Όταν σωπάσουν τα πουλιά, έρχεται η ώρα του ονείρου. Που ντροπαλά προσεύχεται. Και ‘γω, σπουργίτι σε κρυφή πληγή είμαι. Απόμερο βλέμμα. Στου κάστρου τη πολεμίστρα. Και δείλι άλικο. Σα να ‘ναι η δύση, το αίμα της Στυγός.
Που συγγενικό είναι της θνητότητας. Και της αθανασίας. Και δε ξέρω πως να βάλω στο χορό το βλέμμα. Που όλο αποτραβιέται. Στα εσώτερα δώματα του νου. Σα ντροπαλό σπουργίτι. Και σα γέρικο γεράκι. Που χαμηλή πτήση κάνει. Κι ο Βοριάς, να λυσομανά, γύρω από το κύκλο του κρυφού χορού. Και το βλεμμα, να ξεπαγιάζει πάνω στη πολεμίστρα. Μόνο. Στων οριζόντων το αντάμωμα. Κι ίσως λάθος να ‘ναι ο δρόμος. Μα είναι δικός μου.
Όλα μου τα υπάρχοντα, ένας λάθος δρόμος. Να μου χαμογελά συνωμοτικά. Καθώς ήρθε πάλι η νύχτα. Στην ώρα της. Όπως πάντα. Και είναι το δείλι, ο καημός των οριζόντων. Νέφελο που τρέχει βιαστηκά, ο Έρωντας. Στου ανέμου τη κραυγή.
Που υψώνεται. Και πέρνει μακριά. Ότι από καιρό έχει χαθεί. Στου κόσμου το γύρισμα μιά βόλτα, σωπαίνω. Τι να πεις άλλωστε. Καλύτερα καταιγίδα να ‘σαι. Παρά ξαστεριά με ξαπλωτό φεγγάρι. Καλύτερα το ίδιο το γεγονός, απο τον οιωνό του. Μαζεύω τα κομμάτια του απόβραδου. Σ’ ένα ποτήρι αγρύπνια. Κι δρόμοι όλοι, δρόμος ένας. Αυτός της βαθιάς ανάσας της ψυχής. Κι είναι μιά βαθιά ανάσα η ελευθερία. Βαθιά ανάσα, να γεμίσεις όλος.
Να γίνεις όλοι οι άνεμοι. Κι ύστερα να ξαποστάσεις, πάνω σε νιογέννητο στάχυ. Αψηφόντας των δαιμόνων τον χορό. Στων λογισμών τ’ αλώνι. Κι είναι η βαθιά ανάσα της λεφτεριάς, της αθανασίας το βότανο. Μυστικό ελιξήριο του Αιωνίου. Στους καιρούς που η βαθιά ανάσα είναι απαγορευμένη, εσύ πάρε τη πιό παράνομη και χα’ί΄νισσα ανάσα. Και γίνε αναχωρητής. Και οδοιπόρος. Αόρατος από ότι το αδιάκριτο. Θα ‘ναι ο νους καθαρός. Και η ψυχή γαλήνια.
Εφήβου όρεξη. Για τα ορατά και τα αόρατα. Και θα κερδίσεις έτσι, το πιό καθαρό βλέμμα. Για να τα δεις όλα. Μέσα από το πολύχρωμο σακίδιό σου. Με το μικρό δρεπάνι του Δρυίδη φυλαγμένο καλά μέσα του. Είναι καλή παρέα ο εαυτός σου, όταν είσαι λέφτερος. Έχεις το βλέμμα που κανείς δε μπορεί να δεί. Μα που εκείνο, μπορεί όλα να τ’ αντικρύσει. Κάθεται παραδίπλα από τη πολυλογία φτηνών πεπραγμένων. Παρέα με τα αόρατα. Κυρίως. Παρέα με το όντως Όν. Παρέα με αυτό που πάντα υπήρχε. Χωρίς ποτέ να γεννηθεί. Μήτε να πεθάνει.
Είναι το βλέμμα των αοράτων. Το απόμερο βλέμμα.