Πριν από πολλά χρόνια, ειδικοί αναλυτές εντόπισαν και ασχολήθηκαν εκτενώς με το μέγα πρόβλημα που αντιμετωπίζει η πατρίδα μας, σήμερα πολύ περισσότερο από ποτέ άλλοτε, το δημογραφικό.
Γερνάει, διατυμπανίζουν πολλοί με τα όποια μέσα διαθέτουν, άλλοι με την πένα τους, άλλοι με τα Μ.Μ.Ε. και πάει λέγοντας. Βέβαια το πρόβλημα της υπογεννητικότητας, εμείς οι μεγαλύτεροι σε ηλικία γνωρίζουμε πολύ καλά ότι άρχισε έντονα μετά την αποτίναξη του ζυγού από το σβέρκο μας των αιμοχαρών κατακτητών των Γερμανών και το επώδυνο τέλος του εμφυλίου σπαραγμού. Τότε που όσοι νέοι απόμειναν ζωντανοί από τον πόλεμο, μετέπειτα από το ανελέητο μίσος που μας στοίχησε πάρα πολλές ζωές μεταξύ των, τη διχόνοια και το μίσος αδερφού προς αδερφό για τα διαφορετικά πολιτικά πιστεύω τους. Τότε που οι αριστεροί, οι περισσότεροι από αυτούς νέοι και νέες, πήραν τα βουνά και τα λαγκάδια να γλυτώσουν από βέβαιο θάνατο από τους σωτήρες του έθνους, τους εθνοπατέρες, με αποτέλεσμα να ρημάξει ο τόπος μας και ειδικότερα τα χωριά μας.
Γιόμισαν οι ανατολικές χώρες – κι όχι μόνο – ελληνόπουλα. Και ποια ελληνόπουλα; Η αφρόκρεμα του έθνους μας.
Τώρα, σαν να μην έφτανε αυτή η καταστροφή, μετά την δεκαετία του σαράντα και αρχές της δεκαετίας του πενήντα οι τότε κυβερνώντες της χώρας μας έδωσαν την χαριστική βολή στον κάπως ζωντανό ακόμα τόπο μας. Και πως έγινε αυτό ή ποια ήταν η αφορμή, εμείς οι πιο μεγάλοι το ζήσαμε στο πετσί μας πολύ έντονα και οφείλουμε να το θυμίζουμε και στα παιδιά μας και στα εγγόνια μας. Μάλλον είδαν οι τότε κυβερνήσεις ότι έχουν απομείνει αρκετά νιάτα πίσω στα χωριά μας, νιάτα που έπιαναν την πέτρα και στύβοντάς της έβγαζαν νερό κι αποφάσισαν να τα λιγοστέψουν. Και τι έκαναν; Άνοιξαν τις αμπάρες της ξενιτιάς και δεν θυμάμαι ακριβώς πόσες χιλιάδες έφυγαν για την ξενιτιά.
Το αποτέλεσμα εκείνης της μαύρης εποχής για την Ελλάδα μας ήταν να κλείσουν σχολεία, να ερημώσει γενικότερα η ύπαιθρος. Έφυγαν τα νιάτα μας για ξένες πατρίδες ψάχνοντας να βρουν την τύχη τους που θα τους χάριζε μια καλύτερη ποιοτική ζωή. Να χορτάσουν βρε αδελφέ – έλεγαν – γλυκό ψωμί, που μέχρι τότε τα χνώτα τους μύριζαν μπομπότα και αυτά τα πονεμένα λόγια τα έλεγαν μάλλον για να δικαιολογήσουν κάπως την φυγή των δικών τους ανθρώπων. Γέμισε όλη η υφήλιος Ελληνόπουλα. Τέλος πάντων.
Δεν έφυγαν όμως όλοι από τα χωριά τους ή από τη γη που γεννήθηκαν και μεγάλωσαν. Απόμειναν αρκετοί και αυτό φαίνεται ενοχλούσε τους κυβερνώντες τότε, δεν ξέρω το γιατί, και σκαρφίστηκαν κι έβαλαν σε εφαρμογή ένα άλλο πιο καταστροφικό σχέδιο από τον διωγμό στην ξενιτιά. Και δεν ήταν τίποτε άλλο από το να κτίσουν μεγάλες πολυκατοικίες στις μεγάλες πολιτείες, ειδικότερα στην Αθήνα, δίχως κανένα σχέδιο, τη μια δίπλα στην άλλη, που έμοιαζαν σαν σπιρτόκουτα και μοιάζουν ακόμη, και τους μάντρωσαν τους ανθρώπους σαν τα πρόβατα στο μαντρί, με αποτέλεσμα να ερημώσουν τελειωτικά τα χωριά μας και το λέω με πόνο ψυχής αυτό. Τους μεν μισούς νέους τους έδιωξαν από την αγκαλιά της μητέρας Ελλάδας και τους άλλους μισούς τους έκλεισαν στις πολυκατοικίες των μεγαλουπόλεων.
