…Το τελευταίο της νύχτας, είναι το πρώτο της αυγής. Μα είναι το τέλος που την αρχή κάνει. Κι ύστερα, καλύτερα να μη δει κανείς την αγρύπνια σου. Του κόσμου το δάκρυ χάνεται. Καθώς η Πούλια ανατέλλει. Και λέει, πως θα κρυώσουν οι καιροί. Κι ήταν η ευχή του Μύστη, το χάδι του νου. Κι ήταν η ευχή του Μύστη ο Αποσπερίτης του Νοτιά. Που ομίχλη έφερε. Και δεν ήξερες αν ήταν η ζεστή σου ανάσα που θόλωνε το παράθυρο της ερημιάς. Ή ήταν το δάκρυ του Λεβάντε. Να ‘ναι η πεθυμιά; Να ‘ναι η θύμηση;
Μικρός είναι ο χρόνος. Μεγάλοι οι καιροί. Και η αρχή μιας εποχής, σημαίνει το τέλος μιάς άλλης. Όλες οι εποχές έχουν τη χάρη τους. Μα χάρη δε σου κάνουν. Και ‘συ, με τα ίδια φτερά. Στο σκοτάδι και στο φως.Και αφουγκράζεσαι. Σα παιδί. Ν’ ακούσεις τον Αη Μηνά καβαλάρη. Στο υγρό λιθόστρωτο της παιδικής σου θύμησης. Και αναρωτιέσαι. Πού ανήκεις άραγε; Στα ξωτικά ή στους χα’ί’νιδες; Κι αν ξεχαστεί ο μύθος που θα κοιμούνται πιά οι δράκοι σου; Προσχέδιο δεν έχει η ζήση. Μπαίνεις αμέσως, με την ανατολή σου, στο ”δια ταύτα”. Κι είναι τα λάθη που ομορφαίνουν. Κι είναι τα λάθη που σε υφαίνουν. Κι είναι τα λάθη που πάντα προπορεύονται. Κι είναι ο καιρός της Πούλιας, καιρός για διαδήλωση. Και δήλωση. Οτι είναι οι αλαφρο’ί’σκιωτοι που αλλάζουν πάντα τους καιρούς. Μα είναι κρυμμένοι μέσα στα όνειρά μας. Τα μουτζουρωμένα λάθη είναι τα όνειρα. Τα λάθη που θα θέλαμε πολύ να κάνουμε. Γιατί από μιά ιδιοτροπία του σύμπαντος, είναι οι πεθυμιές των παιδικών μας χρόνων. Και έχουν φωνή, σταθερή και καθάρια. Όπως μόνο τα παιδιά έχουν. Κι ανάβεις τσιγάρο. Θυμίαμα της νύχτας. Για να ξορκ’ισεις τους ασκιανούς στο βλέμμα σου. Όταν δε πηγαίνουν τα πράγματα όπως τα ήθελες, καλύτερα ν’ αυτοσχεδιάσεις. Ούτως ή άλλως μιά ευκαιρία έχεις. Σ το τώρα. Που κάποτε ήταν χτες. Που θα είναι ίσως αύριο. Όμως παραμένει τώρα. Κι είσαι στους καιρούς, ακροβάτης χωρίς δίχτυ. Αλλά πάλι, να θέλεις το αδύνατο. Και να το θέλεις τώρα. Είναι η ευχή του Μύστη. Καθώς αγγίζει απαλά το νου σου στο λιόγερμα. Τα πράγματα έρχονται όταν πιστεύεις σ’ αυτά. Και το αδύνατο, είναι δικό σου.
Αγαπητή κυρία , Ο. Δρετάκη, μη θαρρείτε ότι σάς ξέχασα. Πάντα διαβάζω τα ποιήματά σας κι άρχισα σιγά-σιγά να σάς καταλαβαίνω: όσο μπορεί να κατανοήσει και συνυπάρξει κανείς σ’ εναν ατελείωτο ωκεανό ωραίων και βαθύτατων συναισθημάτων. Η ποίησή σας ζει και κυκλοφορεί στην απεραντωσύνη του λυρισμού και στο αίμα της καλωσύνης σας. όπως γνωρίζετε, η αληθινή κι ανυπόκριτη αγάπη είναι έμπονη, είναι αυτοθυσιαστική συμπεριφορά που σπάζει τον εγωκεντρισμό. Φοβάμαι μόνο ότι σάς αδικώ με τα γραπτά μου, γιατί ούτε λογοτέχνης είμαι κι ούτε κριτικός της ποίησης. Το ότι έχετε -με την ποίησή σας- εμβαθύνει στη φυσική ομορφιά του τόπου μας και μοιράζεστε με τους συνανθρώπους μας αυτό είναι δείγμα αγάπης και συναισθηματικής ωρίμασης. Να’ στε καλά και πάντα να δημιουργείτε.
Με εκτίμηση και φιλική αγάπη Γιώρος Καραγεωργίου , συντ/χος νομικός, κοινωνιολόγος ΧΑΝΙΑ