«Το Aσμα των Ασμάτων» με πρωταγωνιστή την αγάπη…
«Από ό,τι καλλ’ έχει άθρωπος τα λόγια ‘χου τη χάρη
Να κάνουσι κάθε καρδιά παρηγοριά να πάρη,
κι όπου κατέχει να μιλή με γνώση και με τρόπο,
κάνει και κλαίσιν και γελού τα μάτια των ανθρώπω».
Α (στιχ. 927-930)
Έμμετρο μυθιστόρημα ερωτικό με επικολυρικά στοιχεία που εκτείνεται σε 10.010 δεκαπεντασύλλαβους, ζευγαρωτούς ομοιοκατάληκτους στίχους, γραμμένο σε κρητική διάλεκτο και ιδιαίτερα με το ιδίωμα της Ανατολικής Κρήτης, μιας και ο δημιουργός του, Βιτσέντζος Κορνάρος όπως δηλώνεται στο τέλος –σε περίπτωση που δεν είναι εμβόλιμοι οι στίχοι- κατάγεται από τη Σητεία.
«Βιτσέντζος είν’ ο ποιητής κι εις τη γενιά Κορνάρος,
που να βρεθή ακριμάτιστος όντε τον πάρει ο Χάρος.
Στην Στείαν εγεννήθηκε, στην Στείαν ενεθράφη
Εκεί ‘καμε και κόπιασε ετούτα που σας γράφει.
Στο Κάστρον επαντρεύτηκε, σαν ορμηνεύγ’ η φύση
το τέλος του έχει να γενή, όπου ο Θεός ορίσει».
Ε (1543-1548)
Το έργο γράφτηκε κατά πάσα πιθανότητα πριν το 1645, βασιζόμενοι στην πληροφορία του Ανώνυμου, Επιμελητή της πρώτης έκδοσης (1713), ότι το ποίημα το έφεραν από την Κρήτη οι πρόσφυγες που ζήτησαν καταφύγιο στα Επτάνησα για να διασωθούν από τον Τουρκικό ζυγό που απλώθηκε ολοκληρωτικά στο Νησί το 1669.
Ο μύθος του έργου δεν είναι πρωτότυπος, με μικρές παραλλαγές τον συναντάμε σε πάμπολλες ερωτικές ιστορίες των αλεξανδρινών και μεσαιωνικών χρόνων.
Κατά πολλούς μελετητές, ο Βιτσέντζος Κορνάρος αντλεί την πλοκή του από τα γαλλικό μυθιστόρημα του ΙΕ΄ αιώνα το «Paris et Vienna» του Pierre de la Gypede που έφτασε έμμεσα στα χέρια του από μια Ιταλική διασκευή.
Υπάρχουν όμως επιρροές στον Ερωτόκριτο και από άλλα αναγεννησιακά έργα, όπως ιδίως από τον “Μαινόμενο Ορλάνδο” του Αριόστο αλλά και από την “Ελεύθερη Ιερουσαλήμ” του Τορκ. Τάσσο.
Αλλά η ποιητική ιδιοφυία του Κορνάρου που διαφαίνεται από το ξεκίνημα του έργου έγκειται στο γεγονός ότι ξεκινώντας από ένα μέτριο ξενικό πρότυπο συνέθεσε ένα αριστούργημα με αναμφισβήτητη ελληνική πνοή.
«Του κύκλου τα γυρίσματα π’ ανεβοκατεβαίνουν
και του τροχού π’ ώρες ψηλά κι ώρες στα βάθη πηαίνου,
με του καιρού τ’ αλλάματα π’ αναπαημό δεν έχου
μα στο καλό κι εις το κακό περιπατούν και τρέχου
και των αρμάτω οι ταραχές, όχθρητες και τα βάρη
του έρωτα οι μπόρεσες και τση φιλιάς η χάρη,
αυτάνα μ’ εκινήσασι τη σήμερον ημέρα
ν’ αναθιβάλω και να πω τα κάμουν και τα φέρα…
…………………………………………………….
