B’ μέρος
Πέραν των Επαναστάσεων της Προεπαναστατικής περιόδου στην Κρήτη, υπήρξαν και μεμονωμένες ενέργειες απλών ανθρώπων που πολέμησαν και πολεμούν για την τιμή, την περηφάνια τους και την αξιοπρέπειά τους, ανυψώνοντας το ηθικό ενός λαβωμένου λαού σε μια μακραίωνη περίοδο αφόρητης σκλαβιάς.
Ενα τέτοιου είδους φωτεινό παράδειγμα ήταν το ανδραγάθημα του Θοδωρομανώλη στο Επανωχώριον ή Απανωχώρι Σελίνου το 1817, μόλις τέσσερα χρόνια πριν ξεσπάσει η Μεγάλη Επανάσταση του Γένους το 1821, όπου η Κρήτη θα δώσει βροντερό παρών με φλογερούς πατριώτες όπως ήταν οι αδελφοί Χάλη, ο Καπετάν Μανούσακας, ο Γ. Δασκαλάκης ο επονομαζόμενος Τσελεπής και θα συνδράμει αποφασιστικά στον Ελληνικό αγώνα.
Ο Μανώλης Θεοδωράκης ή Θοδωρομανώλης όπως είναι ευρύτερα γνωστός, γεννήθηκε το 1778 στο Επανωχώρι Σελίνου Χανίων, στη συνοικία Μαραγκιανά και λεγόταν Μαραγκάκης, αλλά άλλαξε το επίθετό του σε Θεοδωράκης επειδή έλεγαν Θεόδωρο τον πατέρα του. Η ιστορία του έγινε γνωστή από το ομώνυμο ριζίτικο, γιατί σκότωσε τον Τούρκο γενίτσαρο Εμίν Βέργερη, από την εξέχουσα τουρκοκρητική οικογένεια των Βεργέρηδων, απόγονων ευγενών Ενετών φεουδαρχών που εξισλαμίστηκαν. Ονομαστός λυράρης όταν διετάχθη από τον διαβόητο γενίτσαρο του Επανωχωρίου, Εμίν Βέργερη να πάει στον οντά του για να διασκεδάσει αυτόν και την παρέα του, αλλά να φέρει συνάμα τις ξαδέρφες του και τη χήρα θεία του, γνώριζε την τύχη που τους επιφύλασσε ο Τούρκος και φυγάδεψε τις γυναίκες στο Φαράγγι της Σαμαριάς, γιατί ο Βέργερης θα τις βίαζε, θα τις έκανε δούλες του ή θα τις έπαιρνε στο χαρέμι του. Ήταν ο Βέργερης άλλωστε ο φόβος και ο τρόμος των χριστιανών της περιοχής και τα εγκλήματα που είχε διαπράξει εις βάρος τους διαβόητα. Μόλις λοιπόν φυγάδεψε το σόι του στην ασφάλεια του απάτητου Φαραγγιού, έστησε καρτέρι στο Βέργερη και τον σκότωσε, ξεκαθαρίζοντας την περιοχή από τον αθεόφοβο και άγριο γενίτσαρο.
Συνελήφθηκε στη συνέχεια στον Ομαλό από τους Τούρκους που τον πήγαν στον πασά των Χανίων για να απολογηθεί. Ο πασάς τον ρώτησε γιατί σκότωσε τον Βέργερη, εκείνος του εξήγησε ότι ο Βέργερης είχε σκοπό να ατιμάσει την οικογένειά του, ο πασάς τον συμβούλεψε να βρει μια άλλη δικαιολογία για να σωθεί, αλλά αφού δεν απαρνήθηκε ο Θοδωρομανώλης το φόνο, τότε τον άφησε στα χέρια των Τούρκων με κατάληξη τον μαρτυρικό θάνατό του και την κακοποίηση του πτώματός του
Απόσπασμα από το τραγούδι του Θοδωρομανώλη*
(παραλλαγή αποσπασματική από την προσωπική συλλογή του γράφοντος)
Ζιμπούλι ζιμπουλάκι μου, κατάμπλαβο ζιμπούλι
αφουγκραστήτε να σας πω λυπητερό τραγούδι.
