Η ορφάνια, η φτώχεια, οι ταλαιπωρίες με το επάγγελμα δεν του επέτρεπαν να στελιώσει σπιτικό και να κάμει οικογένεια, αν και ήταν ένα παλικάρι δύο μέτρα που μπροστά του οι κοπελιές της εποχής τον καμάρωναν και καρδιοχτυπούσαν.
Τις περισσότερες φορές τα διηγήματα και τα παραμύθια είναι αληθινά γεγονότα… Ετσι λοιπόν πίστευε και η δικολογιά του ωρμασμένου πια παλικαριού πως δεν θα κλάψει απόγονος στα γόνατά του. Ο Θεός όμως με την Αρχοντούλα τον ζευγάρωσε μ’ έναν άγγελο στη ψυχή και στο σώμα. Μαζί εστέσανε νοικοκυριό και το γεμίσανε και με θηλυκά, που δεν εβαρυγκώμησαν όμως κανένα… Εθέλανε πολύ να τόνε μπέψει ο Θεός κι ένα αρσενικό. Τ’ αρσενικό κοπέλι εθεωρείτο η κολώνα του σπιτιού η ρίζα που θα συνέχιζε ν’ ακούγεται το όνομα της οικογένειας.
Οι δικιολογιές μπροστά στο θέαμα μόνο των κοριτσιών εθέριευε η φαντασία τους χωρίς ιερό και όσιο, ανελέητα μεθόδευαν τον αφανισμό τους. Οι κληρονομιές και τα μετόχια για κανένα λόγο δεν έπρεπε να τα πάρουν ούλα ετούτανά τα θηλυκά που επιενόρχουντανε μέσα όξω κι ας ήτανε και τόσονά πολύ καλοδιαταγμένα. Ο αφέντηςντονε σε όλη του τη ζωή έκανε οικονομία και με σκληρή δουλειά και αφάνταστες ταλαιπωρίες έκαμε σπίτι και περιουσία. Οι δικολογιές όμως πολλά εμελετούσαν και μεθόδευαν στο τυχερό της οικογένειας …
Ήταν κατεχάριδες την ίδια συνταγή ακριβώς είχαν εφαρμόσει και σε μία δυστυχισμένη άλλη οικογένεια και είχαν μεγάλη επιτυχία… χωρίς η τοπική κοινωνία να πάρει είδηση τα συμβάντα… Αντιμετώπιζαν όμως με τούτη τη φαμελιά μεγάλη δυσκολία γιατί το κάθε θηλυκό ήταν και προικισμένο από το Θεό με διαφορετικά προσόντα. Δεν απογοητεύονταν, όμως σχεδίαζαν μελετημένα και μεθοδευμένα με κάθε λεπτομέρεια. Δεν έπρεπε επ’ ουδενί τα τσιφλίκια να πέσουνε, σ’ άλλα χέρια.
Η αρχή και το τέλος της ζωής, δεν τους προβλημάτιζε γι’ αυτούς αιώνια πίστευαν πως ο Θεός θα τους έκανε χατίρι. Ο πατέρας με την Αγία Μάννα πήραν χαμπάρι τα σχέδια τους και οπλίστηκαν, με υπομονή, θάρρος, αγάπη και τ’ αγκάλιασαν σφιχτά τα παιδιά τους για να τα προστατέψουν και να τα σώσουν. Βρήκαν τρόπους και τους απομόνωσαν όσο το δυνατόν πιο πολύ μακριά τους. Δεν απογοητεύονταν όμως στην αγάπη, στην τάξη, τη νοικοκυροσύνη και την ανατροφή που εθωρούσαν τα θηλυκά να έχουν ένα – ένα που μεγάλωνε.