τότες μια αγάπη μπιστική στο κόσμο φανερώθη».
Α (στιχ 1-21)
Το έργο πάλλεται από επική δύναμη και γνήσιο λυρισμό και απηχεί την καλύτερη στιγμή της Κρητικής λογοτεχνίας, θεωρείται κλασικό έργο αν και επικρίθηκε από τους “καθαρολόγους” ποιητές.
Το έργο διαιρείται σε 5 μέρη, όπως συνέβαινε με τις πέντε πράξεις του Ιταλικού Θεάτρου.
Η υπόθεση του έργου περιστρέφεται γύρω από τον Έρωτα και την παλληκαριά και τοποθετείται σε μια υποθετική και συμβατική αρχαιότητα, πλασματική με ποιητική φαντασία.
Α΄ Μέρος (2215 στίχοι)
Ο Βασιλιάς της Αθήνας, Ηρακλής, είχε μια μοναχοκόρη την Αρετούσα, την οποία ερωτεύεται ο Ερωτόκριτος, γιος του έμπιστου συμβούλου του Πεζόστρατου.
Ο Ερωτόκριτος εκμυστηρεύεται τον έρωτά του στον επιστήθιο φίλο του, τον Πολύδωρα που μάταια προσπαθεί να τον αποτρέψει επισημαίνοντάς του τον κίνδυνο στον οποίο εκθέτει τον εαυτό του και την οικογένειά του.
Ο Ερωτόκριτος βρίσκει παρηγοριά και διέξοδο τραγουδώντας τον έρωτά του κάτω από το μπαλκόνι της Αρετούσας τα βράδια. Το Παλάτι ακούει το τραγούδι του με ευχαρίστηση και πολύ περισσότερο η Αρετούσα που θέλγεται από τον τραγουδιστή.
Ο Ρήγας, θέλοντας να εντοπίσει ποιος είναι ο νυχτερινός τραγουδιστής καλεί όλους τους ευγενείς νέους στο Παλάτι σε συμπόσιο, βέβαιος ότι θα τραγουδήσουν κατά τη διάρκειά του, αλλά μάταια. Ο Ερωτόκριτος αντιλαμβάνεται το τέχνασμα του Βασιλιά και δεν ανοίγει το στόμα του.
Πεισμώνει ο Ρήγας μετά την άκαρπη προσπάθεια και δίνει εντολή σε δέκα σωματοφύλακές του να στήσουν ενέδρα και να συλλάβουν τον άγνωστο τραγουδιστή.
Το εγχείρημα αποτυγχάνει μιας και ο Ερωτόκριτος με τον Πολύδωρο διαφεύγουν, αφού προηγουμένως σε συμπλοκή που έχουν με τη φρουρά του βασιλέως σκοτώνονται δύο σωματοφύλακες.
Τα γεγονότα γνωστοποιούνται και δυναμώνουν τον έρωτα της Αρετούσας, η οποία με τη σειρά της τον εξομολογείται στη Νένα της.
Εντωμεταξύ ο Ερωτόκριτος και ο Πολύδωρος ξενιτεύονται στον Έγριπο. Ο πόνος και ο πόθος της Αρετούσας είναι μεγάλος.
«Έτσι μπερδεύτηκα και ‘γω και πάσχω και ξετρέχω
να βγω από τέτοιο μπέρδεμα και λυτρωμό δεν έχω
κι ολημερνίς κι ολονυχτίς, ξυπνώ και οντέ κοιμώμαι
τον λαγουτάρη αναζητώ, του τραγουδιού θυμούμαι
πάσκω βοηθούμαι, όσο μπορώ, το σφάλμα μου γνωρίζω
μα την εζά μου πήρανε πλιο μου δεν την ορίζω
μαγάρι ας ήτο βολετό, μαγάρι να το μπόρου
ένα που δεν εγνώρισα στο νου να μην εθώρου
και ολημερνίς και ολονυχτίς κρίσιν έχω μεγάλη
να ζωγραφίζω στην καρδιά ‘νους που δε είδα κάλλη…
Α (στιχ. 955-996)
Μα έρωτας στέκει ανάδια μου και τα άρματα μου δείχνει
βαστά φωτιά και αναλαμπή και πάνω μου τη ρίχνει
και δεν κατέχω ίντα να πω ίντα να αποφασίσω
τίνος να κάνω θέλημα και πάλι ποιο να αφήσω,
φόβος και πόθος πολεμά και γω ‘μαι το σημάδι
και δε μπορώ τούτα τα δυο να τα συμβάσω ομάδι…».
