Τρίτη, 16 Ιουλίου, 2024

Το χάδι των ανέμων

Mα εγώ άγρυπνος μένω. Στη σκοτεινιά. Τη δικιά μου. Και των άλλων. Και κοιτώ κατάματα. Την απαγορευμένη θάλασσά μου. Και μου είπες ” παραμυθάκια μη μου λες”. Και άπλωσες διάπλατα το γέλιο σου. Κι ήταν αυτό, η απαγορευμένη μου θάλασσα. Και γω χαμένος μέσα του. Όχι σα ναυαγός. Μα σα Ποσειδώνας. Κι είν’ η ζωή, επαναστατικός ήχος, ανάμεσα σε δυό σιωπές. Μα πάλι, ξέρεις, είναι ο χρόνος που μετριέται με το θόρυβο που κάνει. Κι η ζωή, με τις σιωπές που αφήνει. Κι ύστερα ήρθε η σιωπή των ανέμων. Και η υποβόσκουσα κραυγή των καιρών. Κι ήταν ο ιδρώτας της Άνοιξης, δροσοσταλιά των οριζόντων. Κι ήταν ο νιογέννητος ανθός, που το χιόνι δε το περίμενε. Μα δε το φοβάται κιόλας. Του φεγγαριού το δάκρυ, θόλωσε το βλέμμα της νύχτας. Κι αυτή, συνηθησμένη στις κρύες νύχτες του εντός, ζεστάθηκε παραδόξως. Κι έδωσε το δάκρυ των αστεριών στα πιό κρυφά όνειρα. Ξέρεις, τα κρυφά όνειρα, είναι και τα πιό ντροπαλά. Δουλεύουν σιωπηλά και υφαίνουν γενναία την πραγμάτωσή τους. Ένα μόνο θέλουν. Να τους πεις την ευχή σου. Να κάνεις μιά ευχή για να γεννηθούν. Γιατί με κάθε ευχή πραγματώνεται κι ένα όνειρο. Κι είναι ο τρόπος μαγικός, πως έρχονται τα πράγματα κάποιες φορές. Και τα καταφέρνεις. Υπεράνω υποψίας. Αλλά χωρίς υπεροψία. Του εγώ και του εσύ. Αλλά με τη ξαστεριά του εμείς. Και σκέφτεσαι, πως το θέρος που θα ‘ρθει, θα υποσχεθείς, πως θα πας να μετρήσεις τ’ αστέρια στο αλώνι των παιδικών σου βλεμμάτων. Θα κοιμηθείς πάνω στα γερμένα στάχυα. Και θα χαθείς στα κύματα της μικρής σου πατρίδας. Και κάθε κύμα θα ‘ναι μιά περασμένη αγκαλιά. Που για πάντα θα σε ζεσταίνει στην άκρη του κάθε λυκόφωτός σου. Κι όμως οι πιό μεγάλες ξαστεριές, είναι οι πιό παγωμένες. Τότε που φλυαρούν όλοι οι Άνεμοι εντροπικά. Πάνω στη σκέψη σου. Και που καταχτυπούν τα παραθυρόφυλλα της μνήμης. Ξέχασες να ξεχάσεις πολλά. Γι’ αυτό θυμάσαι ακόμα. Και εύχεσαι να σου στείλει η Λήθη, λίγο από το υφάδι της. Δύσκολο να κοπάσουν οι άνεμοι τον καιρό των μελτεμιών, θα πεις. Και θα αφεθείς. Για λίγο. Όσο κρατά μιά ανάσα. Γιατί μια ανάσα, μπορεί να σε πάει μέχρη τα πιό βαθειά της αβύσσου. Εκεί που είναι κρυμένες όλες οι θύμησες. Μην ξεχάσεις όμως να αναδυθείς όταν πρέπει. Για να πάρεις μεγάλη ανάσα. Εξαγνισμένος πιά. Απ’ ότι πέρασε. Τότε θα σιωπήσουν οι άνεμοι. Δε θα χρειάζεσαι πιά το χάδι τους. Θα ‘ναι σειρά σου να τους δώσεις το δικό σου χάδι. Ένα χάδι για τη θύμηση.


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα