Τετάρτη, 13 Νοεμβρίου, 2024

Το αποδέλοιπο με τη ντοπιολαλιά

■ Οι θύµισες για τσι φούρνους και τα φουρνιστά

Εδά απούχω τα µαρτάρικα σε µιαν αµάλαγη παγανέ κι είµαι όφκαιρος, θα βάλω στσι γιαφτάδες µου µερικά ακόµης για τα φουρνιστά, (παραπέρα απού τα αλλοτέσινα), όπως τάχει βαστήξει ο παντέρηµος νους, µη γενεί πράµα και σβήσουνε ούλα µιας κοπανιάς. Λέω κι εγώ ταχτικά, Θέ µου βλέπε µας το νου µας, απούχω διαβασµένο να λέει µπάρε άλλος γείς, αλλά ποτές του δε γ-κατέει κιανείς.

Όντε ν-ορτινιάζανε, λοιπός, τα φουρνιστά, ο άντρας του σπιθιού έφερνε τα φουρνόξυλα για να πυρώσουνε το φούρνο, µόλις «ανέβαινε» η ζύµη. Τα καλύτερα ξύλα ήτονε των ελιέδω, λιανά για την αφουνάρα (φούντες απου κλαδιά), και χοντρά για να κάµει κάρβουνα. Τα κουβάλιε µε το χτήµα, αλλά και πολλές φορές τα φορτώνουντανε στη ράχη.
Για να πυρώσει ο φούρνος έπρεπε να καίνε ξύλα ως και µιαν ώρα και το σηµάδι πως είχε πυρώσει ήτονε να ΄χει ασπρίσει απού τη µέσα µπάντα, γ-ή να πετά και µικιές σπίθες. Ετότεσας εσέρνανε τα κάρβουνα κι επανιάζανε το πατόφουρνο.
Απού τη σκάφη εκόβγανε ένα ένα κοµµάτι ζύµης, το εχτυπούσανε απάνω στο πλαθοσάνιδο, (απου τούχανε βάλει αλέβρι για να µη γ-κολλά η ζύµη), το κάνανε ό,τι ψωµί εθέλανε και το βάνανε στο φούρνο. Τα βάνανε αραιωπά στο φούρνο επειδής η ζύµη, εφούσκωνε (στο ψήσιµο) κι αν ήτονε σιµά θα ν-εκολλούσανε τόνα µε τάλλο. ∆εν τα βάνανε σιµά και στα πλαϊνά του φούρνου, για να µην καούνε.
Απής ετελειώνανε, εβάνανε µερικά κάρβουνα µέσα απού το πορόφουρνο, κι απόξω εβάνανε το σάτσι, µπόδιστρο να µη χάνεται η πυρά ώστενα ψηθεί το ψωµί. Άµα δεν ήτονε µεγάλη η ζυµωσιά κι εχώργιε, εβάνανε κιανένα τεψί µε φαΐ. Για να ψηθεί το ψωµί ήθελε, απάνω κάτω, δυο µε δυόµιση ώρες και το καταλαβαίνανε απού το ρόδισµα, αλλά το ανασηκώνανε για να σιγουρευτούνε κι απου το βάρος. Το ψηµένο εµοσκοβόλα και εµπόργειε να καταλάβεις σε ποιο σπίτι εφουρνίζανε. Το βγάνανε και το πγαίνανε σε ένα κρεβάτι, για µερικές ώρες και το σκεπάζανε. Ύστερα το βάνανε, τσι πλια φορές, µέσα στη σκάφη σκεπασµένο. Αλλά και όσες ηµέρες εβάστα, δεν έπρεπε νάναι στον αέρα επειδής εξεραίνουντονε εύκολα.
Στο φούρνισµα έπρεπε νάχουνε το νου ν-τωνε για να γενούνε ούλα σωστά. ∆ηλαδής άµα δεν είχε ανεβεί όπως πρέπει το λέγανε λειψό και δεν ετρώγουντονε, µόνο σε µεγάλο ζόρε. ∆εν έπρεπε να µείνει παράνω στο φούρνο για να µην καεί µουδέ να βγεί άψητο, επειδής δεν έτρώγουντονε, ήτονε σαν τα πηλά κι έπιανε εύκολα αµούχλα. Αλλά κι άµα δεν είχε κανονικό αλάτσι, πάλι αµούχλια. Σε πολλά σπίθια εµπόργειες να δεις κρεµασµένη απού τα µεσοδόκια του ταβανιού µια ν-τάβλα και να βάνουνε απάνω τα ψωµιά.
Η κάθε φουρνισιά εβάστα ως και δυο βδοµάδες δεν είναι σα γ-και σήµερο απου σε δυο µέρες αµουχλιάζει γ-ή µυριζει άσκηµα, αλλά όπως και να γενεί, απής επερνούσανε τέσσερεις πέντε µέρες, αρχίνα να ξεραίνεται.