Κατά τη διάρκεια της απουσίας του Ερωτόκριτου, αρρωσταίνει ο πατέρας του Πεζόστρατος. Η Αρετούσα με την μητέρα της θα επισκεφθούν τον Πεζόστρατο, όπου η Αρετούσα ανακαλύπτει στο δωμάτιο του Ερωτόκριτου τα τραγούδια του αγνώστου τραγουδιστή καθώς και μια ζωγραφιά της και η αγάπη της φουντώνει περισσότερο.
Ο Ερωτόκριτος που επιστρέφει μετά την πληροφόρησή του για την αρρώστια του πατέρα του, σε συνάντηση που έχει με την Αρετούσα, διαπιστώνει ότι ανταποκρίνεται στον έρωτά του.
Β΄ ΜΕΡΟΣ (2464 στίχοι)
Στην Β΄ ενότητα ο Ρήγας διοργανώνει κονταρομαχίες για να διασκεδάσει την κόρη του. Το έπαθλο χρυσό στεφάνι για το νικητή από τα χέρια της Αρετούσας. Στην κονταρομαχία παίρνουν μέρος 14 αρχοντόπουλα από όλες τις Ελληνικές χώρες.
Τελικός νικητής είναι ο Ερωτόκριτος στην τελευταία αναμέτρησή του με τον Κυπρίδη και στέφεται με το έπαθλο του νικητή.
Ξεχωριστής αξίας είναι οι περιγραφές και οι σκηνές αναμέτρησης μεταξύ Χαρίδημου – Σπιδόλιοντα και Κυπρίδη με το Ρηγόπουλο του Βυζαντίου, Πιστοφόρο.
ΚΑΡΑΜΑΝΙΤΗΣ
«Επρόβαλεν ωσά θεριό ένας Καραμανίτης
όπου ‘χεν όχθρητα πολλή με το νησί της Κρήτης.
Ήταν αφέντης δυνατός και πλούσιος, και μεγάλος
σ’ εκείνα τα μέρη σαν αυτό δεν εγεννήθη άλλος
δεν επροσκύναν Ουρανό, Άστρα μηδέ Σελήνη
του κόσμου εφοβέριζε με την θωριάν εκείνη
εις το σπαθίν του πίστευγε κι εκείνον επροσκύνα
πάντα πολέμους κι όχθρητες, πάντα μαλιές εκίνα…».
Β΄ (στίχοι 319-326).
Και για τον γιο του Βυζαντίου, Πιστοφόρο:
«Με στόλιση βασιλική και πλούσα πλια παρ’ άλλην
και μ’ έπαρσες ρηγατικές και με αφεντιά μεγάλη
επρόβαλεν ωσάν αϊτός στ’ άλογο καβαλάρης
του Ρήγα του Βυζάντιου ο γιός ο κανακάρης
με καβαλάρους είκοσι κι είκοσι πεζολάτες
κι από μακρά πλουμίζουσι κι ελάμπασιν οι στράτες».
Β΄ (στιχ. 365-370)
Και από τη μονομαχία Καραμανίτη – Χαρίδημου:
«Τριγυρισμένους τσ’ έχωσι και στέκουν και θωρούσι
τον πλιά αντριωμένο από τους δυο δε ξέρουσι να πούσι
και μόνο κείνα τα σπαθιά π’ ανεβοκατεβαίνου
και ώρες ζερβά τα ζάλα τους κι ώρες δεξά τα πηαίνου
Πολλά μεγάλη δύναμιν έχει ο Καραμανίτης,
Πλιά τέχνης και πλιά μαστοριάς είν’ το παιδί της Κρήτης…».
