Σάββατο, 27 Ιουλίου, 2024

Το χαστούκι

Ο δεκατετράχρονος έφηβος μπαίνει στην πόλη κι αρχίζει να διαλαλεί την πραμάτεια του.
Ξύλα! Καλά ξύλα!

Γνωστός στην πόλη ο έφηβος και αγαπητός. Πολύ αγαπητός. Όλοι οι σκλάβοι τον σταματούν, μ’ αγάπη τον καλωσορίζουν και κουβεντιάζουν μαζί του. Κοντόχοντρος μ’ αδρά αντρίκια χαρακτηριστικά, μακριά μέχρι τους ώμους μαλλιά και εξογκωμένα μήλα του προσώπου.
Ξύλα! Εδώ τα καλά ξύλα!

Λίγοι παίρνουν, σχεδόν ελάχιστοι. Πού να βρεθούν τα χρήματα.
Και ο ήλιος καίει και τ’ άντερα γουργουρίζουν και ο έφηβος πεινάει, και ο γάιδαρος πεινάει και συνέχεια γκανίζει παραπονιάρικα. Αντικείμενο λατρείας ο νεαρός. Κόσμος πολύς γύρω του. Νέοι και γέροι – όλοι- επιδιώκουν τη συντροφιά του, τη φιλία του. Όλοι οι σκλάβοι του χαμογελούνε. Όλοι οι Τούρκοι τον αγριοκοιτάζουν, μουγκρίζουν και τον βλαστημάνε.
Γιατί όμως; Τι το διαφορετικό παρουσιάζει αυτός από τα άλλα παιδιά της ηλικία του; Γιατί αυτή η λατρεία του κόσμου στο πρόσωπο του; Ίσα- ίσα μάλιστα που τα χοντρά χαρακτηριστικά του, το μεγάλο σαν ασκί κεφάλι του, τα γουρλωτά αυτιά του, τα κοντόχοντρα πόδια του, το ασουλούπωτο παρουσιαστικό του, όλα αυτά δεν σχηματίζουν γοητευτική εικόνα για το άτομο του, δεν δικαιολογούν την αγάπη και τη λατρεία που του δείχνουν. Τι είναι λοιπόν εκείνο που σαν μαγνήτης τραβάει τους σκλάβους γύρω του; Τι είναι εκείνο που δικαιολογεί τόση λατρεία;

Το όνομα βέβαια! Δεν υπάρχει αμφιβολία γι’ αυτό! Εχθροί και φίλοι το παραδέχονται. Εβδομήντα βλαστοί της οικογένειας του νεαρού έχουν μέχρι στιγμής τουλάχιστον προσφέρει τη ζωή του αγόγγυστα για την Ελλάδα. Εβδομήντα! Ο ίδιος, μόλις και μετά βίας σώθηκε από το τουρκικό λεπίδι, όταν η μάνα του κυνηγημένη από τους αντίχριστους, τον γέννησε κάτω από ένα δέντρο.

Όμως, πέρα από το όνομα του, πέρα από την προσφορά του ασύγκριτου σογιού του, τι έχει πάνω του ο κοντόχοντρος και ασουλούπωτος εκείνος νεαρός και σαν Μεσσία τον τριγυρνούν οι Ραγιάδες;

Τα μάτια του! Τα ζωηρά, τα τεράστια σαν Ήλιος μάτια του που μαγνητίζουν. Τα τίμια, ολοπόρφυρα, ολόζεστα μάτια του που πυρπολούν… Τα μάτια του! Τα ολογέλαστα μάτια του, που από όποια μεριά και αν τα κοιτάζεις, από όποια θέση και γωνία, Ελλάδα φώναζαν και γέλαγαν.

«Λευτεριά μωρέ Έλληνες· Λευτεριά! Λιανίστε τους σκύλους του Διαβόλου».
Αργότερα όσα έλεγαν τα μάτια εκείνα τα ‘παν και τα χείλια. Αργότερα στο όνομα του οι Έλληνες ανάβανε καντήλια.
Ξύλα! Εδώ τα καλά ξύλα!