Εκαιροφυλαχτούσαν να βρουν την ευκαιρία να ορμήσουν και να κάνουν πραγματικότητα τα σκοτεινά τους σχέδια… Με προσευχές η Μάννα μέρα νύχτα παρακαλούσε το Θεό με τους αγίους να τους προστατεύει. Σε όλα της τα βήματα μονολογούσε σαν να παραμιλεί και έλεγε τρέμοντας με αγωνία, με λαχτάρα και μεγάλη πίστη. «Θε μου Παναγία μου και Χριστέ μου βλεπετέ μου τα παιδιά μου απού τσι κακές ώρες και τσι κακούς ανθρώπους»… Όταν εξεπετάχτηκε και το τελευταίο θηλυκό στην κοινωνία με ανοιχτό το στόμα, περιεργαζόταν τα προσόντα που του είχε χαρίσει ο Θεός. Πανικοβλήθηκαν μα και τα θαλάσσωσαν στο νου και στη ψυχή. Ανελέητα έβαλαν σκοπό να το κατασπαράξουν, δίχως να σκέφτουνται τον φόβο του Θεού και πως η θεία τιμωρία μπορεί να αργεί αλλά πάντα έρχεται…
Η δύναμη ψυχής και του κορμιού που είχαν τους μεταμόρφωνε αμέρωτα θεριά με πρωτόγονες συμπεριφορές και πράξεις… Ο πατέρας κατάφερε και έζησε ώσπου επάντρεψαν κι αποκατέστησαν’ τσι κοπελιές, εκτός από το ψιλοπουλάκι όπως ελέγανε το πιο μικρό θηλυκό παιδί τους. Που έμεινε μαζί με την Μάννα καταμεσής στη μούρη των καιρών και των ανέμων. Η μεγάλη ευκαιρία για τσι δικολογιές εξημέρωσε… Στο κάθε βήμα τους, το άγρυπνο βλέμμα τους, περίμενε να βρει ευκαιρία να δράση διπλωματικά. Με μια πλαστική σωλήνα (λάστιχο) είχαν μεταφέρει από το βουνό νερό στο κέντρο του χωριού για να ποτίζουν κήπους με δέντρα… Έγινε όμως το σωτήριο του χωριού όταν χάλασαν τα μηχανήματα της γεώτρησης και δεν υπήρχε καθόλου νερό παρά μόνο αυτό που έτρεχε στο λάστιχο. Και που είχε σκάσει σ’ ένα σημείο από την μεγάλη πίεση της απόστασης και χανόντανε ένα μέρος. Τότε κατάφεραν να κάνουν να πιστέψουν όλοι στο χωριό πως αυτή που έκανε την έξυπνη… Έκοψε το λάστιχο… Ένα ολόκληρο χωριό παρασύρθηκε από τα ψέματα τους… Αγαθούς και άκακους ανθρώπους καταφέρνουν και παραπλανούν. Αλλά και τους άλλους εκείνους που έχουν τα ίδια ενδιαφέροντα και αισθάνουνται χαρά μόνον όταν κάνουν κακό στους άλλους… Το ψέμα τους με το καιρό κατέρρευσε και το πήρε το ορμητικό νερό της σωλήνας, που τους έπνιξε και προσωρινά τα σκοτεινά τους σχέδια… Δεν έπαυαν όμως να σκέπτονται πως ετούτονά το θηλυκο των έφερνε μεγάλο αντισκάρι, τσι δυσκόλευε… «Μα ενιασέντινε θαν’ έρθει η ώρα τσι» χωρίς να σκέφτουνται πως ο άνθρωπος κάποια μέρα παραδίνει τη ψυχή του στο Θεό… Μια ψυχή που δεν εμαλάκωνε παρά γινόταν όλο πιο άγρια, πρωτόγονη και σκληρή… Τα χαρίσματα καρδιάς και της ψυχής δημιουργούσαν και άνοιγαν έντιμους δρόμους ζωής σ’ αυτό το θηλυκό πλάσμα που