Β΄ (στίχ. 1063-1068)
Γ΄ ΜΕΡΟΣ (1760 στίχοι)
Αφού η Αρετούσα εκμυστηρεύεται τον έρωτά της στη Νένα, τη Φροσύνη, και παρά την προσπάθεια της τελευταίας να τη νουθετήσει, τελικά καταλήγει να την βοηθά να συναντήσει τον αγαπημένο της Ρωτόκριτο.
Ύστερα από τις κρυφές συναντήσεις των Ερωτόκριτου – Αρετούσας και αύξηση του ερωτικού πάθους τους, αποφασίζουν να ζητήσουν από το Ρήγα να παντρευτούν.
Ο Ερωτόκριτος πείθει τον πατέρα του τον Πεζόστρατο να επισκεφθεί τον βασιλιά και να ζητήσει την βασιλοπούλα σε γάμο.
Με το άκουσμα ο Ρήγας εξοργίζεται για την τόλμη του Πεζόστρατου και εξορίζει τον Ερωτόκριτο από τη χώρα του. Προτού φύγει η Αρετούσα του προσφέρει το δακτυλίδι της και ορκίζονται και οι δύο σε παντοτινή πίστη.
Τα ‘κουσες Αρετούσα μου τα θλιβερά μαντάτα
που ο κύρης σου με ξόρισε στης ξενιτιάς τη στράτα;
……
Τέσσερεις μέρες μοναχά μου ‘δωκε ν’ ανιμένω
κι απόκει να ξενιτευτώ πολλά μακρά να πηαίνω
Και πώς να σ’ αποχωριστώ και πώς να σου μακρύνω,
και πώς να ζήσω δίχως σου στον ξορισμό εκείνο;
……
Κατέχω το κι ο κύρης σου γλήγορα σε παντρεύγει,
Ρηγόπουλο, Αφεντόπουλο, σαν είσ΄ εσύ, γυρεύγει
……
Μια χάρη, αφέντρα, σου ζητώ, κι εκείνη θέλω μόνο
Και μετά κείνη ολόχαρος τη ζήση μου τελειώνω
την ώρα π’ αρραβωνιαστής, να βαριαναστενάξης
και όντε σα νύφη στολιστής, σαν παντρεμένη αλλάξης
ν’ αναδακρυώσης και να πης «Ρωτόκριτε καϋμένε
τα σου ’τάσσα λησμόνησα, τα θελες πλιο δε έναι».
Γ΄ (στίχ. 1355-1376)
Δ΄ ΜΕΡΟΣ (2022 στίχοι)
Στην τέταρτη ενότητα ο Ρήγας φυλακίζει την Αρετούσα με τη Νένα, μετά την επίμονη άρνησή της να παντρευτεί το Ρηγόπουλο του Βυζαντίου. Τον επόμενο χρόνο ο Βασιλιάς των Βλάχων Βλαντίστρατος εισβάλει στη χώρα του Ηρακλή και πολιορκεί την Αθήνα.
Ο Ερωτόκριτος μεταμφιεσμένος σε Σαρακηνό με τη βοήθεια ενός μαγικού φίλτρου προσφέρει στους Αθηναίους ανέλπιστη και αποτελεσματική βοήθεια, σε αποφασιστική μονομαχία που ορίζεται μεταξύ των δύο εμπολέμων, καταβάλει ο Ερωτόκριτος τον ανιψιό του Βασιλιά των Βλάχων, Άριστο.
Ο Βασιλιάς των Βλάχων αποδέχεται αναπόφευκτα την ήττα του και αφού παίρνει το πτώμα του ανιψιού του Αρίστου, με θρήνο επιστρέφει στη χώρα του.
Το κονταροχτύπημα του Ερωτόκριτου με τον Άριστο θυμίζει επιρροή ακριτικού κύκλου, συγκεκριμένα την πάλη μεταξύ Διγενή και Χάροντα στα μαρμαρένια αλώνια.
