Με κέρασε το φως μιά γουλιά αιωνιότητα. Λευκό στο λευκό. Που ψάχνει το γαλάζιο. Διψώ για ουρανό. Στην απεραντοσύνη φωλιάζει η γαλήνη. Κι είναι μιά στιγμιαία εκλαμψη. Στους λαβυρίνθους. Άνοιξε το παράθυρο να μπει η γαλήνη. Ν’ ανασάνει το κελάηδισμα του νου. Να γίνει θνητό το τέλος.Πόση γαλήνη κρύβεται μέσα σε μιά σταλιά δημιουργία. Πόση γαλήνη κρύβεται μέσα σε πέταγμα λεύτερο. Πάνω απο τους ορίζοντες. Και πέρα απο τις εσχατιές του προσδοκόμενου. Κι είναι το φως που, έφιππο, σκοτώνει τους Εφιάλτες. Που προσπαθούν να μπουν απο το παραπόρτι της Βασιλεύουσας. Μυστήριο το μυστικό της γαλήνης. Ξορκίζεις τους φόβους σου σε μιά γουλιά αιωνιότητα. Σε μιά ρουφιξιά καπνό, μέσα στη σιωπή. Που ήρθε μαζί με το φως. Και καθάρισε ο νους. Απο όλα τα περιττά του ”εγώ” και του ”είναι”. Μεγάλη ανάσα. Ακόμη και τ’ αταίριαστο σιωπά. Κι είναι πολύ φλύαρο το αταίριαστο. Όταν μοιάζει ο δρόμος σκεπασμένος με ομίχλη. Το φως. Απέριττο. Μέσα στην απεραντοσύνη του. Κι ο στίχος, ναυαγός, που βρήκε τη γη του. Ακους τους καλπασμούς του. Πάνω στα καλντερίμια της σκέψης. Αγγίζει το άλικο των πληγών. Και όλα γίνονται διάφανα πάλι. Κρυφή λαχτάρα για σιωπή. Φωτεινός Μύστης το κρυμένο γαλάζιο. Νοσταλγείς τους ορίζοντές σου. Πέρα απο τις κραυγές του αταίριαστου. Και επανέρχονται οι στίχοι. Μέσα απο τις κρυμμένες χορδές του αληθινού. Πέρα απο το προσωπείο γεννιέται το πρόσωπο. Τι κι αν ο ανθός ανθίζει στο εφήμερο. Ρουφάς με λαχτάρα το άρωμά του. Ρουφάς με λαχτάρα τη γαλήνη. Σα κάτι παιδικά καλοκαίρια. Που καθόσουν ανάσκελα στο κύμμα. Με τα μάτια γεμάτα ουρανό. Και άκουγες τον παφλασμό της απεραντοσύνης. Κρυφή ανάσα εχει το καθαρό. Του νου. Της καρδιάς. Του πληγωμένου ”τώρα”. Που, θαρρείς και σηκώνει όλο το αύριο και το χτες μαζί. Και το ξορκίζει. Μέσα στο μυστικό του θυμίαμα. Έρχεται το φως, έφιππο. Και φέρνει ρεγάλο την γαλήνη. Το γαλάζιο που έψαχνες. Ίσως απο λάθος να βρεις τελικά το σωστό. Κρατάς κλειστό το παραπόρτι της Βασιλεύουσας. Αυτή τη φορά δεν θα μπουν οι Εφιάλτες.