Κάθε χρόνο στις 28 Οκτώβρη γυρίζουμε πίσω και ζούμε το μοναδικό μεγαλείο ενός νικηφόρου πολέμου, του έπους του ’40, που έκανε όλον τον κόσμο να εξυμνήσει τον ηρωισμό της ελληνικής ψυχής.
Eχουν περάσει 78 χρόνια από τότε όπου θυσίες υπεράνθρωπες, ποτάμια αίματος ήταν το τίμημα της νίκης στον πόλεμο εκείνο.
Οι άσβηστες μνήμες εκείνου του Φθινοπώρου που κάθε τόσο σήμαιναν χαρούμενες οι καμπάνες για τις αλλεπάλληλες νίκες του στρατού μας, τα δάκρυα της χαράς και της περηφάνιας που άφησαν βαθιά τα ίχνη τους, η ενότητα του λαού μας στις δύσκολες ώρες και η γενναιοψυχία του κάθε Έλληνα πανω στην οποια σφυρηλατήθηκε το θρυλικό «ΟΧΙ» συγκινούν σήμερα κάθε πατριωτική καρδιά που τιμά με ευγνωμοσύνη τη γενιά του ’40.
Το αλβανικό έπος κατήργησε τον αριθμό και κράτησε την αξία. Η δυσαναλογία των δυνάμεων που αναλύεται στην παρουσία μιας ισχυρής Ιταλίας, σύγχρονα εξοπλισμένης και από καιρό προετοιμασμένης, σε αντίθεση με την ύπαρξη μιας μικρής Ελλάδας, απροετοίμαστης με απαρχαιωμένο πολεμικό υλικό, εκτοπίστηκε από τις αστείρευτες ηθικές δυνάμεις που χαλύβδωσαν τον ελληνικό λαό και υπαγόρευσαν στον Παλαμά να γράψει, ότι «η μεγαλοσύνη στα έθνη δεν μετριέται με το στρέμμα, αλλά με της καρδιάς το πύρωμα, μετριέται με το αίμα».
Σε μια αναμέτρηση λαών δεν αγωνίζονται μόνο μηχανικά μέσα και αριθμοί, αγωνίζονται και ποιότητες, μ’ όλο το υλικό τους υπόβαθρο, το φρόνημα.
Οι Ελληνες, φορτισμένοι μ’ όλο το βάρος της ευθύνης τους απέναντι στις παραδόσεις και την ίδια την ιστορία, στρατεύθηκαν στην τιμή και το χρέος και πιστοί θεματοφύλακες του «Μολών Λαβέ», κατατρόπωσαν τα σχέδια και τις ιδέες των απογόνων του καισαρισμού, γελοιοποιώντας τον δικτάτορα και φασίστα Μουσολίνι.
Ήταν τρες μετά τα μεσάνυχτα, 28 Οκτωβρίου του 1940, όταν ο πρέσβης της Ιταλίας, Γκράτσι, χτύπησε την πόρτα της κυβέρνησης Μεταξά και ζήτησε την άδεια να περάσουν τα ιταλικά στρατεύματα μέσα από την Ελλάδα.
Η αλαζονική συμπεριφορά των Ιταλών είχε ανδρωθεί στην ανεκτικότητα που είχε δείξει το δικτατορικό καθεστώς μετά τον τορπιλισμό του εύδρομου «Ελλη», 15 Αυγούστου το 1940, και στην προσπάθειά του με κάθε τρόπο να αποφύγει την ένοπλη σύρραξη.
Η κατηγορηματική άρνηση όλων των Ελλήνων ισοπέδωσε τα σχέδια των φασιστικών κύκλων που πίστευαν ότι οι δυνάμεις τους θα καταλάμβαναν την Ελλάδα σε ρυθμό περιπάτου.
Σύγκορμη η Ελλάδα από τον Εβρο μέχρι την Κρήτη, σα να μέθυσε μονομιάς με το αθάνατο κρασί του ’21, έδωσε την αγέρωχη απάντηση στον Ιταλό επιδρομέα, «ΟΧΙ τα ιερά της πατρίδας μας δεν τα παραδίδουμε στους βαρβάρους», διαλύοντας με την ηρωική στάση της το φόβο που κάλυψε τις ψυχές των λαών της Ευρώπης.
