Aνέβηκε ο χειριστής πάνω στο βαρύ “σιδερένιο θηρίο” κι ενώ βολεύτηκε στο άνετο, θα έλεγα, κάθισμά του, γύρισε τον διακόπτη του δεξιά κι αμέσως, παίρνοντας μπροστά η μηχανή του, μούγκρισε σαν λαβωμένο λιοντάρι, ξεκινώντας δε, υπακούοντας το αφεντικό του σαν τυφλός σκλάβος.
Δρόμο παίρνει, δρόμο αφήνει και κάποια στιγμή, έπειτα από αρκετή ώρα κατευθυνόμενης πορείας, έφθασε μπροστά σε κάποιο παλαιό μισογκρεμισμένο κτίσμα. Οι ιδιοκτήτες του εν λόγω κτίσματος είχαν αποδημήσει πριν από πολλά χρόνια – έτσι έλεγαν πολλοί – στα σκηνώματα του κάτω κόσμου. Κι όπως έδειχναν τα πράγματα, κληρονόμους δεν πρέπει να άφησαν πίσω τους αλλά κι αν υπήρχαν ποτέ τους δεν ενδιαφέρθηκαν για την τύχη του παλαιού κείνου κτίσματος.
Έτσι, σιγά -σιγά, ο καταλύτης χρόνος με την ανελέητη σκαπάνη του άρχισε το καταστροφικό του έργο, γκρεμίζοντας τα ευπαθή μέρη του, επιλέγοντας πρώτα τα πορτοπαράθυρα και έπειτα από λίγο καιρό, σε συνεργασία με το σαράκι του όποιου ξύλου είχαν κάνει μια αξιόλογη καταστροφική εργασία. Στην συνέχεια, μισογκρέμισαν και την οροφή του, έριξαν και τους σοβάδες των δωματίων του, ράγισαν και τους τοίχους του, γιόμισαν και την αυλή του με χορτάρια, ξήλωσαν και τους φράχτες του. Στην οριστική όμως κατεδάφιση, εκτός ορισμένων γωνιών του, βοήθησαν και τα ανελέητα στοιχεία της φύσης, η βροχή, το χιόνι και ο αέρας κι έπειτα από λίγα χρόνια το έκαναν να μοιάζει σαν σκιάχτρο μέσα στο καταπράσινο ζείδωρο κάμπο, λίγο έξω από την πολιτεία, ανάμεσα σε λογής – λογής οπωροφόρα δέντρα.
Τώρα, πριν από λίγες μέρες είχαν πάρει την απόφαση οι αρμόδιες αρχές της πόλης να το κατεδαφίσουν γιατί τα τελευταία χρόνια – έτσι έλεγαν – είχε γίνει το καταφύγιο πολλών άστεγων συνανθρώπων μας, ξένων και ντόπιων. Οι άμοιροι, για πολλούς και διάφορους λόγους που μόνο εκείνοι γνωρίζουν, έμειναν δίχως κατοικία και μη έχοντας που να στρεχιάσουν και για να μην τους δέρνουν τα ανελέητα στοιχειά της φύσης, εκεί, στις ανέπαφες γωνιές του ερειπωμένου κτιρίου έβρισκαν τις χειμωνιάτικες βραδιές λίγη ζεστασιά, έχοντας παρέα τα διάφορα έντομα γύρω – γύρω, πουλιά και διάφορα ερπετά που τις είχαν κάνει φωλιές τους.
Όταν το σιδερένιο κείνο θηρίο έφθασε στο εγκαταλελειμμένο κτίριο, ο χειριστής του, ρίχνοντας μια γρήγορη ματιά, επέλεξε από πιο σημείο θ’ αρχίσει την κατεδάφιση του και αυτό ακριβώς έκανε. Με στοχευμένες κινήσεις που έμοιαζαν σαν χειρουργικές επεμβάσεις και σηκώνοντας το μεγάλο ‘’χέρι’’ του θηρίου, σιγά – σιγά άρχισε να φέρνει σε πέρας την εντολή που του είχαν δώσει οι προϊστάμενοι του, που δεν ήταν άλλη από την κατεδάφιση του παλαιού κείνου κτίσματος.
Ελάχιστοι άνθρωποι ήταν τριγύρω τη στιγμή της κατεδαφίσεως του, μάλλον από περιέργεια, κοιτώντας έκθαμβοι την όλη επιχείρηση. Ένας όμως, μιας κάποιας μεγάλης ηλικίας, καθισμένος σε μια απόμερη γωνιά, κοιτώντας το θηρίο ακούραστο να το γκρεμίζει, δεν άντεξε και βγάζοντας έναν βαρύ αναστεναγμό είπε, ενώ δυο σταγόνες δάκρυα έκαναν την εμφάνισή τους στα γέρικα, πλέον θολά μάτια του:
«Κρίμα το αρχοντικό…» είπε και συνέχισε, τηρώντας αυτή τη φορά έναν ρακένδυτο άνδρα απροσδιορίστου ηλικίας, που καθόταν κι εκείνος πλάι στο γέρο παρατηρητή.
