Θυμάμαι… Θυμάμαι όταν ήμουν μικρή, ο παππούς και η γιαγιά μου είχαν ένα μικρό σπιτάκι δίπλα στη θάλασσα. Εκεί περνούσαμε τα καλοκαίρια μας. Το σπιτάκι ήταν απλό, μοναχικό, δυο δωμάτια όλα κι όλα, λιτά, χωρίς πολυτέλειες. Κι η παραλία απόμερη, βραχώδης, γεμάτη βότσαλα, χωρίς λαμπερή, χρυσαφένια άμμο. Η αυλή του σπιτιού με τα γιγάντια αλμυρίκια και τα λιγοστά μέτρα της ακτής μπροστά του ήταν τότε όλη μας η επικράτεια!
Kαι ήμασταν ευτυχισμένοι. Απολύτως ευδαίμονες! Χωρίς υποχρεώσεις, άγχη, επιθυμίες, διαψεύσεις, συγκρίσεις, ειδοποιήσεις για να τσεκάρουμε και παντοειδή μηνύματα για να τ’ απαντήσουμε. Η μεγαλύτερη περιπέτεια ήταν να αποτολμάμε μέχρι τα κοντινά, «επικίνδυνα» βράχια στην άκρη του όρμου για να μαζέψουμε θαλασσινό αλάτι. Κι οι μεγαλύτερες αγωνίες για το ποιος θα πρωτοπρολάβει την μεγάλη αιώρα, κάτω από τα δροσερά αμπελόφυλλα της καλαμωτής ή πώς θα περάσουνε πιο γρήγορα οι βασανιστικές ώρες της «υποχρεωτικής» μεσημεριανής ανάπαυσης μέχρι να ‘ρθει και πάλι το απόγευμα και να ξαναξεχυθούμε στην παραλία. Και τα βράδια τα περνούσαμε κάτω από τ’ άστρα, γύρω από το πέτρινο τραπεζάκι της αυλής, παρακολουθώντας ή –τι χαρά!- συμμετέχοντας και εμείς οι μικροί στο παιχνίδι των μεγάλων, χαρτιά ή τάβλι. Είχαμε και μια μικροσκοπική, κόκκινη τηλεόραση στο κουζινάκι, σπανίως όμως την ανοίγαμε! Και καμία φορά πηγαίναμε στο διπλανό, κοσμοπολίτικο χωριό, νωρίς το πρωί για ν΄ αγοράσουμε φρέσκα ψάρια κατευθείαν από τις βάρκες ή για να απολαύσουμε παγωτό ή βανίλια- υποβρύχιο στα καφενεία τα βραδάκια.
Και ποτέ δεν μας πέρασε καν από το νου η ιδέα ότι μπορεί κάτι να μας έλλειπε, ότι θα περνούσαμε καλύτερα, ότι θα ήμασταν πιο ευτυχισμένοι αν βρισκόμασταν κάπου άλλου, με κάποιους άλλους, κάνοντας κάτι άλλο!
Σκέφτομαι… Σκέφτομαι πως το σπιτάκι στέκει ακόμα, μα δεν μπορώ να ξαναγυρίσω πραγματικά εκεί. Γιατί αυτός, το ξέρω πια καλά, ήταν ο χαμένος μου παράδεισος, το χαμένο μου –μας, όλων μας- καλοκαίρι…
* H Γιούλα Κανιτσάκη είναι φιλόλογος