Στέκομαι στο παράθυρο αυτού του μεγάλου σπιτιού στον νότο της Γαλλίας καθώς πέφτει η νύχτα, η νύχτα που με οδηγεί στο πιο τρομερό πρωινό της ζωής μου. Κρατάω ένα ποτό στο χέρι, δίπλα μου έχω ένα μπουκάλι. Κοιτάζω το είδωλό μου στη γυαλάδα του τζαμιού που σκοτεινιάζει σιγά σιγά. Το είδωλό μου είναι ψηλό, ίσως και να μοιάζει κάπως με βέλος, τα ξανθιά μαλλιά μου γυαλίζουν. Το πρόσωπό μου μοιάζει μ’ ένα πρόσωπο που έχετε δει πολλές φορές. Οι πρόγονοί μου κατέκτησαν μια ήπειρο, προχωρώντας με κόπο πάνω σε πεδιάδες σπαρμένες θάνατο, μέχρι που έφτασαν σ’ έναν ωκεανό που είχε στραμμένη την πλάτη του στην Ευρώπη και ατένιζε ένα ακόμα σκοτεινότερο παρελθόν.
Αρχικά όλα φαντάζουν απλά και συνηθισμένα. Δεκαετία του ’50, ένα ζευγάρι νεαρών Αμερικάνων, ο Ντέιβιντ και η Έλα, θα διασχίσει τον Ατλαντικό για να βρεθεί στο Παρίσι, χωρίς εισιτήριο επιστροφής. Ένα ταξίδι προσκύνημα στον παλιό κόσμο, μία κορύφωση της ανέμελης ζωής, μία προσομοίωση της μποέμικης ζωής. Η Νέα Υόρκη θα συνεχίσει να είναι εκεί και να τους περιμένει, έτσι πιστεύουν, αποτελώντας το δίχτυ ασφαλείας που έχουν ανάγκη, έστω και υποσυνείδητα. Όμως, το κουκούλι θα διαρραγεί. Ο Ντέιβιντ, αφηγητής της ιστορίας, θα γνωρίσει τον Τζοβάνι, ενώ η Έλα βρίσκεται στην Ισπανία. Θα περάσουν μαζί, στο δωμάτιο του Τζοβάνι, την περίοδο εκείνη, το σώμα θα βρεθεί αντιμέτωπο με το μυαλό. Σύμφωνα με τον ίδιο τον συγγραφέα το βιβλίο δεν αφορά τόσο την ομοφυλοφιλία όσο το τι συμβαίνει όταν είσαι τόσο φοβισμένος, που τελικά δεν μπορείς να αγαπήσεις κανέναν. Ο φόβος, άλλωστε, παιδί του μυαλού είναι.
Η αφήγηση αρχίζει την παραμονή της νύχτας του πιο τρομερού πρωινού της ζωής του αφηγητή. Ο Μπόλντουιν, με διαρκή φλας μπακ, θα αποδώσει με ακρίβεια τη σύγχυση που επικρατεί στο μυαλό του αφηγητή του, ενώ απομακρύνεται και πλησιάζει χρονικά στο πρωινό εκείνο, οδηγώντας την ιστορία μαεστρικά στην κορύφωση, παρασύροντας τον αναγνώστη στη δίνη των γεγονότων. Του Μπόλντουιν δεν του αρκεί το θεματικό εύρημα· μία ιστορία, όσο καλή, πρωτότυπη ή δυνατή και αν είναι, δεν είναι από μόνη της ικανή να οδηγήσει σε ένα σπουδαίο μυθιστόρημα, και Το δωμάτιο του Τζοβάνι είναι ένα σπουδαίο μυθιστόρημα.
Καταλυτικό ρόλο στο μυθιστόρημα παίζει το Παρίσι, το λαμπερό και σκοτεινό Παρίσι, το πολύβουο και εκκωφαντικά μοναχικό Παρίσι. Η πόλη του έρωτα, λένε κάποιοι, και ίσως δίπλα στη λέξη έρωτας να φαντάζονται μονάχα λουλούδια και καρδιές, και θα έχουν ίσως τους λόγους τους για να μη συνεχίσουν λέγοντας: τα λουλούδια μαραίνονται, οι καρδιές τσακίζονται.
Και ενώ στο Δωμάτιο του Τζοβάνι η σεξουαλικότητα πρωτοστατεί στο μέτωπο απέναντι στη λογική και τις κοινωνικές συμβάσεις, αυτό δεν σημαίνει πως το μυθιστόρημα περιορίζεται σε αυτή τη μάχη μονάχα. Χαρακτηριστική είναι η απόδοση της έννοιας του ξένου· αν και ο Μπόλντουιν χρησιμοποιεί την έννοια του ξένου ως προς τη χώρα που αναγράφει το διαβατήριο του, εντούτοις αυτό γίνεται μόνο σχηματικά και δεν περιορίζεται σ’ αυτό, ξένος νιώθει κανείς -ή είναι κάπως- και απέναντι στην κοινωνία, στο δοθέν μοντέλο, στην οικογένεια του, ενίοτε και απέναντι στο ίδιο του το σώμα. Ο τρόπος με τον οποίο διαχειρίζεται ο Μπόλντουιν την ιδιότητα του ξένου θυμίζει έναν άλλον σπουδαίο, σύγχρονό του συγγραφέα, τον Πολ Μπόουλς, με σημείο εκκίνησης τη διάσημη ρήση του Ρεμπό “Εγώ είμαι ένας άλλος” και τον καμικό Ξένο.
Παρότι άρρηκτα συνυφασμένο με την ατμόσφαιρα της εποχής, Το δωμάτιο του Τζοβάνι δεν έχει απολέσει ως σήμερα τίποτα από την αλήθεια και την υπαρξιστική του αγωνία, έχοντας προ πολλού ξεπεράσει τα όρια της λογοτεχνίας φύλου.