Ο απλός άνθρωπος του γραφείου, της ήσυχης και ήρεμης ζωής, έγινε ξαφνικά ήρωας, ο ημίθεος, εγκαταλείποντας το μέτρο της καθημερινότητας. Τα τρένα γέμιζαν από στρατιώτες εθελοντές για το αλβανικό μέτωπο που με το τραγούδι τους χρωμάτιζαν μια περισσότερο πανηγυρική ατμόσφαιρα παρά πολεμική.
Πιστή η ελληνική φυλή στο πρόσταγμα της ιστορίας, υπακούοντας στον αντίλαλο από τα βάθη των αιώνων της φωνής των Σαλαμινομάχων:
«Ω! Παίδες Ελλήνων! Ιτε, ελευθερούτε πατρίδα, […] θήκας τε προγόνων, νυν υπέρ πάντων αγών», θα γράψει μια νέα σελίδα δόξας και θα ξεπεράσει την αξιότητά τους.
Οι εύζωνοι, τα φανταράκια μας, κρατώντας ψηλά τη γαλανόλευκη, όρθωσαν το ανάστημά τους, μπροστά στις σιδερόφρακτες φάλαγγες των επιδρομέων και αγωνίστηκαν με περηφάνια για την ελευθερία, την τιμή, την αξιοπρέπεια.
Στις χιονισμένες βουνοκορφές της Πίνδου θα ακουστεί η πολεμική ιαχή «ΟΧΙ ΑΕΡΑ», σε μια πάλη που η πολεμική των φυσικών δυνάμεων είναι πιο δύσκολη από το αντιπάλεμα του εχθρού.
«Ο πόλεμος αγριεύει τον άνθρωπο, αλλά τούτος εδώ δεν ήταν απλός πόλεμος, ήταν και πάλη με τα φυσικά στοιχεία, τέντωμα υπεράνθρωπο, θυσίες καθημερινές», όπως γράφει και ο ποιητής.
Η αντοχή του ελληνικού στρατού στα βουνά της Αλβανίας έφτασε τα όρια του μαρτυρίου που το συνιστούσαν οι αλύπητες πορείες μέσα στη λάσπη, στο κρύο και στην παγωνιά, το δάρσιμο της χιονοθύελλας, οι ελλείψεις του ανεφοδιασμού, η αγρύπνια, τα νεκρωμένα, ακρωτηριασμένα άκρα, οι επώδυνες δυσεντερίες, η πείνα, η λαίλαπα της μάχης, ο θάνατος.
Ο δίκαιος αγώνας ενάντια στην ατίμωση, η φωνή των οικείων που εκφράσθηκε στα αθάνατα τραγούδια της Βέμπο «Παιδιά της Ελλάδος, που σκληρά πολεμάτε…», το φεγγοβόλημα της Νίκης.
Μόνιμος συμπαραστάτης του Έλληνα φαντάρου η μαυροφορεμένη Ηπειρώτισσα που ακούραστα σκαρφαλώνει στις πλαγιές της Πίνδου προκειμένου να κουβαλήσει πολεμοφόδια, τρόφιμα, ρουχισμό, και να δώσει κουράγιο στον πολεμιστή του καθήκοντος.
Ο ταχυδρόμος θα μεταφέρει από το μέτωπο την είδηση του πόνου και της χαράς για τον εναγωνιούντα πληθυσμό.
Κάθε τόσο και μια νέα νικηφόρα προέλαση, κάθε τόσο και ένας νέος θρίαμβος και ξέφρενο λαϊκό πανηγύρι. «Πήραμε την Κορυτσά! Πήραμε τους Αγίους Σαράντα! Πήραμε το Αργυρόκαστρο!», καταρρίφθηκε το αήττητο του Άξονα, γέμισαν θάρρος οι αγωνιζόμενοι λαοί.
Ρίγη συγκίνησης προκάλεσε η αποτυχία της εαρινής επίθεσης με επικεφαλής τον ίδιο τον Μουσολίνι. Το χρέος και η αγάπη για την πατρίδα υπερίσχυσε του μεγάλου εχθρικού όγκου. Η μεγαλοψυχία επικράτησε των μηχανοκίνητων. Το πνεύμα υποδούλωσε την ύλη. Ο Δαυίδ κατατρόπωσε τον Γολιάθ.