Τραγούδι να το μάθετε, τραγούδι να το λέτε
κι όσοι και να ‘στε Χριστιανοί να κάθεστε να κλαίτε.
Για το Μανώλη θα σας πω το Θοδωρομανώλη
που σκότωσε το Βέργερη μέσα στ’ Απανηχώρι.
Σα θέτε να μάθετε τσοι πράξες του Βεργέρη
ήτονε σκύλος και φονιάς, αλλού δεν είχε ταίρι.
Μέρα και νύχτα τσοι ρωμιούς ούλους εζύγωνέ τζοι
και ‘πιανε τσοι Χριστιανές και ξεμασκάρωνέ τζοι.
Κι αν ήθελε να δει ποθές κιανένα αντρειωμένο
έπιανε και σφαζέτονε άδικα τον καημένο….
Εκάλεσε το λυρατζή το Θοδωρομανώλη
να πάνε να γλεντήσουνε στου Κομπιτσομανώλη.
-Σώπα εδά Εμίν Αγά με τα παράξενά σου
για θα βρωμέση ο γλεντζές που κάνει η αφεδιά σου.
-Έλα Μανώλη ομπανέ και βάστα και τη λύρα
σέρνε και τσοι ξαδέρφες σου και σέρνε και τη χήρα.
Εις τον οξιώστη στάθηκε κι απόης μπαίνει μέσα
κι είδε και κάναν πράματα π’ αθρώπου δεν αρέσαν.
Είχανε ρόβι και ψαρές στρωμένα εις τσοι τάβλες
κι απάνω κεια χορεύανε και κοπελιές και γράδες.
Με τ’ αγγριγιό του μίλησε ο σκύλος ο Βεργέρης
ίντα καμες τσοι κοπελιές μωρέ και δε τσοι σέρνεις.
-Εσύ μου τσοι ετσαρσίτεψες μα ότι θέντωνε κάνω
θα κάμω δα χειρότερα ες το κορμί σ’ απάνω.
Επήρε το τουφέκι του και στη συκιά ανεβαίνει
να δείξει του Εμίρ Αγά πως πράσσουν οι αντρειωμένοι.
Ο Τούρκος εκατέβαινε δεξιά την κάτω σκάλα
μια μαντινάδα ήλεγε και φώνιαζε μεγάλα.
Εφάγαμε και ήπιαμε και εκάμαμε και ζεύκι
ως τόσονά ήτανε γραφτό ήτανε και κισμέτι.
Τη μαντινάδα ήλεγε και ‘φαε και τη μπάλα
ύπνος τον αποκοίμησε λόγια δεν είπε άλλα.
Επήδηξε απού τη συκιά και του πεσε το φέσι
και στη μαδάρα έσυρε ο τόπος δεν τ’ αρέσει.
– Γυναίκα κακορίζικη ίντα μελε να γίνεις
το Βέργερη εσκότωσα και που θε ν’ απομείνης.
– Αν ίσως και την έκαμες σφάξε και τα παιδιά σου
σφάξε και τη γυναίκα σου και άμε στη δουλειά σου.
Σκύφτει γλυκοφιλεί τηνε φιλεί και τα παιδιά του
και παίρνει το τουφέκι του και πάει στη δουλειά του.
Στον Ομαλό τον πιάσανε το Θοδωρομανώλη
δεμένο τονε φέρανε μέσα στο Απανηχώρι.
– Πε γιάντα τον εσκότωσες ποια ‘ταν η αφορμή σου
πρίχου σε θανατώσουνε και χάσεις τη ζωή σου.
– Το ίρτζι μου μου ζήτησε για να μ’ αναπατήση
για κείνο τον εσκότωσα κι ας θέλεις κάμε κρίση.
Και ο πασάς εφώνιαξε με μια φωνή μεγάλη
ως γράφει το κιτάπι μας θε να γενεί ένα χάλι.
Και διάταξε ντο ο πασάς και λέει του Τζελάτη
Με μια σπαθιά αμοναχή να πάρει το κεφάλι.