μην τ’ ανοίξεις, άκουσε πρώτα: Διάβασα για τον αρχηγό σου. Θαύμασα τον ηρωισμό, το λόγο, την ανθρωπιά και τη λεβεντιά του άνδρα σε όλο της το μεγαλείο».
Μου έκανε όμως εντύπωση και το άλογό του, η αγάπη του γι’ αυτό, γιατί το φρόντιζε και το τάιζε ο ίδιος. Μοιραζόταν μ’ αυτό τις πορείες και τις μάχες. Μ’ αυτό μαχόμενος και κυνηγημένος, περιδιάβηκε κακοτράχαλα φαράγγια, βουνά και ρουμάνια. Είχε σωματωθεί μ’ αυτό σαν Κένταυρος. Μ’ αυτό, σε ιππικό αγώνα νίκησε τον πρίγκιπα – αρμοστή Γεώργιο. Αυτό ήταν όχι μόνο τα πόδια του, αλλά και τα φτερά του, γιατί μ’ αυτό πέταξε στη Λευτεριά και στη Δόξα. Γι’ αυτό δεν ησύχασα, μέχρι που το αποτύπωσε με μια δική μου τεχνική, κάτι σαν χαλκογραφία, αλλά όχι σε χαλκό. Είναι χειροποίητο και σου το χαρίζω…».
Δεν μου επιτρέπεις να σε προσφωνώ κύριο αλλά φίλο. Γι’ αυτό σου λέω: Φίλε, Σάββα Καλπίδη, με συγκίνησες, με ηλέκτρισες, γιατί δεν περίμενα ποτέ, 117 χρόνια μετά τον θάνατο του Σκαλίδη, 10 χρόνια μετά την έκδοση του βιβλίου, ότι θα βρεθεί καλλιτέχνης ν’ ασχοληθεί με το άλογό του. Το απέδωσες θαυμάσια, αεράτο, καμαρωτό, με πλούσια ουρά που γειώνεται και με το κεφάλι ψηλά και πίσω στην πλάτη του, σαν ν’ αναζητά τον αναβάτη του. Θα μπει στο Μουσείο του αρχηγού.
Φίλε, Σάββα Καλπίδη, δεν σου λέω ευχαριστώ γιατί το θεωρώ ασήμαντο. Θα κάνω μια ευχή για σένα: Να έχεις υγεία και πολλά χρόνια ακόμη, να δημιουργείς και να προσφέρεις.
*Ο Μανώλης Κογχυλάκης είναι Δάσκαλος – Ιστορικός – Συγγραφέας