Στσοι µπάντες µας εκάνανε στρόγγυλα ψωµιά µεγαλύτερα γ-ή µιτσότερα και άλλα στενόµακρα απου τα λέγανε πάβλους. Για τα κοπέλια εµπόργειε να κάµουνε κιανένα κουλούρι γ-ή άλλα µιτσά ψωµάκια. Απου το πρώτο στάρι τση χρονιάς, επγαίνανε στη βρύση του χωργιού ένα κουλούρι, ελέγανε πως ήτονε για το στρατολάτη, αλλα και πολλές νοικοκεράδες έµπέµπανε σε κάθε φουρνισιά κουλούργια σε γειτονικά σπίθια απου είχανε µιτσά κοπέλια,.
Καλά χρειγειαζούµενο στα σπίθια ήτονε το παξιµάδι, απου εβάστα µήνες και µήνες. Για να το θειάξουνε εκάνανε στενά παβλάκια κι εχαράζανε τη ζύµη κάθε δυο δαχτύλια µισό, δαχτύλι στο βάθος,. ∆εν το ψήνανε ντίπις παρά το βγάναµε µισοψηµένο, το κόβανε µε τα χέργια, (αφού ήτονε χαραγµένο), το αφήνανε να κρυώσει, επύρωνανε το φούρνο και το ξαναψήνανε για να παξιµαδιάσει. Κάθε φέτα παξιµάδι το λέγανε «χαλί» κι εµπόργειε ν΄ ακούσεις «βαλε µου δέκα χαλιά παξιµάδια».
Πολλές φορές οι νοικοκυράδες εξεµένανε από ψωµί κι εδανείζουντωνε απου γειτόνισσες. Απου το γαέρνανε στη µ-πρώτη φουρνισιά.
∆ε µπορώ να ξεχάσω τη νοστιµιά του φρέσκου ψωµιού. Εβάναµε λάδι κι αλάτσι γ-ή ζάχαρη, άλλες φορές στάκα. Ακόµης θυµούµαι τη νοστιµιά ζεστού ψωµιού µε φρέσκια στάκα. Εδά το κοπέλια τρώνε τα βιτάµια, µα δε φταίνε αυτά. ∆εν υπάρχει στάκα αφού εξεκάµαµε τα µαρτάρικα έχνη κι άµα βρεις να τωνε δώσεις γάλα προβατίνας γ-ή αίγας δενξ το κατένε, τωνε βγάνει γαλατίλα και δεν το ρέγουνται. Εδά αρµέγει και τυροκοµά για µας η γι-ΕΒΓΑ και η ΦΑΓΕ. Φοβούµαι πως άµα αναµαζώξουµε κιανένα µαρτάρικο, ετούτοινα θα µασε µαλώσουνε επειδής µας µπεγιεντούνε και θέλουνε να µασε τρατέρνουνε αυτοί γάλα και γαλατερικά. Κουρέµατά µας στο νου άµα δε θωρούµε πως το γάλα απου µασε πουλούνε ετούτοινα, µοιάζει του γαλάτου απου κατέχαµε παλιότερα, µόνο στο χρώµα.
Εγώ θέλω να πιστέβγω πως, άµα ζορίσουνε κι άλλο τα πράµατα θα ν΄ αντιγαείροµε σε πράµατα και σε φαγιά απου έχοµε παραιτήσει και µαζί µε τ΄ άλλα, θα δούµε πόσο φελά και το γάλα που παίρνουµε απού τα έχνη. Θα το βρει η στραβή τ΄ αρνί τζη και η τάβλα το καρφί τζη.
Λένε τόσανα για τσι φούρνους απου θέλουνε οκάδες µελάνι να γραφτούνε. Θα πάρω απου το σωρό µερικά, απου εµπόργιε κιανείς να τ΄ ακούσει και στσ΄ αποσπερίδες:
– Όντε καίγεται ο φούρνος κάθα γείς κλαίει το µ-παύλο ν-του. Όντε γίνετε κανένα κακό, καθένα τονε γνοιάζει πόσο θα ζηµνιωθεί ο γ-ίδιος.
– Φούρνος να µην καπνίσει Ετούτονα το λέγανε άµα θέλανε να πούνε, ας γενεί όσο µεγάλο κακό µπορεί, δεν τον έγνοιαζε εκείνονα απου τόλεγε, δικά να µη ζηµιωθεί ο γ-ίδιος.
– Έκατσε σαν την αποζυµώτρα. Το ζύµωµα είχε µεγάλο ζόρε κι άµα τέλειωνε η νοικοκερά, δεν εµπόργειε α δεν εξεκουράζουντονε λιγάκι.
– Άστονε, µα θα πάει κι αυτουνού το άλεσµα στο µύλο. Το λέγανε πλια πολύ για τσι νιους απου δεν είχανε µπει ακόµης στα ζόρικα τση ζήσης.
