Για τετρακόσα είκοσι, ευρώ ήρθα στη χώρα,
μα πριν να μπω στη τράπεζα, μου κόπηκε η φόρα.
Κόσμος, περίμενε πολύς, καθίσματα γεμάτα
και σκέφτηκα μπας κι άδικα, εμπήκα ‘γω στη στράτα.
Ηταν η ώρα δώδεκα, σαν έφτασα στη πόλη
και είπα είναι δυνατόν, να πληρωθούνε όλοι;
Θα ‘τανε περισσότεροι, απ’ εκατό νομάτοι,
που περιμενανε εκεί, με θολομένο μάτι.
Επήρα ένα νούμερο κι ύστερα βγήκα έξω,
να παρ’ αέρα καθαρό, μα ‘ταν γραφτό να μπλέξω.
Φίλο συνάντησα παλιό, που ‘χα να σμίξω χρόνια,
καλώς τονε του φώναξα και μου ‘πε, σαν τα χιόνια.
Eκάτσαμε για ‘να πιοτό, είπιαμε κι άλλο ένα
και ξαναθυμηθήκαμε, μαζί τα περασμένα.
Να μη σας τα πολυλογώ, σηκώθηκα με φόρα.
Μα φτάνοντας στη τράπεζα, βρήκα κλειστή τη πόρτα
κι είπα την εβδομάδ’ αυτή, θα τρώμε μόνο χόρτα.
Για τη γυναίκα ήβρικα, φτηνή δικιολογία,
πως μου ‘σκασε το λάστιχο και κείνη μου ‘π’ υγεία.
Θα τη κουτσοβολέψουμε, γι’ αυτή την εβδομάδα
και στην ανάγκη σφάζουμε, τη χοχλουδιά πουλάδα.
Μικρό κι αθώο ήτανε, το ψεματάκι τούτο,
που σήμερα λογίζεται, της εποχής το φρούτο.
Κοτόπουλο εφάγαμε, και μεις και τα κοπέλια,
μα κάθε που το σκέφτομαι, ξεραίνομαι στα γέλια.