Αποσπασματικά αναφέρουμε:
«Κείνοι που στέκουν και θωρού την αναπνιά κρατίζου
το στόμαν είναι σωπαστό, τα μάτα δε σφαλίζου.
Δε στρέφονται να δουν αλλού, τούτη η δουλειά η μεγάλη
δε τους αρέσει να θωρού σε μια μεριά ουδ’ εις άλλη
μόνο εκεί που πολεμούν οι δράκοντες αυτήνοι
στον κόσμο άλλος πόλεμος σαν τούτο δεν εγίνη…»
Δ΄ (στιχ. 1750-1755)
……..
«Ο Ρωτόκριτος ωσάν αϊτός από τη σέλα βγαίνει
πεζέφνει, και τον Άριστο εστέκε κι ανιμένει.
Γδυμνά τα λαμπερά σπαθιά ανεβοκατεβαίνα
και σπίθες από τ’ άρματα ως αστραπές εβγαίνα.
Τα σίδερα τσ’ αρματωσάς κόβγου και ξεκαρφώνου
το αίμα, όσο πλια τρεχε, κι όσο η πληγή το βγάνει
τόσο πληθαίν’ η δύναμη και πλια καρδιά τως κάνει…»
Δ΄ (στιχ. 1790-1804)
Ε΄ ΜΕΡΟΣ (1550 στίχοι)
Στο τελευταίο μέρος ο Ηρακλής γεμάτος ευγνωμοσύνη προσφέρει στον άγνωστο πολεμιστή και σωτήρα της χώρας του πλούτη και το μισό βασίλειό του. Αυτός όμως αρνείται και προτιμά ως αμοιβή του να του δώσει την φυλακισμένη Αρετούσα. Ο Βασιλιάς δέχεται αλλά η Αρετούσα αντιδρά και δεν καταδέχεται να παντρευτεί τον άγνωστο πολεμιστή αποδεικνύοντας την πίστη και αφοσίωσή της στον έρωτά της.
Τότε ο Ερωτόκριτος της αποστέλει το δακτυλίδι που η ίδια του είχε χαρίσει. Η Αρετούσα απορεί και ζητά εξηγήσεις. Ο Ερωτόκριτος πάντα μεταμφιεσμένος και αγνώριστος σε συνάντησή του με την Αρετούσα της αναφέρει ότι το δακτυλίδι αυτό του το έδωσε ως δώρο ένας που τον βρήκε σε σπήλαιο να ξεψυχά μετά από δάγκωμα φαρμακερού φιδιού.
Η Αρετούσα χάνει τις αισθήσεις της και ο Ερωτόκριτος αποκαλύπτει την ταυτότητά του, αφού είναι πεπεισμένος για την αγάπη της.
Τελικά οι δύο νέοι παντρεύονται με τις ευλογίες του Ρήγα που θεωρεί ότι ήταν γραφτό αυτό να γίνει για το βασίλειό του.
«Ήρθεν η ώρα κι ο καιρός και η μέρα ξημερώνει
να φανερώση ο Ρωτόκριτος το πρόσωπο που χώνει
Εφάνη ολόχαρη η αυγή και τη δροσούλα ρίχνει
Σημάδια της ξεφάντωσης κείνη την ώρα δείχνη.
Χαμοπετώντας τα πουλιά εγλυκοκελαηδούσα
στα κλωναράκια των δεντρώ έσμιγαν και φιλούσα.
Κι εσκόρπισεν η συννεφιά και οι αντάρες εχαθήκα
πολλά σημάδια της χαράς στον ουρανό φανήκαν».
Παρατηρούμε ότι στον Ερωτόκριτο έχουμε μια ιστορία φανερά λαϊκής αντίληψης αλλά ταυτόχρονα έχουμε ένα θεατρικό αίσθημα δραματοποίησης.