πάλευε απεγνωσμένα να ξεφύγει, από τις απειλές, τους εκβιασμούς, τις καταπατήσεις, το ΘΑΝΑΤΟ, το ψέμα, την αδικία, τη ζήλια και τη σκληρή πραγματικότητα σ’ αυτά και στ’ άλλα που τις προέκυπταν ξαφνικά και ύπουλα… Στον αποτυχημένο γάμο που έκανε έφερε στο κόσμο ένα αγοράκι που ξεπεταγόταν σιγά – σιγά με χαρισματικά κι αυτό προσόντα στη ψυχή και στο σώμα… Το μεγάλωνε με απέραντη αγάπη, στοργή, μεγάλη πίστη στο Θεό, καλοσύνη, αλλά και χωρίς να υποψιάζεται ποτέ το κακό… Βρέθηκε όμως το παιδί της απροετοίμαστο, ξαφνικά, με νιάτα, καλοσύνη και αυθορμητισμό, που τα μοχθούσαν και τα ζήλευαν… Δεν μπορούν ούτε με λόγια μα ούτε και με μολύβι να περιγραφτούν. Ο αφάνταστος πόλεμος των νεύρων, το ψέμα, η συκοφαντία και όλα τα ανέντιμα μέσα που στο παιδί αυτό χρησιμοποίησαν για να το εξωργίζουν και να του αμαυρώσουν, τη ψυχή και τη ΖΩΗ του, που έχει μπει και αυτή μεγάλος στόχος… Για να επισκιάσουν ακόμη εκτός των άλλων και την αγάπη του για τα ζώα, πατέρας και γιός σκότωσαν τα δικά τους σκυλιά που τους κυνηγούσαν τα πρόβατα. Και μετά διέδιδαν, ότι το παιδί τα σκότωσε με την παρέα του… Όμως το άγρυπνο μάτι που τους είχε στείλει ο Θεός, τους είδε και το είπε, στην απαρηγόρητη Μάννα για το μεγάλο άδικο που είχε βρει το μοναχογιό της… Στο δίκιο, με το άδικο τσι’ χουνε χαραμίσει ολόκληρη τη ζωή της… Οι πόνοι της ψυχής, με της καρδιάς οι αναστεναγμοί και οι αγωνίες, τα ξενύχτια, με τα δάκρυα δεν θα ξεχαστούν ποτέ… Οι πληγές που θα τρέχουν αθεράπευτα, πάντα θα πνίγουν τις ψυχές τους, με τις συνειδήσεις τους, μέχρι όμως και την ώρα που θα φεύγει και η τελευταία τους αναπνοή… Το παιδί νέος πια με καθαρό το κούτελο στα τριάντα του χρόνια, ώριμο, με αυτά που του συνέβησαν, πέρασε στην αντιπέρα όχθη της ζωής αλώβητο. Θα θυμάται σε’ όλη του ζωή όμως πάντα και δεν θα ξεχάσει ποτέ, πως ούτε η βροχή, ούτε ποταμός, μα ούτε και ολόκληρη η θάλασσα δεν θα μπορούσαν να ξεπλύνουν και να σβήσουν ποτέ, τις ανιστόρητες πράξεις των γονέων, αυτών και των παιδιώντους. Αλλά και όλων των άλλων που έγιναν συμμέτοχοι σ’ αυτές τις απάνθρωπες πράξεις… Σε βάρος του και σε βάρος της μητέρας του διδάχτηκε πως μπορεί να αργεί, αλλά το δίκιο μια μέρα δικαιώνεται… Θα ξέρει και ότι οι τέτοιου είδους άνθρωποι δεν αλλάζουν ποτέ, γι’ αυτό χρειάζεται πάντα τη στήριξη με τη βοήθεια του Θεού για να τους διώχνει μακριά του…
*Η Μαρία Νικ. Γρυφάκη
είναι τέως Αντιπρόεδρος Κοινότητας – Καντάνου, Κοινοτικός σύμβουλος και Ποιήτρια – Συγγραφέας, βραβευθείσα κατ’ επανάληψη