Ο Νικήτας επιστρέφει από την Κέρκυρα στην Αθήνα μετά την καλοκαιρινή του άδεια. Πριν μπει στο καράβι θα μιλήσει στο τηλέφωνο με την Ιωάννα, την κοπέλα του: να κοιμηθείς εσύ, θα της πει, μην με περιμένεις, θα φτάσω αργά. Φτάνοντας θα τη βρει στο σαλόνι του σπιτιού τους δολοφονημένη. Ο χρόνος σταματά για λίγο, καθώς εκείνος στέκεται δίπλα στο άψυχο σώμα αδυνατώντας να συνειδητοποιήσει το πώς και κυρίως το γιατί, σταματά μόνο για λίγο όμως, πριν αρχίσει να επιταχύνει και να παρασύρεται σε μια πορεία δίχως επιστροφή, πριν τον κατακλύσει η ανάγκη για εκδίκηση. Βλέποντας την αστυνομία να κλείνει την υπόθεση βιαστικά, αποφασίζει να πάρει τον νόμο στα χέρια του. Το ένα δέκατο του 8, σε πρώτη ανάγνωση, είναι ένα μυθιστόρημα για την εκδίκηση, για την ανάγκη απόδοσης δικαιοσύνης σε έναν κόσμο όπου βασιλεύει η αδικία, είναι όμως και ένα μυθιστόρημα για τη σημερινή Αθήνα, τον σημερινό κόσμο της κρίσης, της εργασιακής ανασφάλειας, της φτώχειας και της αβεβαιότητας.
Σε όλη μου τη ζωή αισθάνομαι υποτιμημένος, όχι, βέβαια, από τους φίλους και τους δικούς μου ανθρώπους, μην με παρεξηγήσεις, δεν θεωρώ πως είμαι κανένας σπουδαίος. Απλά νιώθω να βρίσκομαι απέναντι σε έναν κόσμο που με υποτιμά από τα πρώτα δέκα λεπτά που τον γνωρίζω. Ε, και τώρα αυτό νιώθω να με πνίγει. Καταλαβαίνεις; Πόσο πιο πολύ να σε υποτιμήσουν, όταν μπορούν να μπουν στο σπίτι σου, να σκοτώσουν την φίλη σου, να το κουκουλώσουν οι μπάτσοι και να συνεχίσουν να κάνουν τις δουλειές τους σαν να μην τρέχει μία. Και όταν κράταγα το όπλο και τους καθάριζα, μετά το αρχικό σοκ, ένιωθα να σκοτώνω και λίγο αυτή την υποτίμηση ή κάποια από τα μικρά της πλοκάμια. Για αυτό θα συνεχίσω. Χάρηκα που τους ξέκανα. Και θα ξεκάνω κι άλλους, όσους πιο πολλούς προλάβω.
Στο τέλος της ανάγνωσης, και ανάμεσα στα υπόλοιπα συναισθήματα, ακούσιες οι σκέψεις: εγώ θα το έκανα εκείνο έτσι ή αλλιώς. Όχι μόνο με αφορμή αυτό το μυθιστόρημα, αλλά σχεδόν με το κάθε ένα. Σκέψεις που ακροβατούν ανάμεσα στον γόνιμο και στον στείρο απαξιωτικό μονόλογο, και βοηθούν, ενίοτε, να γίνει μια δεύτερη ανάγνωση, μια ακόμα προσέγγιση, στην προσπάθεια να κατανοηθούν ή να γίνουν απλώς αποδεκτά τα κίνητρα και οι προθέσεις του συγγραφέα. Αναλογιζόμουν τη σχεδόν ακαριαία μετάβαση του ήρωα από το πένθος στην εκδίκηση, και αρχικά με ξένιζε. Εγώ δεν θα το έκανα έτσι, σκεφτόμουν. Βρισκόμουν στην πλευρά του συγγραφέα, εκείνου την επιλογή έκρινα. Ύστερα όμως, και ίσως τυχαία, μετατόπισα το βάρος από τον συγγραφέα στον ήρωα, εκείνος άλλωστε ένιωσε την ανάγκη για εκδίκηση, αδιαφορώντας για τον λογοτεχνικό χρόνο του πένθους, του κοινώς αποδεκτού πένθους, της σιωπής και της οδύνης. Κανείς δεν μπορεί να κρίνει την αντίδραση ενός ανθρώπου απέναντι στη φρίκη, ή μάλλον μπορεί, απλώς όχι με όρους λογοτεχνικούς.
Σημαντικό και καθοριστικό ρόλο στο μυθιστόρημα παίζει η μουσική, κάθε κεφάλαιο φέρει ως τίτλο το όνομα κάποιου τραγουδιού. Η μουσική αποτελεί το μοναδικό καταφύγιο για τον Νικήτα σε έναν κόσμο που καταρρέει.
Το ένα δέκατο του 8 διαθέτει τις αρετές ενός μυθιστορήματος που θέτει τον ρεαλισμό και τη δράση σε πρώτο πλάνο, και τα μειονεκτήματα βέβαια, ανάλογα με τις προσλαμβάνουσες και το αναγνωστικό γούστο. Η γλώσσα διαθέτει μια προφορικότητα που εξυπηρετεί τις ανάγκες, η εξέλιξη της πλοκής είναι ταχύτατη αποτυπώνοντας ικανοποιητικά τόσο τον ψυχικό κόσμο του ήρωα, όσο και το περιβάλλον στο οποίο διαδραματίζεται η ιστορία. Στα αξιοσημείωτα του μυθιστορήματος η απεικόνιση της Αθήνας από τον Βασίλη Αλεξάκη, που φανερώνει έναν άνθρωπο που γνωρίζει καλά τους δρόμους και τις εντάσεις της πρωτεύουσας, και δεν τις φαντάζεται απλώς καθισμένος στην καρέκλα μπροστά από τον υπολογιστή του.
Η ρεαλιστική πρόσληψη του μυθιστορήματος αποτελεί τη μία όψη, μία μόνο ανάγνωση της ιστορίας, και ίσως σε κάποιο επίπεδο αυτό να αποτελεί και κάποια από τις επιδιώξεις του συγγραφέα· η άλλη είναι να κρύψει μια παραβολή πίσω από το λουτρό αίματος και τον καταιγιστικό ρυθμό της πλοκής.