Τίποτα δεν είναι για πάντα. Ούτε το κάθε αστέρι, ούτε η Γη μας, ούτε ο ήλιος. Στη ζωή των ανθρώπων συμβαίνουν πολλά και τα δύσκολα προκαλούν θλίψη και πόνο. Ό,τι υπάρχει, σ’ αυτόν τον κόσμο, έρχονται στιγμές που υποφέρει πολύ. Κάθε πλάσμα αντιμετωπίζει δυσκολίες και, πολλές φορές, δεν καταφέρνει να επιβιώσει. Ακόμη και τα δέντρα, τα θεόρατα, που τα καμαρώνει κάποιος με δέος, τα λουλούδια που αδίστακτα τα αποσπούμε από τα τρυφερά κλαδιά τους. Έτσι, από ματαιοδοξία, που επιμένει να στολίζει ψυχρά ανθοδοχεία ή από “αγάπη”, που επισπεύδει την ολοκλήρωση του κύκλου της ζωής τους.
Νιώθουν πόνο, που οι άνθρωποι δεν υποπτεύονται, γιατί δεν αναγνωρίζουν τις αντιδράσεις τους. Βλέπουν μόνο την άνθιση και το θάνατό τους…
Μέσα σε Μαγιάτικη μέρα, σε ένα κήπο μεγάλο, καταστόλιστο, με άνθη υπέροχα και ξεχωριστά, υπήρχε και μία αγριοτριανταφυλλιά, γαντζωμένη σε φράχτη, που χώριζε δύο κατοικίες. Η μία θα γινόταν πολυώροφο κτίριο. Στη θέση του φράχτη, θα ορθωνόταν πανύψηλος τοίχος. Από δω, αρχίζει και το δράμα του αναρριχητικού φυτού, που χαιρόταν την ανοιξιάτικη μέρα, ανυποψίαστο. Είχε απλώσει τη γαλήνη του στον πλινθόκτιστο φράχτη και αναπαυόταν! Δεχόταν τις ακτίνες του ήλιου και το παιχνίδισμα απαλού, δροσερού αέρα, που κυμάτιζε ανάλαφρα στα κλαδιά του. Κάποια στιγμή, νόμισε πως έβλεπε εφιάλτη. Δεν ήταν, όμως, στον ύπνο του. Ζωντανό, μπροστά του τον έβλεπε, με μία αξίνα στο χέρι, σαν το χάρο των ανθρώπων, που κρατά δρεπάνι. Το τραυμάτισε στη βάση του κορμού, κοντά στη ρίζα, μα, κάποιος τον σταμάτησε: Μη, την τριανταφυλλιά μου μην την πειράζετε! Ήταν η μικρή της φίλη, η Νεφέλη, που κι άλλες φορές, στα 20 χρόνια της ζωής της, τη γλίτωσε από ξερίζωμα και καταστροφή. Χάρη στην επιμονή της φίλης της, στόλισε τρεις φορές τον επιτάφιο και χάρη στην αγάπη της, στόλιζε και το σπίτι της, πότε – πότε.
Δεν κατάλαβε κανείς τον πόνο που τη διαπέρασε και το φόβο που ένιωσε. Εσείστηκαν δυνατά τα άνθη της και κάποια φυλλορρόησαν. Ήταν θέμα χρόνου να γίνει το κακό, που ερχόταν. Μόλις έπαψε ο γδούπος από το χτύπημα της αξίνας και σιγουρεύτηκε, πως η μικρή φίλη της ήταν κοντά της, αναθάρρησε. Πίστεψε, ήταν σίγουρη, πως δεν θα άφηνε να γίνουν τα χειρότερα. Με μιάς, ξέχασε τον σωματικό και ψυχικό πόνο. Άλλη μία φορά, όπως παλιά, ορθώθηκαν -και ας πονούσαν- τα κλαδιά της, ζωήρεψε το χρώμα των λουλουδιών της, νιώθοντας να την αγκαλιάζει η ίδια αγάπη, με εκείνη που, κάποτε, εμπόδισε να γίνει κούτσουρο ξερό. Ήξερε, πως γινόταν “επιχείρηση” διάσωσης της, που, από μέρες, είχε αρχίσει. Η μικρή Νεφέλη, κατάφερε να πείσει τους γονείς της, να μεταφερθούν ρίζες και κλώνοι στον τοίχο, από τη μεριά του δρόμου. Έτσι, θα στόλιζε και αυτόν, με τα κλαδιά που θα έβγαιναν έξω. Χαιρόταν η αγριοτριανταφυλλιά, βλέποντας σαν σε καθρέφτη τον εαυτό της, όπως δεν τον είχε δει ποτέ, άλλοτε. Καμάρωνε τα δροσερά φύλλα και τα κεφαλάκια των βλαστών της, που φάνταζαν σαν ατλαζένια, μικροσκοπικά συννεφάκια. Λίγα φυτά μπορούν να απλώσουν τόσο όμορφα, τόσο αρμονικά και να στολίσουν ένα φράχτη, σαν παχύ χαλί, με λουλούδια, πάνω στο πράσινο χρώμα του. Βάλθηκε να ζήσει την κάθε στιγμή στον λίγο χρόνο που απέμενε, μέχρι την πιο σημαντική, ίσως, στιγμή στη ζωής της. Έπρεπε να αποδεχτεί, πως θα άλλαζε η θέση της, η ίδια και δεν θα είχε τίποτα από τη μορφή που γνώριζε για πολλά χρόνια. Ήθελε, να κάνει μία αναδρομή στη ζωή της, όπως τη θυμόταν και όπως την καθόρισαν οι συνθήκες και η μοίρα της…