Τι καλύτερο μπορούσαν να κάνουν οι άνθρωποι! Έφυγαν – και αυτό το θυμάμαι πολύ καλά – δεκάδες οικογένειες από τα χωριά τους πηγαίνοντας να εγκατασταθούν στην Αθήνα κλπ. Δουλεύοντας σε διάφορες δουλειές του ποδαριού, άλλοι σε πτηνοτροφεία, άλλοι γινότανε θυρωροί στις πολυκατοικίες αγοράζοντας με χρυσά λεφτά την περίοπτη θέση του θυρωρού. Έφαγαν γλυκό ψωμί, έλεγαν στους χωριανούς τους όταν αντάμωναν και το κυριότερο – έλεγαν – ανοίγεται ένας δρόμος πιο καλύτερος από τα μονοπάτια του χωριού για τα βλαστάρια τους «τα παιδιά τους». Πολλές δε κοπέλες τις έστελναν στους πλούσιους ως υπηρέτριες και τα αποτελέσματα τα γνωρίζουμε ποια ήταν και ο νοών νοείτω.
Πως να μην πάρει ανεξέλεγκτες διαστάσεις η υπογεννητικότητα; Πως να μην γίνει χώρα γερόντων η πατρίδα μας; Από τότε, τα Ελληνόπουλα που γεννήθηκαν στα διάφορα κράτη που είχαν ριζώσει οι Έλληνες γονείς τους έγιναν Αμερικάνοι, Γερμανοί κ.τ.λ. κι ας έτρεχε αίμα ελληνικό στις φλέβες τους. Κι ερωτώ, πόσα από εκείνα τα Ελληνόπουλα γύρισαν στην Ελλάδα μας; Ελάχιστα. Πόσα από τα παιδιά που γεννήθηκαν στις μεγαλουπόλεις από τους εσωτερικούς μετανάστες γύρισαν στα χωριά των γονιών τους; Πολύ μικρός αριθμός. Και δεν σταμάτησε εδώ ο ξεριζωμός. Και στα μετέπειτα χρόνια και μέχρι τις μέρες μας αυτό γίνεται σχεδόν με τον ίδιο ρυθμό. Οι δόλιοι εναπομείναντες γονείς όργωναν τα χωράφια κι ας ήταν γέροι, ξυπόλητοι, για να στεριώσουν κάτι πιο καλό, π.χ. ένα σπίτι κ.τ.λ. για να το βρούνε τα εγγόνια τους. Αυτό προσδοκούσαν κι ονειρεύονταν, να έρχονται να κάνουν διακοπές και να τα βλέπουν. Πόσα όμως ήρθαν;
Τώρα, σιγά – σιγά γκρεμίστηκαν τα σχολεία μας, ρήμαξαν σε μεγάλο βαθμό οι εκκλησίες μας, ειδικότερα τα ξωκλήσια, χέρσωσαν τ’ αμπέλια μας και τα χωράφια μας με αποτέλεσμα, ειδικότερα τώρα, να περνάς από τα χωριά που κάποτε έσφυζαν από ζωή και να σε πιάνει ρίγος.
Τέλος, αυτή η καταστροφική λαίλαπα που στο πέρασμά της ισοπέδωσε την ύπαιθρο τώρα συνεχίζεται με διαφορετική μέθοδο, πιο καταστροφική και θα σας το πω πως γίνεται. Δούλευε η δόλια η μάνα καθαρίστρια γιατί δεν είχε άλλη επιλογή από τότε που ξεριζώθηκε από το χωριό της και ο άνδρα της θυρωρός, μεγάλωσαν τα δύο παιδιά τους, ένα αγόρι και μια κόρη και στερήθηκαν εκείνοι πολλές από τις χαρές της ζωής για να τα σπουδάσουν. Σπούδασαν τα παιδιά, ο μεν γιος έγινε γιατρός, η δε κόρη σπούδασε δικηγόρος. Καμάρωναν οι γονείς και με το δίκιο της γιατί οι θυσίες τους δεν πήγαν χαμένες, αλλά τα πράγματα δεν ήρθαν όπως ονειρεύονταν εκείνοι. Γιατί τα παιδιά προσπαθούσαν, ξεχύθηκαν θα έλεγα στους δρόμους να βρούνε δουλειά αλλά οι πόρτες ήταν μισόκλειστες για να μην πω σφαλισμένες. Τώρα, με αγωνία, με επιμονή, με ιώβεια υπομονή βρήκαν μια δουλειά στον τομέα τους αλλά ο μισθός τους ήταν πολύ λίγος. Τι να κάνουν όμως! Θα έρθουν – έλεγαν – και καλύτερες μέρες. Εμείς – έλεγαν οι δύο νέοι – σταθήκαμε κάπως τυχεροί. Άλλοι σαν εμάς, σπουδασμένα παιδιά, δουλεύουν σε εστιατόρια, σε σουβλατζίδικα κ.τ.λ. Είναι λίγος ο μισθός αλλά τουλάχιστον δεν πεινάμε. Από την άλλη πλευρά οι γονείς τους που έχουν γεράσει πια τους λένε απ’ έξω – απ’ έξω πως θα πεθάνουν και δεν θα κρατήσουν εγγόνια στα χέρια τους. Τον βλέπουν αυτόν τον καημό τα παιδιά αλλά πως να αποφασίσουν να φτιάξουν οικογένεια με τα χρήματα που κερδίζουν;
«Αυτά τα χρήματα φτάνουν μόνο για να πληρώσουμε τους μισούς λογαριασμούς του σπιτιού μας, ρεύμα, τηλέφωνο, νερό…» και πάνω σε αυτούς τους συλλογισμούς… να η ευκαιρία. Τους τηλεφωνεί κάποιος φίλος τους γιατρός που είχε μεταναστεύσει στην Αγγλία και τους λέει ότι υπάρχουν θέσεις διαθέσιμες εκεί και αν θέλει ο γιος – τους λέει ο φίλος τους – να πάει κι εκείνος εκεί. Πολύ καλό περιβάλλον, αρκετά μεγάλο νοσοκομείο, καθαρή πόλη και πάνω απ’ όλα ο μισθός του τρεις φορές πιο πάνω από αυτόν που του δίνουν στην κλινική που εργάζεται. Δίχως πολλές σκέψεις, ο νέος γιατρός, μια και δυο φεύγει και πάει να εργαστεί στην ξένη χώρα.
