Δευτέρα, 23 Δεκεμβρίου, 2024

Το ελληνικό εκστρατευτικό σώμα στην Κρήτη κατά την Επανάσταση του 1897

Αυτές τις μέρες συμπληρώνονται 124 χρόνια από την άφιξη του ελληνικού εκστρατευτικού σώματος στην Κρήτη το 1897, την πρώτη και τελευταία φορά που το Ελληνικό Βασίλειο ενεπλάκη τόσο άμεσα στα ζητήματα της Κρήτης.

 

Mόλις μισό χρόνο νωρίτερα, τον Αύγουστο του 1896, ο σουλτάνος Αβδούλ Χαμίτ Β΄ είχε εκχωρήσει ως αποτέλεσμα της Μεταπολιτευτικής Επανάστασης και πιέσεων από τις ευρωπαϊκές δυνάμεις το «Νέο Πολίτευμα», μια βελτιωμένη μορφή της Σύμβασης της Χαλέπας. Ωστόσο, το φθινόπωρο του ίδιου έτους ορισμένοι μουσουλμάνοι άρχισαν να δηλώνουν ότι θα αντισταθούν στην εφαρμογή του Νέου Πολιτεύματος και θα απέχουν από τις εκλογές, ενώ άλλοι ζητούσαν την έμπρακτη αμφισβήτηση του καθεστώτος, καλώντας σε γενική σφαγή των χριστιανών. Αρχικά τα περιστατικά βίας ήταν αρχικά σπάνια και μεμονωμένα, αλλά η κατάσταση άρχισε να εκτραχύνεται στις αρχές του 1897, όταν σημειώθηκαν μαζικές διώξεις χριστιανών στο Ηράκλειο στις 12 Ιανουαρίου και στο Ρέθυμνο στις 18 Ιανουαρίου, οι οποίες μεταφέρθηκαν και κλιμακώθηκαν στα Χανιά στις 23 και 24 Ιανουαρίου, με αποτέλεσμα την πυρπόληση και καταστροφή μεγάλου μέρους της πόλης.

Σχεδόν ταυτόχρονα, ο οθωμανικός στρατός επιτέθηκε σε ορισμένα χωριά γύρω από τα Χανιά (Μουρνιές, Τσικαλαριά, Γαλατά και Δαράτσο), με σκοπό να τρομοκρατήσει τους χριστιανούς και να αποθαρρύνει την εκδήλωση αντίστασης από πλευράς τους. Ωστόσο, οι επιθέσεις αυτές είχαν το αντίθετο αποτέλεσμα, καθώς οι χριστιανοί εξαγριώθηκαν και οι συγκρούσεις μεταξύ χριστιανών και μουσουλμάνων εντάθηκαν. Στις 24 Ιανουαρίου ομάδες ένοπλων χριστιανών από την Κυδωνία και τον Αποκόρωνα κατέλαβαν τα υψώματα Φρούδια και Άγιο Ματθαίο ανατολικά της πόλης, με σκοπό να αποκόψουν την επικοινωνία της με τη Σούδα και το Ακρωτήρι. Οργανωμένοι υπό τους Γεώργιο Μυλωνογιάννη, Ευστάθιο Περουλή, Νικόλαο Πιστολάκη, Δημήτριο Γελάση και Ελευθέριο Βενιζέλο, εγκατέστησαν το αρχηγείο τους στην τοποθεσία Προφήτης Ηλίας, όπου την επομένη συγκεντρώθηκαν πληρεξούσιοι των δυτικών επαρχιών της Κρήτης και κήρυξαν την ένωση του νησιού με την Ελλάδα. Το γεγονός αυτό σηματοδότησε την έναρξη μιας νέας επανάστασης, η οποία δεν γινόταν με αίτημα την αυτονομία -όπως η Μεταπολιτευτική Επανάσταση του περασμένου έτους- αλλά την ένωση.

