Κυριακή, 22 Δεκεμβρίου, 2024

Το αθάνατο νερό

Τα καλοκαίρια μικρό παιδί καθόμουνα τα βράδια  σε μια γωνιά του μπαλκονιού  μας κητάζοντας το λουλουδιασμένο ουρανό,με το φεγγαράκι να με κητάζει σιοπηλό κι ´ασημολούζοντάςμαι γελαστό.Με τα νυχτοπούλια τα τριζόνια και τα βαρθακάκια να χροματίζουν  τσι νύχτες το κάθε ένα με το δικόντου τρόπο.Ακουγα και ξανάκουγα με κομένη την ανάσα για να μη μου ξεφίγει λέξι ‘ολα ,από αυτά που έλεγαν και ξανάλεγαν αυτοί που μας αποσπερίζανε.Μα και στσι παγωμένες νύχτες του χειμώνα ,κοντά στη καμνάδα πάλι με τα καλολοίδια που τσιτσιρίζανε και ξετσουκνίζανε απάνο στα κάρβουνα.Ολες οι ιστορίες ήταν γαρνιρισμένες με πλούσια φαντασία που σε έκαναν να ακούς με ανοιχτό το στόμα και να ζείς τα γεγονότα με αγωνία και καρδιοχτίπια.Εχτός από τσι ιστορίες των πολέμων που τις είχαν ζήσει το ίδιο όλοι.Για γεγονότα που δεν μπορούσαν να προσθέσουν κανένα φανταστικό γεγονός.Γιατί διστηχώς τα απομηνάρια των πολέμων αφίνουν μόνο θάνατο, πληγές ,με πόνους,αστήρευτα δάκρια και τροχάλους. Που ριμάζουνε τσι καρδιάς ,τσι ψυχές και τσι ζωές αυτών που απομένουν.
Τα σφανταχτά ,με τσι κατσαμπαούλους,τα αερικά  με τσι καταχανάδες,τσι νεράγδες και τα άλλα  κακά πνεύματα,που έβλεπαν και τους τρομοκρατούσαν,πολλές φορές είχαν τη τιμητική τους και βεβαίοναναν και έπειθαν πώς  ήταν αληθινά  τα όσα έλεγαν. Είχαν το καλιτεχνικό χάρισμα να σιγκλονιάζουν τα γεγονότα που δεν μπορούσαν να  διαψευστούν από κανένα. Ήταν Ιδιέταιρος τρόπος αυτός για ορισμένους και μεγάλο προσόν.
Μαζί με τις αληθινές ιστορίες μαίνουν από γννιά ,σε γεννιά και αφήνουν πολλών των λογιών μηνήματα,πλάθοντας  τις κοινωνίες με τα ιδιαίτερα χαραχτηριστηκά τους.
Ακόμα και σήμερα όταν περνώ από ένα ριάκη του Σποργίτου στη Κάντανο  ,που έχει ένα μικρό καταράχτη νιώθω άθελά μου,έναν μηστηριόδη  φόβο, πως μπορεί να  βρεθώ μπροστά με τις  τρείς νεράγδες που είδαν κάποτε διό αδελφές μικρές κοπελοπούλες μια καλοκαιρινή αστεροβραδιά,που πήγαιναν μετά τα μεσάνυχτα για θερισμό στο βουνό.Είδαν τότε τρίς  νεράγδες παννέμορφες,αραχνοήφαντες,λιγερόκορμες να κουβεντιάζουνε δινατά και να πλήνουν ολόλευκα δαντελένια ρούχα σαν και νάταν νυφηκά.Τρέμοντας από το φόβο τους ,οι κοπελιές τρέχοντας χωρίς να βγάλουνε μιλιά γίρισαν και κληδώθηκαν στο σπίτι τους. Τους έλεγαν μετά όλοι πως εάν άκουγαν οι νεράγδες τη μιλιά τους,Θα την έχαναν μια για πάντα και δεν Θα την  ξαναέβρησκαν ποτέ τους…Για αυτό και εγώ όταν περνώ από αυτό το ριάκη εκτός το ότι φοβούμαι, όμως σκέφτομαι πάντα και αναροτιέμαι…Γιατί οι νεράγδες από τη νεραγδότριπα που είναι τόσο μακριά να έρχοντε σε αυτό το νερό να πίνουν και να πλήνουν τα ρούχα τους; Γιατί; Και με την ιδέα που μου γενιέτε,πως μπορεί να είναι αθάνατο νερό…Πλήνομαι και ξαναπλήνομαι στα χέρια με το πρόσωπο ,πίνω και ξαναπίνω για να ξεδιψάσω,παίρνω υπερφυσικές δινάμεις και ονειρεύουμαι,ονειρεύουμαι βαγιοκλαδισμένα όνειρα που δε σβίνουν ποτέ που ανάλαφρα με πετούν στην αγκαλιά του Θείου δώρου τσι ζωής με τσι ομορφιές που βρίσκοντε σκορπισμένες τριγύρο μου…

*Η Μαρία Νικ. Γρυφάκη είναι τέως Αντιπρόεδρος και Κοινοτικός Σίμβουλος Καντάνου , Συγγραφέας


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Εντός εκτός και επί τα αυτά

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα