-Βρε,ας έρθουν κι οι καλλικαντζαραίοι, τι με νοιάζει; Μακάρι και να έμεναν, να μου κρατούν συντροφιά! Όμως, δεν έχει τίποτα το σπίτι μου για να τους αρέσει. Δεν έχει τόπο για σκανταλιές. Σκέβρωσαν τα πορτοπαράθυρα, πέφτουν οι σοβάδες, αν πεις και για το “φανάρι”, ξερό ψωμί έχει μέσα! Μπα! Από τα χαλασμένα, τι να χαλάσουν οι Καλλικάντζαροι;
Αυτά αναρωτιόταν ο γερο- Φωτεινός εκείνο το παγερό χάραμα, ενώ η ξέψυχη η φωτιά που έβγαινε από τα λιγνά κούτσουρα στο πυρομάχι, προσπαθούσε μάταια να στεγνώσει τους “χαλβαδιασμένους” από τα τις βροχές τοίχους.
Ο πλεχτός γκρίζος σκούφος του κατέβαινε χαμηλά στο μέτωπο και η κορυφή του με το κούμαρο ακολουθούσε τις κινήσεις της κεφαλής του. Πόσα χρόνια είχε αυτόν το σκούφο; Άκουσε την απάντηση από τη δική του φωνή:
-Πενήντα πέντε, παρακαλώ! Η μακαρίτισσα η μάνα μου είχε πλέξει τον σκούφο εκείνο όταν ήμουν φρεσκοπαντρεμμένος και έβγαινα στο λιόφυτο, μέσα στο κατακαίρι. Τελικά, μερικά πράγματα είναι αθάνατα. Ο σκούφος μπορεί να υπάρχει ακόμα, όταν εγώ θα έχω φύγει…
Με αυτούς τους υπαρξιακούς συλλογισμούς πήρε από το κιούπι μερικές ελιές, έβαλε λίγο κρασί στο ποτήρι, έβρεξε ένα παξιμάδι και κάθισε κοντά στη φωτιά. Συδαύλιζε τα ξύλα με τη μασιά και το πρόσωπό του άρχισε να ζεσταίνεται. Τα μάγουλά του πήραν να ροδίζουν. Ήπιε δυο γουλιές κρασί. Ένιωσε κιόλας καλύτερα.
Την Πρωτοχρονιά ο γιος,η νύφη και τα εγγόνια του θα κατέβαιναν από την Αθήνα για λίγες μέρες.
-Πατέρα, τι κάθεσαι και φυλάς τα χαλάσματα; Γιατί δεν μένεις στην καινούργια κάμαρη; Τον είχε ρωτήσει ο γιος του, τον περασμένο χρόνο.
Ο γιος του είχε φροντίσει να χτίσει μια καινούρια κάμαρη με όλα τα χρειαζούμενα. Η “κάμαρη” στην πραγματικότητα ήταν ένα άρτιο και λειτουργικό μικρό σπίτι, δυο βήματα από το παλιό: “Εδώ να μένεις, πατέρα. Άσε τα παλιά για αποθήκες” του είχε πει. Όμως εκείνος προτιμούσε να σεργιανά μέσα στο χαλόσπιτο, παρέα με τις αναμνήσεις του.
Σε τρεις μέρες θα έρχονταν τα Φώτα. Μέχρι τότε, ας χαλούσαν τον κόσμο οι καλλικαντζάροι: ο Αντιλογάς, ο Ανεμοδουράς, ο Αρτσουπάς, ο Βαταλαλιάς, ο Γινατιάς, ο Δακανιάς, ο Ελιδοσεπιάς, ο Ζουμπεροφάς, ο Ημεροχαλασιάς, ο Θεριάς, ο Ιπποκεντριάς, ο Κλαπατσιμπαλάς, ο Λαδολιχνιάς, ο Μελοκλεφτάς, ο Νερολασπάς, ο Ξαφνοτρομαριάς, ο Ογρασιάς, ο Πυρομαχάς, ο Ροκανιάς, ο Σαματάς, ο Τσικνοφαγάς, ο Υφαντοξηλωσιάς, ο Φαβοξυδιάς, ο Χαλασιάς, ο Ψωματάς και ο Ωρομπουρδουκλιάς.
Έτσι του έλεγε τα ονόματα η λάλη του, με αλφαβητική σειρά και μεροληπτικά εκτενέστερη αναφορά στο “Α”. Όταν εκείνος τη ρωτούσε για τις ιδιότητες που αντιστοιχούσαν στο κάθε όνομα, η επινοητική λάλη δεν έχανε καιρό και άρχιζε μια μακροσκελή και ιδιαίτερα ευφάνταστη εξιστόρηση για τον τάδε ή δείνα καλλικάντζαρο. Έτσι περνούσαν κάποιες από τις μέρες των Χριστουγέννων, για να μην πούμε πολλών Χριστουγέννων.