– Όπου κι µ-πάει τα΄ άλεσµα στο µύλο θα γαείρει. Το λέγανε για όσα πράµατα θα γεννούνε, θέλοµε δε θέλοµε.
– Εδά ΄χει ο φούρνος τη πυρά. Το λένε άµα είναι η καλύτερη ώρα να σκεδιαστεί γ-ή να γενεί κατιντίς.
– Σα δε θέλει να ζυµώσει, δέκα µέρες κοσκινίζει. Άµα δε θέλει κιανείς να κάµει κιαµιά δουλειά και κνουνκνουκίζει.
Λέει κι ο παπάς στο µοναστήρι για «τον άρτον τον επιούσιον» και µε µπερδέβει επειδής εγώ κατέω το για ψωµί απου τρώµε στη ν-τάβλα µας και για τον άρτο απου τάζοµε στσ΄ Αγίους. Πρέπει πως στσ΄ Αγίους δεν αρέσει το ψωµί, θέλουνε µόνο άρτους και για τούτονα δεν τωνε τάζοµε ψωµιά.
Να θυµηθούµε και µερικά παρατσάφαρα απού τσ΄ αποσπερίδες: Σε τραπεζώµατα απου εµεθούσανε οι µουσαφίρηδες και εκάνανε κουζουλίστικα, ήτονε φορές απου εχαλούσανε και το φούρνο του σπιτονοικοκύρη. Είχα ένα µπάρµπα απου είχε χαλάσει πολλούς. Το πλια παράξενο ήτονε στο µνηµόσυνο ενιούς µεγάλου ανθρώπου, στα Νια Ρούµατα (γ-ή στη Χωστή) κι έκαµε τραπέζι ο γιος του. Να σασε πως πως εκείνανα τα χρόνια οι κοντογειτόνοι δεν εκάθουνωνε στο τραπέζι, παρά οι αλαργινοί επειδής µπορεί να πγαίνανε ούλη τη νύχτα µε το µουλάρι για να φτάξουνε στο µνηµόσυνο. Στο τραπέζι απου σασε λέω ήπιανε λιγάκι παράνω (γ-ή και πολύ), εµεθύσανε κι ως όξω του χαλάσανε το φούρνο, µε πρωτοχαλαστή το µπάρµπα µου. Του το βαστούσανε όµως (κι αυτός κι άλλοι) και σε µια χαροκοπιά απου έκαµε στο σπίτι ν-του, του χαλάσανε κι εκεινού το φούρνο. ∆εν είπε πράµα, παρά έκοψε το χούι ετούτονα.
Μια φορά στα Παλιά Ρούµατα είχε πάει ο σπιτονοικοκύρης να φέρει φουρνόξυλα. Απής τ΄ αναµάζωξε, τά ΄καµε δεµαθιά, τά ΄δεσε κι επήγε παρέκει να κάµει κιαµιάν αµπασάδα. Γλακά ένας συνοράτορας από τον εθώργιε, λύνει τη δεµαθιά, βάνει στη µέση µια µακρόστενη πλακούρα και τη ξανάδεσε. Όντε-ν ήρθε η γ-ώρα να σκολάσει το αφεντικό τση δεµαθιάς πάει να τηνε σηκώσει κι εζορίστηκε καλά να τηνε βάλει στη ράχη, εθάργειε όµως πως τα βάρητα ήτονε απου τα χοντρά ξύλα απούχε µαζί µε τσι φούντες. Ώσπου να πάει στο σπίτι ο κακοµάζαλος εσούρωνε στον ίδρωτα κι ως επέταξε χάµες τη δεµαθιά, εξεφουκάρωσε η πλακούρα. Εκείνηνα την ώρα εφάνηκε στη στράτα ο συνοράτορας, απού τού ΄χε καµωµένη τη κασκαρίκα και του λέει σαν να µην εκάτεχε πράµα: «Είντά ΄ναι ο δρωµός σου».
Ελέγανε και για µια σουχλονοικοκερά, απου τση λείπανε πολλά δράµια για να τάχει 400, εµπιρπίλιζε και το κρασάκι, πως µια φορά απου εζύµωνε ήπιε λιγάκι κι άλλο λιγάκι ώσπου την έπιασε, επαραίτησε το ζυµωτό κι έπεσε στο κρεβάτι. Εµπήκε ο χοίρος απού την ανοιχτή η πόρτα, τά ΄καµε ούλα χουµά-κουτάλια, έτρωγε κι απου τη ζύµη. Εγροίκα το καταχτύπι κι εθάρειε πως ήτονε ορχοµένη η πεθερά τζη, ν΄ αποτελειώσει το ζυµωτό. Απού ΄κεια απου ήτονε αβίζερνε: «Μιτσά και µεγάλα να τα θειάζεις γιατί χρωστούµε κιόλας».

ο ΚάτωΚεφαλιανός


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα