Τα ’μαθε όλα ο άντρας της.
Μου ’γραψε:
«Φίλε, σου γράφω…
Σε χαρτί.
Μ’ αρέσει το χαρτί.
Τσαλακώνεται και σκίζεται και κομματιάζεται με τον ίδιο τρόπο που τσαλακώνεται και κομματιάζεται και σκίζεται η καρδιά του ανθρώπου.
Ξέρω, έμαθα δηλαδή, μη ρωτήσεις πώς.
Ίσως και να κατάλαβα, τη γνωρίζω καλά, διαβάζω τα μάτια της, το χαμόγελο της, τη μελαγχολία της, το περπάτημα της.
Πότε βαρύ, πότε ανάλαφρο, πότε δικό μου, πότε δικό σου!
Κάποιες στιγμές σαν αυτές της σημερινής βόλτας, φοβάμαι…
Όταν δεν βγάζω άκρη, όταν φαίνεται πως να μας παραμερίζει και τους δύο και να βρίσκει τον εαυτό της.
Φίλε η πόλη…»
«Η πόλη άστραφτε κάτω από τον ήλιο του μεσοφλέβαρου. Ήλιος με δόντια βέβαια, αλλά ήλιος. Σαν να λέμε, άντρας κούκλος αλλά αλήτης. Που σου χαρίζει ένα χαμόγελο και πεθαίνεις και στο επόμενο δευτερόλεπτο, στο βγάζει ξινό. Η πόλη φεγγοβολούσε έτσι όπως την έβλεπε από το βραχίονα του φάρου. Μια λάμψη ανέγγιχτη κι ανεπηρέαστη από το χρόνο, τους δημάρχους, τις κυβερνήσεις… Όσο μεγάλωνε, όσο μέστωνε η ψυχή της, τόσο πιο πολύ αγαπούσε τις όμορφες εικόνες που η ζωή και οι άνθρωποι, τυχαία κι αυθόρμητα δημιουργούσαν. Μια ζωή, ολιγαρκής ξοδευτής της χαράς, του ονείρου, της ελπίδας των άλλων ήταν, μα τώρα κουράστηκε. Τώρα, σήμερα, αυτό το λεπτό, αυτή τη στιγμή που η πόλη αναδυόταν ως Αφροδίτη θαρρείς, μέσα από τον όγκο των Λευκών Ορέων, αυτή είπε “Τέρμα… Μπάστα… Φτάνει… Θα αναδυθώ κι εγώ μέσα από τα σκοτάδια μου”. Γύρισε την πλάτη στην πόλη και κοίταξε την αγριεμένη θάλασσα. Θα την αναζητούσαν πολλοί αν έφευγε. Αυτοί που την αγαπούσαν, γιατί γινόταν συχνά Φάρος μα και βραχίονας, να κόβει την ορμή των κυμάτων, να προστατεύει τα λιμάνια τους… Ανατρίχιασε από το κρύο, το φόβο, το κακό που το έκανε εικόνα και πήρε νικημένη μα και νικήτρια, το δρόμο της επιστροφής».
Το γράμμα το έλαβε στο στρατόπεδο. Ένιωσε σα νεοσύλλεκτος.
Σαν κι αυτούς που “ψάρωνε” το πρωί στην αναφορά.
Λέει στα “μέσα” του.
Θα του απαντήσω και κάθεται και γράφει.
«Να ‘τανε λέει η ζωή μια φωτιά για να μας κάψει…
Άστο φίλε!
Ποιος θέλει να καεί πρώτα και μετά να εξαφανιστεί;
Τι έπαθα ρε παιδάκι μου στην ηλικία μου και ψάχνομαι για έρωτες.
Όσες φορές κι αν προσπάθησα, απέτυχα.
Και οι δυο γάμοι που έκανα, στράφι πήγαν και αυτοί.
Τι τα θες, τι τα γυρεύεις με τους έρωτες, αφού δεν “τραβάει” το παιδί;
Μα μου φαίνεται μετά που σε γνώρισα πως τα μάτια σου μοιάζουν με μια μεγάλη απώλεια.
Σαν μια επανάσταση που κάναμε νέοι και μεγαλώνοντας βολευτήκαμε και συνθηκολογήσαμε.
Αυτήν τη συνθηκολόγηση μου θυμίζουν τα μάτια σου, μοιάζουν με ένα κατά συνθήκη ψεύδος, που λέμε εμείς οι μεγαλύτεροι στους νεότερους από ζήλια, επειδή ζουν με πάθος.
Εμένα παιδάκι μου, η γεροντοκαψούρα είναι χτικιό.
Την πάτησα όταν διάβασα τον στίχο του Σεφέρη «Μες στον καθρέφτη η αγάπη μας πως πάει και λιγοστεύει».
Μα και τούτη τη φορά πάλι ψέματα σου λέω.
Τι στιχάκια και μπούρδες.
Απλά μου αρέσεις πολύ.
Και δυσκολεύομαι πολύ να το παραδεχτώ αυτό, γιατί έτσι με έμαθαν οι φραγκάτοι που κάνω παρέα· να μην παραδέχομαι τίποτα – ποτέ.
Ούτε σε σκέφτομαι, ούτε σε νοιάζομαι.
Μόνο σε ποθώ, σαν τον “καθρέφτη” του ποιητή.
Μια φορά σε είδα μόνο, μια φορά με είδες, μια φορά έφυγες και αυτό μου φτάνει.
Και είναι το κορμί σου σαν ένα άγριο, αδάμαστο άλογο που είδα μόνο μία φορά.
Κι ούτε με νοιάζει πώς σε λένε, πού δουλεύεις, σε ποια αγκαλιά κοιμάσαι.
Ούτε με νοιάζει, ούτε θα ρωτήσω ποτέ.
Γιατί θέλω μόνο εσένα.
Και ούτε γνωριμίες ψάχνω.
Απλά σε θέλω.
– Κύριε Ταγματάρχα, πάλι ονειροβατείς…
Εδώ είναι στρατός.
Εδώ είναι ακριτικό νησί.
Δεν είναι American bar».
Δεν είναι Κολωνάκι εδωωωωωωωωώ…
– Μα κύριε Ταξίαρχε…
– Δεν έχει “μα και ξεμά” κύριε Ταγματάρχα.
– Μα…
– Το κέρατο μου… πήξαμε στους Αθηναίους.