Συνακόλουθο της θυσίας της αυταπάρνησης, η νίκη, το αντάμωμα με τη δόξα, η εκτέλεση του καθήκοντος, το πέρασμα στο Πάνθεο των ηρώων.
Οι Ιταλοί στρατιώτες στο άκουσμα «ΑΕΡΑ», «ΟΧΙ», συναγωνιζόταν ποιος θα καταρρίψει το ρεκόρ της φυγής και ενώ ο Αλβανομάχος της πρώτης γραμμής γοργόπλεκε το στεφάνι της δόξας και στεφάνωνε τη γλυκιά πατρίδα, προδόθηκε μέρες Απριλίου από τη δικαίωση.
Η Ελλάδα δεχόταν την επίθεση της Ναζιστικής Γερμανίας στο οχυρό Ρούπελ των ελληνοβουλγαρικών συνόρων. Ακολουθεί η πιο τραγική φάση της εποποιίας, η σύμπτυξη, η αναδίπλωση στο δοξασμένο Αλβανικό μέτωπο. Με οδύνη οι Έλληνες μαχητές εγκαταλείπουν εδάφη παρμένα με χίλια βάσανα, με κακουχίες, με αίμα. Κάθε υψόμετρο, κάθε χωριό, αναστενάζει στο πέρασμα των νικητών και ο αντίλαλος του «ΟΧΙ» βουρκώνει κάθε ελληνική ψυχή.
Ο Αγώνας συνεχίστηκε στα οχυρά Μεταξά, αλλά δυστυχώς η μικρή Ελλάδα δε μπόρεσε να αντέξει στην πίεση δύο αυτοκρατοριών.
Ακολούθησε η ηρωική πτώση και του τελευταίου ελληνικού οχυρού της Κρήτης, όπου ο αδελφομένος λαός και υπολείμματα στρατού έδωσαν την τελευταία μάχη και έμεινε μια από τις ενδοξότερες του Β΄ Παγκόσμιου πολέμου. Οι Γερμανοί έχασαν σ’ αυτή τα πιο επίλεκτα στρατεύματά τους.
Ο αγώνας όμως δεν τελείωσε, το σαράκι της Λευτεριάς δε δαμάστηκε ούτε μπροστά στην κατοχή, στο λιμό, στις ομαδικές εκτελέσεις, τα στρατόπεδα συγκέντρωσης, τη δυναστική παρουσία των Γερμανών κατακτητών.
Αντρειώθηκε ο λαός, ξαναγεννήθηκε το Έθνος, σαν τον Φοίνικα για να αποδοθεί σε έναν αγώνα αντίστασης, προκειμένου να γεννηθεί μια νέα Ελλάδα. Η Ελλάδα του σήμερα που οφείλουμε εμείς οι νεοέλληνες να περιφρουρήσουμε με αίσθημα χρέους και ευθύνης ως αντάξιοι συνεχιστές και απόγονοι των Αλβανομάχων από τις επικίνδυνες προκλήσεις των καιρών μας.
Πιστοί υπέρμαχοι της ακεραιότητας της χώρας μας για να μη θρηνήσουμε άλλες χαμένες πατρίδες, θα ταχθούμε στα ψηλά καθήκοντά μας, βροντοφωνάζοντας σ’ αυτούς που έδωσαν το αίμα τους για την πατρίδα: «Άμμες δε γ’ εσόμεθα πολλώ κάρρονες».
Αποδεικνύοντας το ακατατόστροφο της φυλής μας θα υψώσουμε το ανάστημά μας σε εκείνους που βυσσοδομούν κατά παλαιάς συνήθειας κατά της Ελλάδας, της Μακεδονίας μας, πλαστογραφώντες την ελληνική ιστορία, συνωμοτώντας με άλλους εκ παραδόσεως εχθρούς μας, και με ηρωισμό θα υπεραμυνθούμε της ιστορικής μας οντότητας και πολιτιστικής μας παράδοσης, δίνοντας ένα καλό μάθημα σ’ όσου καπηλεύονται τις ελληνορθόδοξες ιδέες μας και σε όσους προδίδουν την ελευθερία, την ανεξαρτησία και την κοινωνική πρόοδο του λαού μας.