Φλεβάρης 1958, τεταρτοετής φοιτητής στο Γεωπονικό Πανεπιστήμιο. Πειθαρχία λοκατζίδικη, κυρίως τη χειμερινή περίοδο κι η εντολή, μία. Αδιαπραγμάτευτη και δυσβάσταχτη.
– Διάβασμα, και μόνο διάβασμα.
Ουδεμία άλλη δραστηριότητα κι ας βράζανε αίματα κι ορμόνες, κι ας ήμουνα αριστούχος και με υποτροφία σπουδάζων.
Τα καλοκαίρια είχα σχετικές ελευθερίες μια και από τη μέρα που έκλεινα τα βιβλία ως τη μέρα που τα ξανάνοιγα, δούλευα στη δακοκτονία ή τη συγκέντρωση των σιτηρών σκληρά και τα λεφτά τα έδινα στη μαμά για το οικογενειακό ταμείο.
Μα έλα ντε που κείνη τη χρονιά, έπεσα θύμα… σπείρας κακοποιών.
– Τι;
Μη βιάζεσαι θα σου πω.
Οι καλύτεροι φίλοι και συμφοιτητές μου ήταν ο Κίτσος, ο Πολίτης κι ο Γιώργος ο Πάνου. Κάθε μέρα με πιέζανε για κάποια έξοδο, μα απαγορευμένος καρπός για μένα, δεν πήγαινα κι ας με κοροϊδεύανε.
Ο μόνος στο σπίτι που έκανε ό,τι ήθελε ήταν ο μεγάλος αδερφός Γιάννης, που το έπαιζε προστάτης ή «πατέρας» των υπολοίπων.
Κι ήρθε η αποφράς ημέρα που στους κινηματογράφους φέρανε το “Χρυσοθήρα” του Σαρλώ. Φυσικά δεν πέρναγαν απ’ το μυαλό μου τέτοια επικίνδυνα σπορ, όμως η τριάδα που προανέφερα, όλοι εξαιρετικά παιδιά και καλοί φοιτητές, πε-πε-πε, με καταφέρανε, μπορεί να μου έκανε και τα εισιτήρια ο Πάνου, πήγαμε στο Παλλάς να το δούμε. Υπέροχο, φυσικά, αλλά ρολόι δεν υπήρχε στην γκαρνταρόμπα μου, δεν κατάλαβα πώς πέρασε η ώρα, παραβίασα τον κανόνα της άμεσης επιστροφής από το… πανεπιστήμιο.
Όταν βγήκαμε στην Πανεπιστημίου κι είδα στου Ζολώτα την ώρα, τρελάθηκα. Χαιρέτησα απότομα τους φίλους μου που θα πηγαίνανε να πιούνε κάτι αναψυκτικό, και, σφεντόνα, ανάμεσα σε αυτοκίνητα, τραμ, πεζούς, αραμπάδες, ασθμαίνων, έφτασα σπίτι, Μαυροματαίων 44, για να βρω τη μάνα μου με το φακιόλι ως τα μηνίγγια σφιγμένο, μάτια πεταμένα όξω, να γυαλίζουν επιθετικά, έτοιμη να λιποθυμήσει. Τα γόνατά μου άνοιξαν, κόντεψα να σωριαστώ στο πάτωμα.
– Πού ήσουνα, βρυχήθηκε.
– Είχαμε εργαστήριο στη… Σχολή, προσπάθησα να δικαιολογηθώ.
– Τέτοια ώρα; Κοντεύει να βραδιάσει, ξανάπε αγριεμένη.
– Ξέρεις… μαμά….
– Να μαδήσω και να σκάσω, που θα με πεις και μαμά!
Ευτυχώς μέναμε σε υπόγειο, αλλιώς θα σκεφτόμουν να πηδήσω απ’ το παράθυρο. Αντ’ αυτού, πήρα όχι ανάποδες, αλλά κανονικές στροφές, λέω μέσα μου, «κάτι πρέπει να κάνω να την ηρεμήσω». Κι αστραπιαία, προσπάθησα να μιμηθώ το Σαρλώ.
Άρπαξα ένα χαρανί μπρούτζινο που βρέθηκε μπροστά μου, το έβαλα αντί για καπέλο, κόλλησα με σάλιο δυο σκουρόχρωμα χαρτάκια για μουστάκι και πήρα το σκουπόξυλο για μπαστούνι. Όμως δεν θα ήμουνα καλός με τα παπούτσια μου. Για καλή μου τύχη, στην καρέκλα από κάτω ήταν κάτι παντόφλες τεράστιες που είχανε πέσει στο φωταγωγό που χρησίμευε για αυλή μας, τις φόρεσα κι αρχίνησα να περπατώ σα την πάπια με τις μύτες των ποδιών μου δεξιά κι αριστερά. Το σακάκι μου έτσι κι αλλιώς ήτανε στενό αφού το φορούσα αφ’ ότου… γεννήθηκα και κούμπωνε με το ζόρι. Θυμάσαι το Σαρλώ, ε;
Η μαμά είχε ξεχάσει τα νεύρα της και κοίταγε παραξενεμένη.
– Τρελάθηκες, παιδάκι μου; Είπε λιγότερο θυμωμένη τώρα.
Αντί για απάντηση έβγαζα το χαρανί, υποκλινόμουν ελαφρά, τάχα, τη χαιρετούσα, το ξανάβαζα και, βλέποντας την αλλαγμένη, προσπάθησα να περιστρέψω το σκουπόξυλο που κρατούσα όπως έκανε ο μεγάλος ηθοποιός. Η μοίρα όμως μου ετοίμαζε άσχημο παιγνίδι. Κατά την πρώτη κι όλας περιστροφή, αδέξιος γαρ, πήρα σβάρνα μια αρχαία κουρτίνα που ήταν κρεμασμένη στο μικρό παράθυρο και σχεδόν κουκούλωσε την ωρυόμενη μητέρα μου.
– Άνοιξε γη και κατάπιε με, συνέλαβα τον εαυτό μου να μουρμουρίζει.
– Βρε αθεόφοβε, θα με σκοτώσεις.
– Λάθος μανού…
– Τι καραγκιοζλίκια ειν’ αυτά;
– Ο Σαρλώ… ο ηθοποιός…
– Δεν ξέρω ’γώ ηθοποιούς, ούτε αυτόν, τον, πώς τον είπες.
– Σαρλώ. Τσάρλι Τσάπλιν, επέμενα, οπότε ξέσπασε η μαμά.
– Άσε τις μαλαγανιές κατά μέρος, και λέγε. Πού ήσουνα. Μη μου πεις πάλι εργαστήριο;
Οπότε τα περιθώρια είχανε λιγοστέψει, λέω, τέρμα τα αστεία και πέταξα κατσαρόλες, μουστάκια, σκουπόξυλα, για να σταθώ μπροστά της ντροπιασμένος, σαν απατεώνας.
– Λέγε, επανέλαβε.
Τότε έπεσα στα γόνατα, ακούμπησα το κεφάλι μου στα μαυροφορεμένα γόνατά της και με λυγμούς ομολόγησα το δεύτερο έγκλημά μου.
– Συγχώρεσέ με μανούλα μου, μα δεν θα το ξανακάνω.
– Ποιο;
– Με τον Πάνου και τον Κίτσο, μου κάνανε τα εισιτήρια, παρασύρθηκα και πήγαμε… κινηματογράφ…
Δεν πρόκανα να τελειώσω, κι η μαμά λύγισε, χαμογέλασε, με συχώρεσε.
*gkamvysellis@yahoo.gr