Ένα όμορφο δροσερό απομεσήμερο βρέθηκα στο καφενείο του Βαγγέλη του Δραμηλάρη, κάτω από τις μουριές. Με μια παρέα με μερικούς παλιούς, σχεδόν ενενηντάρηδες Ασηγωνιώτες, Μαδαρίτες βοσκούς. Στην παρέα μας την όμορφη που ήταν από κείνες τις παρέες που θα έδινες πολλούς παράδες για να την πρεμαζώξεις!
Aνάμεσά τους ο Μπικοβαγγέλης, ο Γιώργης Παπαδονικολάκης – Καμπανέλης και από τσοι νεότερους ο Μάρκος ο Γύπαρης ο Μπλατζιομάρκος, που κληρονόμησε ούλο το DNA του πατέρα του, του Μπλατζιοσήφη, που δεν είναι πια μαζί μας και μου είχε πει τόσο όμορφες παλιές ιστορίες. Βέβαια στην παρέα υπήρχαν και νεότεροι βοσκοί όπως ο Ανδρέας ο Μελάς, ο λαγουτιέρης και άλλοι που κατά καιρούς έπαιρναν το λόγο.
Όμως οι τρεις τους είχαν την πρωτοκαθεδρία! Δεν έχασα λοιπόν την ευκαιρία και αφού απόλαυσα το καφεδάκι που με κέρασαν.
– Και πώς τονε θέλεις το καφέ; ρώτησε η Ελένη.
– Όπως τον έπινε ο μπαρμπα Γιάννης ο Τζαγκάρης. Βενιζελικό! με λίγη ζάχαρη.
Αμέσως μετά ξεκινήσαμε την κουβέντα. Μα ούλοι οι βοσκοί ετότεσας εκλέφτανε, για δεν εμπόριε κιανένας να ‘χει οζά γή αίγες και να μην κατένε από τα γυρόχωρα, πως ανέ τον πάρουν (κλέψουν), αυτός θα τα διαλαλήσει και ότινα τα μάθει θα τα εκδικηθεί!
Έτυχε πριν κάμποσα χρόνια να ρωτήσω έναν παλιό βοσκό που δεν υπολόγιζα ποτέ πως είχε κλέψει!
– Ναι, επήγα και ‘γω κάμποσες φορές, μα πάντα, γιατί μας είχανε παρμένα (κλεμμένα) οζά και τα εκδικήθηκα. Μόνο χαράμις τη μπουκιά απούφαγα ποτές μου, μόνο τα χάριζα.
– Μα Βαγγέλη επήγετε ποτές σας με το Γιώργη καμιά στραθιά;
– Όι, ποτές μας δεν επήγαμενε μαζί μου, απάντησε ο Καμπανέλης. Εγώ επήαινα μ’ άλλους και ο Βαγγέλης μ’ άλλους.
– Είντα δε ν’ εφέρναμενε πολλά. Τσι πλια φορές εφέρναμενε δυο γή τρία και τα σφάζαμενε. Νάχε φερώμενε πεντέξε, τα πετούσαμενε σε τρύπες και τονε πετούσαμενε ύστερα κλαδιά να μην ψοφήσουν και τα σφάζαμενε ένα – ένα.
Ένας μόνο κατέω πως επήαινενε απ’ αλάργο. Είπασί μου πως επήαινενε από την άλλη μπάντα του Ψηλορείτη και έλειπενε κι ως πεντέξε μέρες. Και μια φορά έφερενε κι ως πενήντα οζά.
– Και πηαίνετε αρματωμένοι;
– Ναι, κιαμέ! Επαίρναμενε τα τουφέκια μας, όποιος είχενε τουφέκι γή κιανένα κουμπουράκι γιατί εμπόριενε να στέσωμενε μπόλεμο με τσοι χωροφυλάκους. Και πολλοί εδώκανε κούτελο με τσοι χωροφυλάκους όπως ο Ντουλετζόπετρος στο κόκκινο σπίτι, στη μπέρα μπάντα τσ’ Αρκούδαινας.
– Μάρκο, πες μου την ιστορία με τα στείρα του Νιαούνη και του Σπαθάρα.
– Και ποιος ήτανε ο Σπαθάρας; ρώτησαν οι νεώτεροι.
– Σπαθάρα επαρανομιάζαν, το Τζαγκαρομάρκο.
– Ναι, ετσά παρανομιάζανε το παππού, μου απάντησε ο Ανδρέας ο Μελάς. Αυτός το παρατσούκλι το κληρονόμησε από τον προπάππου μου. Θάχενε πρέπει κιανένα σπαθί και αποκειά τονε βγάλανε Σπαθάρα.