Η Ελλάδα αποφασίζει να επέμβει στρατιωτικά στην Κρήτη

Η εξέλιξη αυτή ανάγκασε την ελληνική κυβέρνηση να πάρει θέση και να αποφασίσει ποια στάση θα τηρούσε στο εξής απέναντι στους επαναστατημένους Κρήτες και στην Πύλη. Υπό την πίεση της αντιπολίτευσης και της κοινής γνώμης, ο υπουργός Εξωτερικών Αλέξανδρος Σκουζές κλήθηκε να ενημερώσει τη Βουλή για την κατάσταση στην Κρήτη, ενώ ο πρωθυπουργός Θεόδωρος Δηλιγιάννης επέρριψε την ευθύνη στις ευρωπαϊκές δυνάμεις, υποστηρίζοντας ότι μπορούσαν να επέμβουν προς διάσωση των χριστιανών, αλλά επέλεγαν να μην το κάνουν. Ο Δηλιγιάννης ήταν επιφυλακτικός ως προς το ενδεχόμενο ελληνικής επέμβασης στην Κρήτη, επειδή την τελευταία φορά που η Ελλάδα απείλησε να επέμβει στρατιωτικά εκτός των συνόρων της και προχώρησε σε επιστράτευση (όταν η Βουλγαρία προσάρτησε πραξικοπηματικά την Ανατολική Ρωμυλία το 1885), οι Δυνάμεις προχώρησαν σε ναυτικό αποκλεισμό της χώρας, εφαρμόζοντας τη λεγόμενη «διπλωματία της κανονιοφόρου». Φοβούμενος κάτι αντίστοιχο, ο Δηλιγιάννης ανακοίνωσε στις 24 Ιανουαρίου ότι η ελληνική κυβέρνηση δεν έκρινε σκόπιμο να αναμειχθεί στην κρίση στην Κρήτη, αλλά η αντιπολίτευση αντέδρασε έντονα, ζητώντας να σταλεί άμεσα ο στόλος στα Χανιά και να απαιτηθεί ή επιβληθεί η ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα.

Η διαφωνία μεταξύ κυβέρνησης και αντιπολίτευσης εξελίχθηκε σε εκατέρωθεν μομφές για μέρες, έως ότου ο πρωθυπουργός άλλαξε στάση και ανακοίνωσε στις 29 Ιανουαρίου ότι τα τορπιλοβόλα Ύδρα και Μυκάλη είχαν διαταχθεί να αποπλεύσουν για την Κρήτη, με αποστολή την προστασία των χριστιανών της Κρήτης και την αποτροπή της αποστολής οθωμανικών ενισχύσεων. Η ελληνική πρωτοβουλία θορύβησε τις ευρωπαϊκές δυνάμεις, οι οποίες άρχισαν να συζητούν σχέδια επέμβασης στο νησί, προκειμένου να ελέγξουν την κατάσταση.

Θέλοντας να προλάβει μια τέτοια εξέλιξη, η ελληνική κυβέρνηση αποφάσισε να στείλει άμεσα ένα εκστρατευτικό σώμα στην Κρήτη, προκειμένου να καταλάβει το νησί και να δημιουργήσει τετελεσμένο (fait accompli), ελπίζοντας ότι οι Δυνάμεις θα το δέχονταν και θα πίεζαν την Πύλη για την αναγνώρισή του του. Το εκστρατευτικό σώμα αυτό αποτελούνταν από δύο τάγματα πεζικού, έναν λόχο ευζώνων και μία ορεινή πυροβολαρχία (έχοντας συνολική δύναμη 1.416 στρατιώτες και αξιωματικούς) και τέθηκε υπό τη διοίκηση του συνταγματάρχη Τιμολέοντα Βάσσου, υπασπιστή του βασιλιά Γεωργίου Α΄.

Το ελληνικό εκστρατευτικό σώμα στην Κρήτη

Η δύναμη αυτή απέπλευσε από τον Πειραιά την 1η Φεβρουαρίου 1897 και έφτασε έξω από το Κολυμπάρι την επομένη, όπου αποβιβάστηκε τη νύχτα της 2ας προς 3η Φεβρουαρίου. Αφού εγκαταστάθηκε στη Μονή Γωνίας, ο συνταγματάρχης Βάσσος απηύθυνε προκήρυξη «Προς τον Λαόν της Κρήτης», όπου ανέφερε:«Τα δεινά τα οποία υπέστητε από μακρών ήδη χρόνων και τα οποία υφίστασθε έτι εκ της επικρατούσης πλήρους αναρχίας, αι καταστροφαί των οικογενειών και των περιουσιών σας, ευρισκομένων εις την διάθεσιν αχαλινώτου φανατισμού και την διαρπαγήν βαρβάρου όχλου, εξήγειραν το εθνικόν αίσθημα και συνεκίνησαν ολόκληρον τον Ελληνισμόν. Η αξιοθρήνητος αυτή κατάστασις λαού ομοφύλου, ομοθρήσκου και κοινάς έχοντος μεθ’ ημών τας τύχας και την ιστορίαν δεν ηδύνατο να είναι επί πλέον ανεκτή. Η Α.Μ. ο Βασιλεύς των Ελλήνων […] απεφάσισε να θέσει τέρμα εις την κατάστασιν ταύτην διά της στρατιωτικής καταλήψεως της νήσου. Εν ονόματι της Α.Μ. του Βασιλέως των Ελλήνων Γεωργίου Α΄ καταλαμβάνω την Νήσον Κρήτην και κηρύσσων τούτο προς τους κατοίκους της, άνευ διακρίσεως θρησκεύματος ή εθνικότητος, υπόσχομαι […] ότι θα προστατεύσω την ζωήν, την τιμήν, την περιουσίαν και θα σεβασθώ τας θρησκευτικάς πεποιθήσεις των κατοίκων της, φέρων προς αυτούς ειρήνην και ισοπολιτείαν».

Η είδηση της άφιξης του ελληνικού εκστρατευτικού σώματος προκάλεσε πανικό στους μουσουλμάνους των Χανίων, επιτείνοντας τη δύσκολη θέση στην οποία ήδη βρισκόταν ο Γενικός Διοικητής Γεώργιος Βέροβιτς πασάς, τον οποίο είχε πάψει να υπακούει η οθωμανική στρατιωτική διοίκηση. Θέλοντας να προλάβουν την προέλαση του Βάσσου προς τα Χανιά ή την αποβίβαση αγημάτων από τα ελληνικά τορπιλοβόλα, τα πολεμικά πλοία των Δυνάμεων αποβίβασαν την ίδια μέρα (3 / 15 Φεβρουαρίου) 450 άνδρες που «κατέλαβαν» την πόλη των Χανίων.

Αυτή η πρώτη «διεθνής δύναμη» αποτελούνταν από αγήματα εκατό ανδρών από τη Βρετανία, τη Γαλλία, την Ιταλία και τη Ρωσία, και πενήντα ανδρών από την Αυστροουγγαρία, ενώ η Γερμανία δεσμεύτηκε να στείλει ένα πλοίο και πενήντα άνδρες αργότερα. Η «κατάληψη» των Χανίων ήταν κατά βάση μια συμβολική κίνηση, καθώς η δύναμη αυτή ήταν πολύ μικρή για να εξασφαλίσει την τάξη και την ασφάλεια στην πόλη, πόσο μάλλον για να την υπερασπιστεί σε περίπτωση επίθεσης από τα ελληνικά στρατεύματα.
Την επόμενη μέρα (4 Φεβρουαρίου) το ελληνικό εκστρατευτικό σώμα άρχισε να κινείται από το Κολυμπάρι προς τα Χανιά. Φτάνοντας στο ύψος του Πλατανιά, ο συνταγματάρχης Βάσσος ενημερώθηκε ότι οι ευρωπαϊκές δυνάμεις είχαν θέσει την πόλη υπό την «προστασία» τους και δεν θα του επέτρεπαν να προελάσει περαιτέρω.

Αντιλαμβανόμενος ότι η αποβίβαση των ευρωπαϊκών στρατευμάτων είχε αλλάξει τα δεδομένα και ότι δεν θα ήταν σώφρον να συγκρουστεί μαζί τους, ο Βάσσος διέκοψε την προέλαση και εγκαταστάθηκε στον Πλατανιά, απ’ όπου ζήτησε οδηγίες από την ελληνική κυβέρνηση.

Η κατάληψη της κωμόπολης και του πύργου των Βουκολιών

Ενώ ο Βάσσος περίμενε απάντηση από την Αθήνα, στο στρατόπεδό του άρχισαν να συρρέουν εκατοντάδες Κρητικοί εθελοντές που δήλωναν πρόθυμοι να πολεμήσουν μαζί του, ενώ άλλοι του έδιναν πληροφορίες και του πρότειναν επιχειρήσεις. Αφού εξέτασε τα δεδομένα και μίλησε με ορισμένους ντόπιους οπλαρχηγούς, ο Βάσσος αποφάσισε να κινηθεί κατά του πύργου των Βουκολιών, ο οποίος αποτελούσε σημαντική αμυντική θέση των Οθωμανών μεταξύ των επαρχιών Κυδωνίας, Κισάμου και Σελίνου. Στις 5 Φεβρουαρίου ένα μέρος του ελληνικού εκστρατευτικού σώματος κατέλαβε το Γαβαλομούρι, απ’ όπου εξαπέλυσε επίθεση κατά των Βουκολιών την επόμενη μέρα, ενώ παράλληλα επιτέθηκαν από τα γειτονικά χωριά Γλώσσα και Άνω Βούβες σώματα ένοπλων Κρητικών. Ως αποτέλεσμα των συνδυασμένων επιθέσεων, οι οθωμανικές θέσεις στην περιοχή διασπάστηκαν μετά από μία περίπου μέρα μαχών και η κωμόπολη και ο πύργος των Βουκολιών καταλήφθηκαν στις 7 Φεβρουαρίου. Η κατάληψη των Βουκολιών ενίσχυσε σημαντικά το ηθικό των χριστιανών της Κρήτης, ενώ έριξε αντίστοιχα το ηθικό των Οθωμανών στρατιωτών μέσα και γύρω από τα Χανιά.

Θέλοντας να αποτρέψουν την ανάληψη νέων επιχειρήσεων προς την περιοχή, οι ελληνικές δυνάμεις ανατίναξαν το οχυρό, ενώ την ίδια μέρα κατέλαβαν αμυντικές θέσεις στα δυτικά του Ιάρδανου και του Κερίτη (γύρω από το Πατελάρι, τον Κουφό και τον Αλικιανό). Την επομένη (8 Φεβρουαρίου) επιτέθηκαν κατά του πύργου της Αγιάς και των οθωμανικών στρατευμάτων στα Λειβάδια (κοντά στις σημερινές αγροτικές φυλακές). Παρότι οι οθωμανικές δυνάμεις που βρίσκονταν στην περιοχή αυτή ήταν πολλαπλάσιες των ελληνικών (περίπου 6 χιλιάδες άνδρες), στο τέλος της ημέρας συμπτύχθηκαν προς τα Χανιά, επιτρέποντας στα ελληνικά τμήματα να «εκκαθαρίσουν» τον κάμπο της Κυδωνίας και να φτάσουν την επομένη μέχρι το Δαράτσο και το Βαμβακόπουλο, στα περίχωρα της πόλης.

Οι Ευρωπαίοι αξιωματικοί προειδοποιούν τον Βάσσο να μην πλησιάσει τα Χανιά

Στις 9 Φεβρουαρίου έφτασαν στα ανοιχτά των Χανίων τα βρετανικά πολεμικά πλοία Revenge και Rodney, εξέλιξη που ενίσχυσε την ικανότητα των ευρωπαίων ναυάρχων να αποτρέψουν κάποια επιθετική κίνηση προς την πόλη.

Ανήσυχοι για τις ενέργειες του Βάσσου, οι ναύαρχοι απηύθυναν προειδοποίηση στο εκστρατευτικό σώμα να μην πλησιάσει την πόλη των Χανίων σε ακτίνα μικρότερη των 6 χιλιομέτρων, «διότι εν τοιαύτη περιπτώση θα κτυπηθή υπό του στόλου των Ευρωπαίων». Ο συνταγματάρχης Βάσσος απέρριψε το τελεσίγραφο των ευρωπαίων αξιωματικών, αναφέροντας ότι «διαταγάς συνηθίζει να λαμβάνη μόνον από τον Βασιλέα του, ρητάς δε τοιαύτας έχων, θα τας εκτελέση κατά γράμμα αψηφών πάντα κίνδυνον. Εάν το είδος των διαταγών αυτών απαρέσκει εις τους Ευρωπαίους, ας πράξωσι το καθήκον των, όπως αυτός θα πράξη το ιδικόν του».

Παρά το έντονο ύφος της απάντησής του, ο Βάσσος διέταξε τις ελληνικές δυνάμεις τα διακόψουν την προέλαση προς τα Χανιά και να μην έρθουν σε σύγκρουση με τα ευρωπαϊκά στρατεύματα. Δεν γνωρίζουμε αν αυτές ήταν κατά γράμμα οι οδηγίες που έλαβε από την Αθήνα, αλλά μάλλον η απόφαση δεν ήταν δική του.

Ως στρατιωτικός θα ήθελε πιθανότατα να φέρει σε πέρας την αποστολή του όποια δυσκολία κι αν συναντούσε, όμως η ελληνική κυβέρνηση δεν είχε λόγο να επιθυμεί μια άμεση ένοπλη σύγκρουση με τα ευρωπαϊκά στρατεύματα, καθώς αυτή μπορούσε να οδηγήσει στην ανάληψη επιθετικών πρωτοβουλιών εναντίον της ίδιας της Ελλάδας (όπως έναν ναυτικό αποκλεισμό της Αθήνας και του Πειραιά, πράγμα που ζητούσε επίμονα η Γερμανία). Παρά ταύτα, ο Βάσσος συνέχισε να δέχεται και να οργανώνει ντόπιους εθελοντές, ενώ μετέφερε το στρατηγείο του στον Αλικιανό, ώστε να βρίσκεται εκτός του βεληνεκούς των πυροβόλων των ευρωπαϊκών πολεμικών πλοίων.

Διπλωματικές πρωτοβουλίες των Δυνάμεων για διευθέτηση

Έχοντας αποτρέψει την προέλαση των ελληνικών δυνάμεων προς τα Χανιά, οι Δυνάμεις επιχείρησαν να διευθετήσουν την κρίση με διπλωματικά μέσα. Στα μέσα Φεβρουαρίου οι πρέσβεις των Δυνάμεων στην Αθήνα και την Κωνσταντινούπολη επέδωσαν σχεδόν ταυτόσημες διακοινώσεις στις δύο κυβερνήσεις, στις οποίες δήλωναν ότι «Ένεκα των αργοποριών τας οποίας η Τουρκία επήνεγκεν εις την εφαρμογήν των μεταρρυθμίσεων, αίτινες απεφασίσθησαν εκ συμφώνου μετ’ αυτής, και αι οποίαι δεν δύνανται πλέον να προσαρμοσθώσιν εις κατάστασιν πραγμάτων μεταβληθείσαν έκτοτε, αι Δυνάμεις απεφάσισαν, καίτοι διατηρούσαι την ακεραιότηταν του Οθωμανικού Κράτους, να προικήσωσι την Κρήτην δι’ αυτονόμου πολιτεύματος απολύτως πραγματικού, προωρισμένου να εξασφαλίση Κυβέρνησιν χωριστήν υπό την Υψηλήν επικυριαρχίαν του σουλτάνου». Η αναφορά των Δυνάμεων σε «μεταβληθείσα κατάσταση» ήταν σίγουρα θετική, καθώς σήμαινε πως αναγνώριζαν ότι δεν μπορούσε να γίνει επάνοδος στην πρότερη κατάσταση (status quo ante). Ωστόσο, λίγο παρακάτω όριζαν ότι «Η πραγματοποίησις των βλέψεων τούτων δεν δύναται να επιτευχθή ή διά της ανακλήσεως των Ελληνικών πλοίων και στρατευμάτων, άτινα ευρίσκονται νυν εις τα ύδατα ή επί του εδάφους της νήσου, κατειλημμένης υπό των Δυνάμεων». Ο όρος αυτός έφερνε την ελληνική κυβέρνηση σε δύσκολη θέση, καθώς καλούνταν να αποσύρει τις δυνάμεις της από την Κρήτη χωρίς να εξασφαλίζει άμεσα κάποιο απτό αντάλλαγμα, παρά μόνο μια ασαφή υπόσχεση ότι οι Δυνάμεις θα επιδίωκαν την «πραγματική αυτονομία» της Κρήτης.

Στις 24 Φεβρουαρίου η ελληνική κυβέρνηση απέρριψε την απαίτηση των Δυνάμεων, υποστηρίζοντας ότι η παρουσία του ελληνικού στρατού στην Κρήτη ήταν απαραίτητη επειδή απέβλεπε στην αποκατάσταση της τάξης και την προστασία των εκεί χριστιανών. Σύμφωνα με την ελληνική διακοίνωση, «η διαμονή επί της νήσου του επ’ αυτής υπάρχοντος ημέτερου Στρατού ενδείκνυται ως αναγκαία υπ’ αυτής της φιλανθρωπίας και υπ’ αυτού του συμφέροντος της αποκαταστάσεως της τάξεως εν αυτή, αλλά και επιβάλλεται ημίν να μην εγκατελείπωμεν τον Κρητικόν λαόν εις την διάκρισιν ουδέ του φανατισμού των ιθαγενών μουσουλμάνων, ουδέ του μετ’ αυτών πάντοτε και μελετημένως συμπράξαντος Τουρκικού Στρατού». Για την ακρίβεια, η ελληνική κυβέρνηση υποστήριξε ότι ο ελληνικός στρατός όχι μόνο έπρεπε να παραμείνει στο νησί, αλλά και λάβει εντολή «ειρήνευσης» από τις Δυνάμεις.
Η οθωμανική κυβέρνηση υπήρξε πιο δεκτική στην ευρωπαϊκή πρωτοβουλία, δηλώνοντας ότι «αποδέχεται κατ’ αρχήν την αυτονομίαν [της Κρήτης], υπό την κυριαρχίαν του σουλτάνου», αποφεύγοντας σκόπιμα τον όρο «επικυριαρχία» (suzeraineté) και αντικαθιστώντας τον με τον αυστηρότερο όρο «κυριαρχία» (souveraineté). Αντιμέτωπες με τις ενστάσεις και την έλλειψη συνεργασίας της Ελλάδας και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, οι κυβερνήσεις των Δυνάμεων αναζήτησαν τρόπους να πιέσουν τις δύο χώρες και ει δυνατόν να επιβάλουν τις αποφάσεις τους με το μικρότερο δυνατό κόστος. Μια διέξοδο ως προς αυτό πρόσφεραν οι ευρωπαίοι ναύαρχοι, οι οποίοι πρότειναν τον ναυτικό αποκλεισμό (blocus navale) της Κρήτης, εκτιμώντας ότι αυτός θα ανάγκαζε τους αντιμαχόμενους να σταματήσουν τις εχθροπραξίες και να συνεργαστούν για μια κοινά αποδεκτή διευθέτηση. Οι Δυνάμεις ενέκριναν το σχέδιο αυτό και οι ναυτικές τους δυνάμεις ξεκίνησαν περιπολίες γύρω από την Κρήτη στις 20 Μαρτίου, αλλά ο αποκλεισμός δεν κατάφερε να αποτρέψει τις συγκρούσεις, όπως ήλπιζαν.

Ο ελληνοτουρκικός πόλεμος και η απόσυρση του ελληνικού εκστρατευτικού σώματος

Θεωρώντας ότι οι Δυνάμεις είτε δεν ήθελαν είτε δεν μπορούσαν να διαχειριστούν την κατάσταση αποτελεσματικά, στις 6 Απριλίου 1897 η Οθωμανική Αυτοκρατορία διέκοψε τις διπλωματικές σχέσεις με την Ελλάδα και εισέβαλε στη Θεσσαλία. Με δεδομένη την αριθμητική και τεχνολογική υπεροχή του οθωμανικού στρατού, αλλά και την διοικητική του υποστήριξη από Γερμανούς αξιωματικούς, η ελληνική γραμμή άμυνας διασπάστηκε μέσα σε λίγες μέρες και η Λάρισα καταλήφθηκε από τον οθωμανικό στρατό στις 27 Απριλίου (που τη χρονιά εκείνη ήταν Κυριακή του Πάσχα). Ο ελληνικός στρατός χωρίστηκε σε δύο τμήματα που απείχαν μεταξύ τους πάνω από 60 χιλιόμετρα, ενώ μερικές μέρες αργότερα διασπάστηκε και η δεύτερη γραμμή άμυνας που οργανώθηκε στην περιοχή των Φαρσάλων. Στις 18 Μαΐου ο οθωμανικός στρατός κατέλαβε την περιοχή του Δομοκού, ολοκληρώνοντας την κατάληψη της Θεσσαλίας και ανοίγοντας το δρόμο προς τη Λαμία, αλλά ο Ρώσος τσάρος Νικόλαος Β΄ παρενέβη και εξασφάλισε μια ευμενή για την Ελλάδα ανακωχή στις 20 Μαΐου.