Μάλλον θα ήταν ένας από τους ενοίκους του σπιτιού, απορροφημένος από το θέαμα, φέρνοντας κι εκείνος παρόμοιες, ίσως και πιο φρικτές εικόνες, της κατεδάφισης του δικού του σπιτιού από τις βόμβες των ‘’φτερωτών’’ σιδερένιων θηρίων. Πιθανόν να ήταν και η αιτία που εγκατέλειψε την πατρίδα του ψάχνοντας να βρει σε μια ξένη πατρίδα την καλή τύχη του για μια καλύτερη ζωή, βρίσκοντας καταφύγιο στο παλιό κείνο κτίριο.
«Εδώ κάποτε άνθρωπέ μου, σε αυτό το σπίτι, τα γλέντια και τα πανηγύρια δεν κόπαζαν ποτέ. Οι ιδιοκτήτες τούτου του ερειπωμένου τώρα αρχοντικού ήταν πολύ πλούσιοι άνθρωποι. Σχεδόν όλη η περιοχή γύρω – γύρω ήταν ιδιοκτησία τους και πολύ εργάτες έτρωγαν ψωμί από τα χέρια τους. Δεν απόκτησαν όμως ποτέ κληρονόμους… και το χειρότερο… ο νοικοκύρης του πέθανε αρκετά νέος, ενώ η γυναίκα του που ήταν πολύ νέα ακόμα…» και συνέχισε σκουπίζοντας τα δάκρυά του, που τώρα έτρεχαν ασταμάτητα από τις βρύσες των θολών ματιών του:
«Δεν κράτησε καλό τιμόνι η χήρα. Νέα όπως ήταν κι αρχόντισσα το ‘ριξε στην δίχως μέτρο διασκέδαση, πουλώντας σιγά – σιγά κομμάτια από την πλούσια γη της κάνοντας μια άσωτη ζωή. Δεν έλειπαν και οι διάφοροι μνηστήρες που της έταζαν γάμο αλλά στην ουσία αποσκοπούσαν στην λεηλάτηση της περιουσίας της. Ναι αγαπητέ μου άνθρωπε. Έτσι πέρασαν τα χρόνια κι όταν κατάλαβε ότι όλοι την ήθελαν για την περιουσία της κι όχι γιατί την αγαπούσαν, όπως αυτή ήθελε να πιστεύει, κλείστηκε μέσα στο σπίτι της και σε κανέναν δεν άνοιγε πλέον την πόρτα της. Μήτε συγγενείς, μήτε φίλοι, μήτε μνηστήρες πια και το τέλος της ήταν φρικτό. Πέθανε μετά τον πόλεμο του ’40 από την αρρώστια που θέριζε τότε, την φυματίωση, σε κάποιο νοσοκομείο της πρωτεύουσας, μόνη κι έρημη κι έτσι όλα τα υπάρχοντά τους ρήμαξαν. Κανένας δε από τους δικούς της δεν ρώτησε ποτέ για την περιουσία που είχε απομείνει…» και κουνώντας το ασπροσκέπαστο κεφάλι του συνέχισε:
«Αν ο άνθρωπος δεν βάλει φραγμό στα ‘’θέλω’’ του κι αν δεν φροντίσει από τότε που είναι νέος να τακτοποιήσει τα ‘’του οίκου του’’, σε τέτοια και χειρότερη κατάντια θα έρθουν τα πλούτη του. Τα μονοπάτια της ζωής αγαπητέ μου…» είπε αναστενάζοντας, «ποτέ δεν ξέρεις τι κρύβουν στο σύντομο ή στο μακρύ διάβα τους» και τηρώντας το σιδερένιο θηρίο να κατεδαφίζει το παλαιό αρχοντικό πρόσθεσε:
«Δεν φταις εσύ. Εσύ ότι σου προστάξουν πράττεις. Φταίνε οι απερίσκεπτοι ιδιοκτήτες των εγκαταλελειμμένων κτισμάτων που δεν σκέφτηκαν ποτέ το θάνατο. Γιατί, αν σκεφτότανε το ανελέητο θανατηφόρο χτύπημα του αγλύκαντου μια φορά τη μέρα, δεν θα υπήρχαν τώρα πουθενά στη γη αρχοντικά εγκαταλελειμμένα να τα γκρεμίσεις εσύ».
Τέλος, φεύγοντας από κείνο το μέρος, πριν ακόμα πάρει το δρόμο της επιστροφής για το σπίτι του, ψέλλισε, απευθυνόμενος που;
«Αν η πολιτεία έκανε έναν σωστό προγραμματισμό, όλα τα εγκαταλελειμμένα κτίρια θα μπορούσαν να γίνουν κατοικίες όλων των άστεγων της γης!»