O Mario Vitti επισημαίνει ότι ο Ερωτόκριτος αναπτύσσει με αυταρέσκεια τον διάλογο που υπήρξε στα βυζαντινά μυθιστορήματα οδηγώντας τον σε μια αυτονομία που πλησιάζει εκείνη του Κρητικού Θεάτρου.
Στο λαοφιλές μακροσκελές άσμα μπορεί να κυριαρχούν «του έρωτα οι μπόρεσες και τσι φιλιάς οι χάρες», αλλά είναι εμφανές ότι κι άλλες επιμέρους ιδέες κοσμούν την αξία του ποιήματος, όπως η φθαρτική καταδίωξη του χρόνου.
«Αφής τσι μέρες να διαβού, το χρόνο να περάσει
τα άγρια θεριά μερώνουσι με τον καιρό στα δάση
με τον καιρό τα δύσκολα και τα βαρά αλαφραίνου,
οι ανάγκες, πάθη κι αρρωστιές γιατρεύονται και γιαίνου.
Με τον καιρό οι ανεμικές κι οι ταραχές σκολάζου
και τα ζεστά κρυγαίνουσι, τα μαργωμένα βράζου
με τον καιρό οι συννεφιές παυγούσι κι οι αντάρες
κι ευκές μεγάλες γίνονται με τον καιρό οι κατάρες».
Γ΄ (στίχ. 1629-1636)
Ο ποιητής διαλαλεί με μαεστρική την ψυχολογία του έρωτα και την δύναμή του θυμίζοντας τη ρήση του Σοφοκλή «Έρως ανίκατε μάχαν». Σύμβολο νεότητας αλλά και διαχρονικής αξίας συναίσθημα, πέρα τόπου και χρόνου, κοσμεί την ευαίσθητη ψυχή που βάλλεται και πάλλεται μπροστά στο μεγαλείο του.
Είναι πραγματικός ύμνος στον έρωτα ορισμένα χωρία του Ερωτόκριτου.
«Γρικήσετε τον Έρωτα θαμάσματα τα κάνει
κι εισ –έ θανάτους εκατό όσ’ αγαπούν τσι βάνει.
Κάνει τον ακριβό φτηνό, τον άσχημο ερωτάρη
κάνει και τον ανήμπορο, άντρα και παλικάρι
το φοβιτσιάρην άφοβο, πρόθυμο τον οκνάρη
κάνει και τον ακάτεχο να ξέρει κάθε χάρη.
Α΄ (543-550)
«Ποιος εις τον κόσμο εφάνηκε και αγάπη δεν κατέχει,
ποιος δε την εδοκίμασε, ποιος δεν την εξετρέχει.
Και ήντα δεν κάνει ο έρωτας σε μια καρδιά που ορίζει
σαν τη νικήσει ούτε καλό ούτε πρεπό γνωρίζει».
Ο ποιητής βαθύς γνώστης της ανθρώπινης ψυχής γράφει:
«Τα μάτια δεν καλοθωρού στο μάκρεμα του τόπου
μα πλια μακρά, μα πλια καλά θωρεί η καρδιά τ’ αθρώπου.
Εκείνη βλέπει στα μακρά και στα κοντά γνωρίζει
κι εις έναν τόπο βρίσκεται κι εισέ πολλούς γυρίζει.
Τα μάτια να ‘ναι κι ανοιχτά, τη νύχτα δε θωρούσι
μέρα και νύχτα τση καρδιάς τα μάτια συντηρούσι
Χίλια ματια ‘χει ο λογισμός, μερού νυχτού βιγλίζου
χίλια η καρδιά και πλιότερα και ουδέ-ποτέ σφαλίζου».
Α΄ (1077-1084).
Οι εικόνες είναι από την πρωτότυπη έκδοση του 1713 και πάρθηκαν από τις εκδόσεις “Γαλαξία” 1952.
Το άσμα τών ασμάτων είναι από τα ωραιότερα πού έχω διαβάσει και θα έπρεπε να το διαβάσουν πολλοί γιατί ο Ερωτόκριτος αρέσει σε πάρα πολλούς θα διαβάσω λιγο στούς κρητικούς παλμούς μπράβο!!