Ξαφνικά ένας νεαρός κακομούτσουνος Τούρκος κρεμανταλάς παρουσιάζεται. Όψη και κόψη φονιά. Οι Έλληνες σκορπίζονται σαν τον άνεμο. Ο Σκύλος! Ο Σκύλος! ψιθυρίζουν κι εξαφανίζονται. Μένουν μόνοι, το παιδί και ο Τούρκος. Τέτοια είναι η μορφή του Τούρκου που και αυτό ακόμα το τόσο ήμερο, και τόσο υπάκουο και υπομονετικό γαϊδουράκι τρομάζει, ξαφνιάζεται, ανοίγει το στόμα του και δυνατά με τον γνωστό τρόπο διαμαρτύρεται.

Διαολίζεται, δαιμονίζεται ο Τούρκος , σαστίζει, παραπατάει, γκανίζει δυνατότερα το γαϊδουράκι. Τούρκος και γάιδαρος μπερδεύονται, σκοντάφτουν, σπρώχνει ο ένας τον άλλο.
Με το σπρώξιμο και το τσαλαπάτημα μπερδεύονται ακόμα περισσότερο τα πράγματα. Ένα δε ξαφνικό τίναγμα των ποδιών του γαϊδάρου σε μια λακούβα με λιγοστό νερό και τα πράγματα μπερδεύονται ακόμα περισσότερο. Μικρές πιτσίλες λασπόνερο πέφτουν στο πανταλόνι του Τούρκου.

Άναρθρες κραυγές μίσους βγάζει ο Τούρκος κρεμανταλάς. Μουγκρίζει ο Τούρκος, γκανίζει ο γάιδαρος. Ο μόνος ήρεμος, ο μόνος ασάλευτος ο Έλληνας με τα ολόζεστα, ολόθερμα ελληνικά μάτια. Τούρκος και παιδί αντιμέτωποι. Πλησιάζει ο κρεμανταλάς τον έφηβο, τον αγριοκοιτάζει, βάζει την αγριομουράκλα του στο πρόσωπο του.

Και το παιδί; Τι κάνει το παιδί; Πώς αντιδρά; Μ’ ένα αδιόρατο ειρωνικό χαμόγελο, μ’ ένα άφοβο αποφασιστικό σκληρό σαν ατσάλι βλέμμα, με μια αξιοπρέπεια που πραγματικά εντυπωσιάζει. Σηκώνει ο Τούρκος τη χερούκλα του. Άγρια την κατεβάζει στο πρόσωπο του παιδιού. Βαριά η χερούκλα, βαρύ και το χτύπημα. Άλλος δεν θα άντεχε, άλλος θα σωριαζόταν αμέσως κάτω. Όχι όμως και το παιδί που ασάλευτο, χωρίς καμία γκριμάτσα πόνου ή φόβου στα χαρακτηριστικά του εξακολουθούσε να κοιτάζει με τ’ ασάλευτο βλέμμα του το κτήνος που τον χτύπησε.

Ο έφηβος άργησε να γυρίσει ‘κείνη την ημέρα στο σπίτι του. Ανήσυχη και τρομαγμένη η χαροκαμένη μάνα βγήκε στους δρόμους να τον γυρέψει. Τι έγινες παιδί μου; Γιατί άργησες; του φώναξε και έτρεξε να τον προϋπαντήσει σαν τον είδε να έρχεται από μακριά.
Θα μου το πληρώσουν Μάνα! Θα μου το πληρώσουν.

Τι θα σου πληρώσουν Θοδωράκη μου, είπε με ξέπνεη φωνή η μάνα και τον άρπαξε με λαχτάρα στην αγκαλιά της. Την κοίταξε, όπως κοίταζε με κείνη τη σοβαρή, χαμογελαστή, ολόζεστη, ολόγλυκια, ελληνική ματιά του που μαγνήτιζε, που πυρπολούσε, και με τη βραχνή μπάσα φωνή του σιγά- σιγά πρόφερε τ’ αντρίκια λόγια:

– Το χαστούκι που μου ‘δωσαν θα μου το πληρώσουν Μάνα.
Και του το πλήρωσαν. Με τόκο μαζί και χρεολύσιο.

 


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

2 Comments

  1. To Έθνος των Ελλήνων οφείλει να ερευνήσει την δυνατότητα να ανακαλύψει ποιός ήταν αυτός ο τούρκος και στο σημείο που έγινε το επεισόδιο να στήσει ένα ιστορικό μνημείο. ΄Εξανε τέτοιο καλό στην ρωμιοσύνη που δεν το φτάνει ούτε ο μεγαλύτερος εθνικός ευεργέτης!!!!!!!!!

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Εντός εκτός και επί τα αυτά

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα