» Joao Ricardo Pedro (μτφρ. Αριάδνη Μοσχονά, εκδόσεις Πόλις)
Η ανασύνθεση της ιστορίας δεν είναι κάτι απλό και αν το μεγάλο κάδρο, παρά τις όποιες σκοτεινές πτυχές της επιφάνειάς του, με τον καιρό λειαίνεται και παγιώνεται ως σχετικά κοινά αποδεκτό, δύσκολα συμβαίνει κάτι αντίστοιχο με τις ατομικές ιστορίες, όταν πια ο θάνατος έχει δια παντός στερήσει τη μαρτυρία εκείνων που ήταν παρόντες. Το πλεονέκτημα κατά τη σύνθεση της ατομικής ιστορίας είναι πως εδώ οι νικητές δεν έχουν τον μονόλογο, δεν είναι εκείνοι που σχηματίζουν τις λέξεις στο βιβλίο. Εκ των υστέρων, τα μισόλογα, οι υπαινιγμοί και οι φωτογραφίες, ανάμεσα σε άλλα, μοιάζουν με κομμάτια παζλ που εν τέλει συνθέτουν μια κάποια εικόνα. Είναι η επιθυμία για κατανόηση εκείνη που ωθεί τον “ερασιτέχνη ιστορικό” σε μια τέτοια απόπειρα. Να γνωρίσει καλύτερα ανθρώπους κοντινούς, μέλη της ίδιας του της οικογένειας συνήθως, των οποίων οι σιωπές στοιχειώνουν το παρελθόν του. Γιατί μοιάζει να είναι στη φύση μας η ανάγκη να γνωρίζουμε το παρελθόν μας, την ατομική μας ιστορία, από πού ερχόμαστε, μήπως και έτσι υποθέσουμε με κάπως μεγαλύτερη βεβαιότητα ποιοι είμαστε και πού πηγαίνουμε. Εδώ κρύβεται ένας άλλος κίνδυνος παραχάραξης, η ωραιοποίηση και η αθώωση, ο καλλωπισμός του παρελθόντος. Ένα πράγμα φαινόταν βέβαιο: στις είκοσι πέντε Απριλίου του χίλια εννιακόσια εβδομήντα τέσσερα, πολύ πριν από τις επτά το πρωί, ο Σελεστίνο έδεσε τη φυσιγγιοθήκη στη μέση του, φόρεσε το Μπράουνινγκ σταυρωτά, βεβαιώθηκε πως έχει τον καπνό και τα τσιγαρόχαρτά του, ξέχασε το ρολόι του στο καρφί, απ’ το οποίο κρεμόταν επίσης ένα ημερολόγιο, και βγήκε. Μόλις άρχιζε να χαράζει. Ή μπορεί και όχι. Το μυθιστόρημα του Ρικάρντο Πέντρο διαθέτει ποιητικότητα, ελλειπτικότητα και νοσταλγία. Χωρισμένο σε επτά μέρη, μοιάζει να του έχουν αφαιρεθεί -ή να λείπουν- αρκετές σελίδες, καθώς είναι τέτοιο το πλήθος των προσώπων και των χρονικών περιόδων της αφήγησης, που οι διακόσιες πενήντα σελίδες φαντάζουν λίγες. Έως ένα βαθμό δικαιολογείται αυτή η συγγραφική απόφαση, καθώς αποδίδει την αίσθηση της ανασύνθεσης μιας ιστορίας με αρκετά κενά. Ο συγγραφέας επιλέγει έναν αφηγητή περιορισμένων γνώσεων για να διηγηθεί την κατασκευή της ιστορίας της οικογένειας του Ντουάρτε, πατάει πάνω σε νησίδες που εμφανίζονται μπροστά του, πότε απόρροια της έρευνας και πότε της συγκυρίας, και παρότι κάποια βήματα μοιάζουν υπερβολικά, εντούτοις, η αποσπασματικότητα προσδίδει μια αίσθηση αληθοφάνειας στην αφήγηση. Άλλωστε, όταν ο αφηγητής γνωρίζει, δεν διστάζει να γίνει αρκετά αναλυτικός στις περιγραφές του. Η ποιητικότητα και η νοσταλγία δεν θα μπορούσαν να λείπουν από ένα μυθιστόρημα που διαπραγματεύεται με τέτοιο τρόπο το παρελθόν του αφηγητή, τα παιδικά του χρόνια, την πορεία του προς την ενηλικίωση και την κατανόηση σιγά σιγά της πραγματικότητας, δημιουργώντας κατ’ αυτόν τον τρόπο μια αντίστιξη με το κοινό παρελθόν, το σκοτεινό με ελάχιστα φωτεινά σημεία παρελθόν, με τα χρόνια της ανελευθερίας, τα χρόνια της σιωπής της πλειοψηφίας, τα χρόνια του φόβου, παρά την άρνηση του αφηγητή να σταθεί στο επίκεντρο της πλοκής, επιμένοντας στην επιθυμία του να συνδυάσει τα στοιχεία μεταξύ τους, μήπως και μπορέσει να αποκτήσει μια πιο ξεκάθαρη εικόνα, μια εικόνα εγγύτερη στην αλήθεια. Πότε με μακροπερίοδο λόγο και πότε με έναν ρυθμό κοφτό, στακάτο, γεμάτο από τελείες, ο συγγραφέας επιζητά τις ρυθμικές εναλλαγές, μια μουσικότητα για το μυθιστόρημά του. Και κάποιες στιγμές τα καταφέρνει περίφημα. Υπάρχουν κομμάτια πραγματικά αξιόλογα, προτάσεις ιδανικές για υπογράμμιση και αντιγραφή. Αντίστοιχη του ρυθμού εναλλαγή υπάρχει και ως προς τη συνοχή της ιστορίας, γιατί, παρά τις όποιες παρεκβάσεις, υπάρχει ξεκάθαρα μια κεντρική ιστορία. Έτσι, κάποια κομμάτια μοιάζουν με διηγήματα που προστέθηκαν στον κυρίως κορμό χωρίς η παρουσία τους, πέραν της αισθητικής απόλαυσης, να δικαιολογείται, κάτι το οποίο είναι πιθανό να δημιουργήσει ρήγματα στην ανάγνωση. Ενώ ούτε η επιμονή με το κλείσιμο των κύκλων της ιστορίας είναι συνολικά λειτουργική, παρότι φαινομενικά δίνει μια αίσθηση ολοκλήρωσης, η οποία όμως δεν συνάδει απόλυτα με τον αποσπασματικό χαρακτήρα του μυθιστορήματος. Διαβάζοντας μυθιστορήματα όπως αυτό, που αναφέρονται σε ιστορικές περιόδους με ξεκάθαρο πρόσημο, συνήθως αρνητικό, στα οποία ο συγγραφέας δεν παίρνει ξεκάθαρη θέση, μετεωρίζομαι έντονα ανάμεσα σε δύο εκδοχές. Από τη μία τοποθετείται η απολιτίκ διάθεση του συγγραφέα, κάτι που με ενοχλεί και μου γεννά υποψίες για τα αίτια της επιλογής του αυτής. Από την άλλη όμως, και όλο εντονότερα καθώς τα χρόνια περνούν, παίρνει θέση η σιωπηλή πλειοψηφία, εκείνη που συμβιβάστηκε με την τάξη, που κοιτούσε τη δουλειά της, που δεν μιλούσε, και σκέφτομαι πως ίσως η ρεαλιστική απεικόνιση μιας τέτοιας βάρβαρης εποχής, ακόμα και αν κάτι τέτοιο δεν αποτελεί προτεραιότητα του συγγραφέα, να είναι πιο πιστή ως απολιτίκ. Δυστυχώς. Το δικό σου πρόσωπο θα είναι το τελευταίο είναι ένα μυθιστόρημα που διαβάζεται ευχάριστα, ενώ υπαινίσσεται περισσότερα απ’ όσα φανερώνει, κατορθώνοντας με αυτόν τον τρόπο να ξεφύγει από τα στενά όρια της πορτογαλικής πραγματικότητας.