Την κουβέντα συνέχισε ο Μπλατζιομάρκος: Εσυφωνήσανε και σταίσανε το λοιπός, το μιτάτο στο Κακοδιάβατο και βάλανε το Στελή που ήτανε κοπέλι, στειράρη. Ο στειράρης ανήκε στην ιεραρχία του μιτάτου που ήταν κατά σειρά ο τυροκόμος, ο γκαλονόμος, ο ματρατζής και ο στειράρης.
Έπαιρνε, λοιπόν, ο στειράρης τα στείρα του μιτάτου και τα έβοσκε. Συνήθως τα πήγαιναν στα Κρεμαστά, στο Φουρνί γή στο Τρυπάλι, του έδινα επίσης και κάνα δύο ή περισσότερα εγγαλά να τα αρμέξει να πίνει το γάλα ή να το κάνει γιαούρτι.
Πήρε λοιπόν τα στείρα του Σπαθάρα και του Νιαούνη και τα έβλεπε πιο πάνω από το Κακοδιάβατο, στα σύνορα με τ’ Ασκυφιώτικα.
Μια μέρα εκεί που καθόταν ήρθε κοντά ένας γέρος Ασκυφιώτης, που έβλεπε κι αυτός οζά εκεί. Κάθισαν και άρχισαν την κουβέντα.
Ο γέρος που δεν ήταν άλλος από τον Πούλακα, παλιό Μακεδονομάχο, φορούσε στη ζώνη του ένα τεράστιο ασημομάχαιρο.
Ο Στελής το παρατήρησε και τον ρώτησε:
– Πουλείς μπάρμπα το μαχαίρι;
– Ναι, ανιψιέ, το πουλώ το, του απάντησε ο γέρος. Εκείνη την εποχή, λόγω σεβασμού, έναν μεγαλύτερο δεν τον έλεγες ποτέ με τ’ όνομά του. Τον έλεγες ή μπάρμπα ή κουμπάρο.
– Ανέ βρω κιαμιά δεκαρέ οζά γή αρνιά θα τα δώσω, μα εμένα δε μου χρειγιάζεται. Εγώ ‘μαι γέρος!
Του Στελή του είχε γίνει έμμονη ιδέα η υπόθεση με το ασημομάχαιρο.
Σκεπτόταν να πάει από ποθές να αρπάξει κιαμιά δεκαρέ οζά. Μετά σκέφθηκε να γυρίσει τα στείρα του Νιαούνη, να τα δώσου του γέρω, να πάρει το μαχαίρι.
Ύστερα θα του έλεγενε πως του τα κλέψανε!
Τα έδωσε λοιπόν και πήρε το μαχαίρι και ύστερα κατέβηκε στο Κακοδιάβατο, στο μιτάτο.
– Εκλέψασί μου τα μισά στείρα. Γυρεύω τα εδά και μερικές μέρες και σαϊκα μου τα ‘χουνε κλεμμένα.
Εκεί ήταν και άλλοι Γωνιώτες που τσοι γνωρίζανε και θα μπορούσανε να τα διαλαλήσουν στα γυρόχωρα και να τα βρουν. Όπως ο Ντουλετζοπέτρος, ο Λευτέρης του Γυπαροπέτρου, ο Μπερβανογιώργης…
Πήγανε λοιπόν στ’ Ασκύφου και τα διαλαλούσανε. Στην αρχή τους το αποκλείσανε να τα ‘χουνε παρμένα από κει. Ένας όμως που το άκουσε του είπενε:
– Ο μπάρμπας μου κατέβαζε τα στείρα από τη Μαδάρα στο λάκκο και τάχενε στο Τρυπάλι και μου φάνηκαν περισσότερα από όσα είχενε. Άσε να πάω να τονε ρωτήξω.
– Μπάρμπα, πού τα βρες τα στείρα;
– Επούλησα ένα ασημομάχαιρο του Στελή και μου δώκενε 10 οζά, και μου ‘πενε πως τα πήρε από τ’ Αμάρι.
Μόλις μαθεύτηκε το γεγονός, ο Στελής δεν είχε στεμό στη Γωνιά. Παράτησε τη βοσκική και τη Γωνιά και έγινε Αθηναίος επιχειρηματίας.
Αγαπητε Σηφη να εισαι καλα ,με τις ωραιες ιστοριες της ΑσηΓωνιωτικης ριζας που εχομε τη τυχη οι νεοτεροι να βρισκουμε στα βιβλια σου,μαθενομε για πραγματα που εκαναν οι πατεραδες μας , οι παπουδες μας και γενικα οιχωριανοι μας και απο τη μια μας πιανει νοσταλγια για τα παλιοτερα χρονια και απο την αλλη γελαμε με τα καμοματα τους,νασαι καλα να συνεχιζεις παρα τις οποιες δυσκολιες