Με ανάλογες ιστορίες μεγάλωσε και κείνος το γιο του. Αν πεις για τη συχωρεμένη τη γυναίκα του, η Αριάδνη δεν πήγαινε πίσω. Εκεί που σκούπιζε, εκεί που μαγείρευε, εκεί που έπλεκε, όλο κάτι θα είχε να διηγάται για να κρατά το μικρό απασχολημένο. Δεν είδε, όμως, η άτυχη, τα εγγόνια. Δεν πρόφτασε να πάρει τη διπλή χαρά. Εκείνη έφυγε λίγα χρόνια πριν γεννηθούν τα δίδυμα, εγγονός και εγγονή.
Τις σκέψεις του διέκοψε ένας χτύπος στην πόρτα. Παράλληλα, ακούστηκε η φωνή του γιού του καφετζή:
-Μπάρμπα Φωτεινέ, σου έφερα τη φιάλη!
Άνοιξε την εξώθυρα και πέρασε μέσα ο Λεόνικος, μικρότερος γιος του καφεπαντοπώλη του χωριού.
-Να είσαι καλά, παιδί μου ! Είπε με ανακούφιση.
Η φιάλη υγραερίου, με την οποία μαγείρευε στο μικρό υπόστεγο έξω από την κουζίνα, είχε τελειώσει από χτες βράδυ και δεν είχε προνοήσει να έχει πρόχειρη δεύτερη φιάλη στο σπίτι.
-Να είσαι καλά για τον κόπο σου, μέρες που είναι! Είπε ξανά.
-Έχεις και γράμμα, μπάρμπα! Είπε με φωτεινό χαμόγελο ο Λεόνικος.
Του έδωσε ένα φάκελλο και ο μπάρμπα Φωτεινός αναγνώρισε το γραφικό χαρακτήρα της εγγονής του, που ήταν πια φοιτήτρια στη Φιλοσοφική Σχολή. Αλλά γιατί του έγραφε, αφού σε δυο-τρεις μέρες θα βρισκόταν κοντά του; ΄Οταν έφυγε ο Λεόνικος, άνοιξε με κάποια απορία το φάκελλο και άρχισε να διαβάζει το γράμμα που υπήρχε μέσα:
“Αγαπημένε μας παππού,
Ανυπομονώ να σε συναντήσω και πάλι. Μας έχεις λείψει πολύ. Αλλά που θα πάει, θα καλοκαιριάσει και θα βρεθούμε πιο πολύ καιρό μαζί!
Αυτές τις μέρες σκέφτομαι συνέχεια τις ιστορίες σου με τους καλλικαντζάρους και τα Φώτα. Θυμάμαι που έφερνες αγιασμό και ράντιζες, κάθε χρονιάρα μέρα, το σπίτι, το περβόλι και το λιόφυτο, τη ρεματιά και τη στέρνα.
Θυμάμαι που μας έλεγες ιστορίες και για τους καλαντιστάδες. Μια και γιορτάζεις σε λίγες μέρες, έγραψα για σένα τα δικά μου κάλαντα των Φώτων, για να τα πούμε παρέα, όταν έρθω: Ο Νέος Χρόνος έφτασε, έρχονται και τα Φώτα.
Σταυραητέ και πέρδικα, προβάλετε στην πόρτα.
Στην πόρτα, στο κατώφλι σας, διαβαίνει ο Ιορδάνης
και στο νερό φεγγοβολά ο Βαπτιστής Άη Γιάννης.
Ο Βαπτιστής κρατά Σταυρό και τα νερά φωτίζει
κι ύστερα απ’ τ’ αγίασμα παίρνει και μας ραντίζει.
Ραντίζει σπίτια με τσ’ αυλές, βουνά με τ’ άγρια δάση
η ευλογία του Χριστού παντού να αποφτάσει!…
Και του Χρόνου!
Με πολλή αγάπη
Η -κάποτε καλλικαντζαρούλα- εγγονή σου Πηνελόπη”
Τι αναπάντεχο δώρο, ετούτο! Η εγγονή του που μεγάλωσε και σπουδάζει, που την έβλεπε όλο και πιο πολύ απασχολημένη με τις δικές της έγνοιες, δεν απολησμόνησε τις ιστορίες και τα κάλαντα που έλεγε με τον παππού… Και μάλιστα, του έστειλε από τώρα το δικό της δώρο για την εορτή του: κάλαντα δικά της, γραμμένα με το χέρι της. Και τι του έγραφε; “…να τα πούμε παρέα…”.
Όλη την υπόλοιπη μέρα ο μπάρμπα Φωτεινός σιγοτραγουδούσε τα κάλαντα της εγγονής, καθώς σιγύριζε το σπίτι του. Αν πεις για το βράδυ, μήτε η μοναξιά μήτε το κρύο τον εμπόδισαν να κοιμηθεί σαν το πουλάκι! Τι κι αν οι καλλικάντζαροι αναχούρδιζαν το σύμπαν τριγύρω, εκείνος χαμπάρι δεν πήρε. Το ίδιο και τα επόμενα βράδια, μέχρι που ήρθαν οι δικοί του και πέρασαν μαζί αλησμόνητη Πρωτοχρονιά, αλησμόνητα Φώτα!…