Η ταπεινωτική ήττα της Ελλάδας στον πόλεμο του 1897 έδειξε ότι η χώρα δεν ήταν σε θέση να προωθήσει αποτελεσματικά τους εθνικούς της στόχους. Η επέμβασή της στην Κρήτη δεν κατάφερε να διαφοροποιήσει το καθεστώς του νησιού -πόσο μάλλον να επιφέρει την ένωση- ενώ η εμπλοκή της σε έναν νέο πόλεμο με την Οθωμανική Αυτοκρατορία απείλησε ακόμα και την ίδια την ανεξαρτησία της. Στον απόηχο της ήττας της, η Ελλάδα αναγκάστηκε να «συμμορφωθεί» πλήρως στις απαιτήσεις των Δυνάμεων. Ο πρωθυπουργός Θεόδωρος Δηλιγιάννης παραιτήθηκε και σχηματίστηκε νέα κυβέρνηση υπό τον Δημήτριο Ράλλη, η οποία δέχτηκε να καταβάλει τέσσερα εκατομμύρια λίρες στην Οθωμανική Αυτοκρατορία ως πολεμική αποζημίωση. Το δημόσιο ταμείο δε διέθετε αυτά τα χρήματα, κατά συνέπεια η Ελλάδα αναγκάστηκε να δανειστεί αυτό το ποσό από τις Δυνάμεις και να εκχωρήσει για την αποπληρωμή του ορισμένα κρατικά μονοπώλια, τον φόρο κατανάλωσης καπνού, τα τέλη χαρτοσήμου και τους δασμούς του Τελωνείου Πειραιώς σε μια Επιτροπή Διεθνούς Οικονομικού Ελέγχου (Commission Internationale Financière de la Grèce).

Η διευθέτηση αυτή ήταν ταπεινωτική για τη χώρα, καθώς για μερικά χρόνια έχασε ορισμένα δικαιώματα και ελευθερίες που οι Έλληνες είχαν εξασφαλίσει από την εποχή της επανάστασης του 1821. Στο ίδιο πλαίσιο, η Ελλάδα αναγκάστηκε να ανακαλέσει το εκστρατευτικό σώμα από την Κρήτη, η αποχώρηση του οποίου ολοκληρώθηκε στις 26 Μαΐου 1897. Οι Δυνάμεις δεν επέτρεψαν στην Ελλάδα να στείλει εκπρόσωπο στις διαπραγματεύσεις για την ελληνοτουρκική συνθήκη ειρήνης, την οποία διαπραγματεύτηκαν οι ίδιες και στη συνέχεια ανάγκασαν τη νέα ελληνική κυβέρνηση να υπογράψει στις 4 Δεκεμβρίου 1897.

Περισσότερα σχετικά με το ελληνικό εκστρατευτικό σώμα στην Κρήτη και τον αντίκτυπό του στην εξέλιξη του Κρητικού Ζητήματος μπορεί κανείς να βρει στο βιβλίο του Γιώργου Λιμαντζάκη Το Κρητικό Ζήτημα 1868-1913, από τα πεδία των μαχών στη διεθνή διπλωματία, το οποίο εκδόθηκε το 2020 με την ευγενική υποστήριξη του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών και Μελετών «Ελευθέριος Κ. Βενιζέλος», του Δήμου Αποκορώνου και του Κοινωφελούς Ιδρύματος «Αγία Σοφία».

1. Σ. Παπαμανουσάκης (επιμ.), «Προκήρυξις Αρχηγού Στρατού Κατοχής Τιμ. Βάσσου» στο Τάλως, Τόμος Δ1, 1994, σελ. 19, και H. Couturier, Η Κρήτη και η θέσις αυτής εξ απόψεως του Διεθνούς Δικαίου, 1911, σελ. 111.

2. Εφημερίδα Άστυ, Αθήνα, 11 Φεβρουαρίου 1897, «Το Διάβημα των Μεγάλων Δυνάμεων».

3. Σύμφωνα με όσα αναφέρει ο Γεώργιος Α. Μαυρομιχάλης στο ημερολόγιό του, «Η μετακίνησις αυτή απεφασίσθη συνεπεία δυσάρεστων ειδήσεων, ας είχομεν εξ Αθηνών. Επεδόθη διακοίνωσις των Δυνάμεων, δι’ ής επιβάλλουσιν εις την Κυβέρνησιν ν’ ανακαλέσει στρατόν και στόλον εκ Κρήτης. Ηπείλησαν δε βίαν εν περιπτώσει αρνήσεως. Όθεν ο Πλατανιάς δεν ήτο δι’ ημάς κατάλληλον μέρος, διότι ως παράλιος ευρίσκεται προς το στόμιον των μεγίστων τηλεβόλων των ξένων πλοίων». Ι. Μουρέλλος, Ιστορία της Κρήτης, τόμος Γ΄, 1950, σελ. 1564.