Αυτό ακριβώς γίνεται και σήμερα. Φεύγουν τα παιδιά μας για ξένες χώρες δίνοντας τους καρπούς των κόπων τους αλλά και τον ιδρώτα των γονιών τους σε άλλες χώρες. Εμείς τους σπουδάζουμε με χίλιες δυο στερήσεις, έτσι λένε κι έχουν δίκιο, τους κάνουμε επιστήμονες και τους εκμεταλλεύονται άλλες χώρες δίχως να έχουν ξοδέψει εκείνες μήτε ένα ευρώ. Η ίδια ακριβώς μέθοδος που γινότανε από τότε, δηλαδή από την δεκαετία του πενήντα και μετά, το ίδιο ακριβώς γίνεται και με τους νέους που δεν μπόρεσαν να σπουδάσουν για διάφορους λόγους και εξασκούν διάφορα επαγγέλματα όπως οικοδόμοι κ.τ.λ.
Δουλεύει ο νέος νοικοκύρης στο όποιο χωριό π.χ. στις ελιές που του άφησε ο πατέρας του. Οι ελιές βέβαια του αποδίδουν έστω 4 τόνους λάδι το χρόνο που με τη σημερινή τιμή του λαδιού 2,50 ευρώ, είναι περίπου 10 χιλιάδες ευρώ το χρόνο. Ξέρετε κύριοι πόσο είναι το κέρδος του νοικοκύρη; Μήτε 5 χιλιάδες δεν του απομένουν χωρίς την προσωπική του εργασία. Να πληρώσει τον εργάτη, να πληρώσει λιπάσματα, να πληρώσει βενζίνες, πετρέλαιο κ.τ.λ. στο τέλος του έρχεται σχεδόν ίσα έξοδα ίσα έσοδα. Πως να παραμείνει στο χωριό αυτός ο νέος; Πως να δημιουργήσει οικογένεια για να μεγαλώσει η Ελλάδα μας και να αποκτήσουμε δικά μας εργατικά χέρια;
Ειδικότερα σήμερα παρουσιάστηκε και το μείζων πρόβλημα ότι δεν έρχονται εργάτες κι ερωτώ γιατί να έρθουν να μαζέψουν ελιές; Με μεροκάματο 45-50 ευρώ αφού σε άλλες χώρες κάνοντας την ίδια εργασία κερδίζουν τα διπλά χρήματα;
Αυτές είναι μερικές από τις πικρές αλήθειες αγαπητοί μου. Τώρα θα μου πείτε τι το καινούργιο σας έγραψα στο σημερινό μου άρθρο κι ότι όσα σας ανέφερα είναι λίγο πολύ γνωστά σε όλου μας. Τίποτε απολύτως καινούργιο δεν μάθατε. Ίσως οι νέοι μας κάτι θα έμαθαν αλλά εγώ λέω αυτό που είπαν πολλοί άλλοι πριν από μένα: «το περίσσιο φως δεν βλάπτει πουθενά!»
*Ο Δημήτρης Κ. Τυραϊδής, συγγραφέας – ποιητής, μέλος της Παγκοσμίου Ενώσεως
Ελλήνων Λογοτεχνών, μέλος των Πνευματικών Δημιουργών νομού Χανίων και άλλων
πολλών πολιτιστικών συλλόγων
Το δημογραφικό είναι σύνθετο πρόβλημα!
Εσείς κατηγορείτε τους πολιτικούς ότι επί σκοπού έδιωξαν τους νέους από την χώρα!
Πάντως διάβασα πρόταση μικρού κόμματος ότι οποία οικογένεια αποκτήσει τρία παιδιά θα απαλλάσσεται πλήρως από φορολογία!
Πως σας ακούγεται;;