Βρέθηκε σε κήπο περιποιημένο, πανέμορφο, ποικιλόχρωμο -το καμάρι σε όλη την περιοχή- γεμάτο ευωδιές και εκπλήξεις. Η μία ήταν οι φωλιές των πουλιών. Άλλη, οι πεταλούδες που συναγωνίζονταν σε ομορφιά και χάρη τα λεπτοκαμωμένα άνθη της. Υπήρχε, όμως, και η παρουσία της Νεφέλης. Από μικρό παιδάκι, την συντρόφευε και της διάβαζε ιστορίες. Μπορεί, να μη βλέπουν και να ακούν τα φυτά, όπως οι ανθρώποι, αλλά τα αισθάνονται όλα, όπως το χάδι του ήλιου, τα φιλιά της ψιλής βροχούλας μα και τη συντριβή από τη νεροποντή ή το ξεροβόρι. Νιώθουν, καταλαβαίνουν, όταν κάποιος τα φροντίζει και τα νοιάζεται. Δεν τη φρόντιζαν όπως τα ευγενή άνθη. Δεν την τιμούσαν, σε κάθε ευκαιρία, όπως τα τριαντάφυλλα, τις γαρδένιες, τα ζουμπούλια, τους κρίνους, ακόμη και τις μαργαρίτες, που φύτρωναν σχεδόν μόνες τους. Δεν άντεχε και εκείνη, όπως όλα τα λουλούδια του κήπου, τις πατημασιές των ανθρώπων πάνω στα δροσερά της κλώνια και τα άνθη, που είχαν το χρώμα της ροδαυγής και της άρεσαν πολύ. Την ενοχλούσαν τα απερίσκεπτα παιχνίδια των παιδιών, με τις μπάλες και οι προσβλητικές αφές των ζώων. Την ταπείνωνε η ιδέα πως και εκείνη θα την ξερίζωναν κάποτε, για να ζήσει άλλο φυτό, μεγαλύτερης αποδοχής, στη θέση της. Ξεχνιούνται όλα, όταν έρθει η ευλογημένη ώρα της δικής της αποδοχής και καταξίωσης, μέσα από την αγάπη ενός παιδιού, με τη δική της αθωότητα. Απόκτησε υπέροχα άνθη -τα παιδιά της- που φώτιζαν, με το χρώμα του πρωινού, τη ζωή της. Είχε αγκαθάκια μικρά, που πότε – πότε αγκύλωναν πολύ, αλλά δεν έφταιγε αυτή. Έτσι πλάστηκε και αυτά ήταν το όπλο της. Απομάκρυνε, έτσι, ανεπιθύμητους επισκέπτες. Μπορεί, να μη στόλιζε πολλά ανθοδοχεία -δεν ανταποκρινόταν στα ματαιόδοξα γούστα- όμως, ομόρφυνε κάθε φράχτη που αγκάλιαζε. Είχε γλύκα, αλλά την έκανε απρόσιτη η καμωσιά της. Χρειαζόταν στηρίγματα… Έζησε πολλά χρόνια. Έβλεπε να μαραίνονται φυντάνια, νεαρά βλαστάρια, φρέσκα λουλούδια, με την παραμικρή ταλαιπωρία. Έσβηναν κρίνοι, μπροστά στα μάτια της και θλιβόταν, γιατί τους θεωρούσε φίλους της. Έπαυαν οι βασιλικοί να βλασταίνουν και άδειαζε το παρτέρι από το ιερό άρωμά τους, που θύμιζε πως ένα μικρό φυτό, μπορεί να ευωδιάζει θυμίαμα, που έφτανε σαν προσευχή μέχρι τον ουρανό.
Ξεραίνονταν οι τριανταφυλλιές από αρρώστια και δάκρυζε από συγκίνηση. Τις θεωρούσε συγγενείς. Σκεφτόταν, όμως, και το δικό της τέλος. Δεν θα έπρεπε να παραπονιέται. Έζησε πολύ, όσο καλά μπορούσε. Δεν έκανε όλα όσα ήθελε, όμως, είδε πολλά. Ήθελε μόνο, να μη γίνει κούτσουρο ξερό, ποτέ! Ήταν υπόσχεση τιμής στον εαυτό της. Να αναπαυτεί δίπλα στα παιδιά της, κάτω από τον ίσκιο και την αγκαλιά τους, που πια, μεγάλωσαν χάρη στην επιμονή της Νεφέλης, να μεταφυτευτούν στον απέναντι, σταθερό, τοίχο. Θα ένιωθε πως θα ήταν το αιώνιο στήριγμά τους και ας μην ήταν ίδια. Ας μη βλάσταινε ποτέ, ξανά… Ναι, τώρα, μετά την ανασκόπηση της ζωής της και αυτές τις σκέψεις που ξύπνησε, ήταν έτοιμη να πει αντίο στο παρελθόν της, στον φράχτη, που τη στήριξε -ζωή ολάκερη- και σε λίγο δεν θα υπήρχε και στη μοναδική φίλη, που χάρισε αληθινή αγάπη. Τη Νεφέλη της!