4. Εφημερίς, Αθήνα, 25 Φεβρουαρίου 1897, «Η προς τας Δυνάμεις απάντησις της Ελληνικής Κυβερνήσεως».

5. Σύμφωνα με τη ρηματική διακοίνωση που επέδωσε ο Οθωμανός πρέσβης στην Αθήνα Ασίμ μπέης (Asim Bey) στον Έλληνα υπουργό Εξωτερικών Αλέξανδρο Σκουζέ, «ένεκα της εχθρικής πλέον στάσεως της κυβερνήσεως της Ελλάδος προς την Αυτοκρατορικήν Οθωμανικήν κυβέρνησιν, αι διπλωματικαί μεταξύ των δύο κρατών σχέσεις διεκόπησαν και ο εν Κωσταντινουπόλει πρέσβης της Αυτού Μεγαλειότητος, καθώς και οι καθ’ όλην την οθωμανικήν επικράτειαν πρόξενοι [της Ελλάδας] διετάχθησαν ν’ αναχωρήσωσιν, ομοίως δε και ο εν Αθήναις πρέσβης της Αυτοκρατορικής Οθωμανικής κυβερνήσεως και οι απανταχού της Ελλάδος πρόξενοι προσεκλήθησαν κατεπειγόντως εις Κωνσταντινούπολιν». Με δεδομένο ότι το διάβημα δεν αναφερόταν ξεκάθαρα σε κήρυξη πολέμου, τόσο ο Έλληνας πρωθυπουργός Θ. Δηλιγιάννης όσο και ο αρχηγός της αντιπολίτευσης Δ. Ράλλης ισχυρίστηκαν ότι η Αυτοκρατορία διεξήγαγε κατά της Ελλάδας έναν «ακήρυχτο πόλεμο».

6. Για περισσότερα σχετικά με τον πόλεμο αυτό, βλέπε Α. Σπηλιωτόπουλος, Ιστορία του Ελληνοτουρκικού Πολέμου, Αθήνα, 1899.

 

 

*Ο δρ Γιώργος Λιμαντζάκης είναι τουρκολόγος – ιστορικός


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

3 Comments

  1. Η ιστορία μας, μάς έχει διδάξει τι εστί Τούρκοι. Για όσους λοιπόν ΔΕΝ ξέρουν ή ΔΕΝ “θυμούνται”, να πιάσουν μια εγκυκλοπαίδεια ή μπορούν επίσης να το… “γκουγκλάρουν”, επειδή όταν την, τήν ιστορία, ξεχνάμε, δυστυχώς αυτή επαναλαμβάνεται. Τώρα αυτοί, οι “γείτονες”, φόρεσαν προβιά αρνιού αλλά δυστυχώς για αυτούς, τους ξέρουμε από την καλή και από την ανάποδη. Ότι και να ισχυρίζονται, ξέρουμε πολύ καλά τι εννοούν. Εξάλλου, το ότι θέλουν να κάτσουμε στο τραπέζι αλλά με τους δικούς τους όρους τα λέει όλα. Για αυτό ας διαβάσουμε για να μάθουμε ή να “θυμηθούμε”. Μην αφήσουμε την ιστορία να… επαναληφθεί. ΟΧΙ πια ραγιάδες.

  2. Και δυστυχώς τα τετελεσμενα των εταίρων μας συνεχίζονται καθιστώντας τις κυβερνήσεις μας μαριονέτες στην σύγχρονη Φρουτοπια. Τα σεβη μας στον καθηγητή για την καταγραφή και τον αγώνα του ενάντια στη λήθη που μας έχουν ρίξει, θα επιθυμούσαμε κι άλλα κείμενα.

  3. Είναι σημαντικό πιστεύω να αναπτυχθεί διάλογος ανάμεσα στους πολίτες για τις ελληνοτουρκικές σχέσεις!
    Είναι σημαντικό επίσης να υπάρξουν δίαυλοι επικοινωνίας με τους απλούς πολίτες και τους δήμους της γειτονικής χώρας για να αποτρέψουμε τον πόλεμο και να προάγουμε την συνεργασία!
    Και αυτά βεβαίως στα αυστηρά πλαίσια του αμοιβαίου σεβασμού και της αξιοπρέπειας!

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Εντός εκτός και επί τα αυτά

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα