ως ένα από τα τρία “πραξικοπήματα” κατά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και οι επιπτώσεις του
Αυτές τις μέρες πριν από 112 χρόνια εκδηλώθηκε στην Κρήτη το ενωτικό κίνημα του 1908, το τρίτο κατά σειρά κίνημα που εκδηλώθηκε στις αρχές του 20ού αιώνα με αίτημα την ένωση, μετά από αυτά των Λάκκων (Ιούλιος 1904) και του Θερίσου (Μάρτιος – Οκτώβριος 1905). Αφορμή για την εκδήλωσή του υπήρξε το Κίνημα των Νεότουρκων στη Θεσσαλονίκη τον Ιούλιο του 1908, το οποίο είχε ως αποτέλεσμα την αποκατάσταση του οθωμανικού συντάγματος και τον σημαντικό περιορισμό των εξουσιών του σουλτάνου Αβδούλ Χαμίτ Β΄, ο οποίος κυβερνούσε απολυταρχικά από το 1878.
H εξέλιξη αυτή έθεσε κατά τρόπο επιτακτικό το ζήτημα της υπαγωγής των αυτόνομων επαρχιών και ηγεμονιών της Αυτοκρατορίας στην κεντρική εξουσία, καθώς η οθωμανική κυβέρνηση ζήτησε από επαρχίες που είχαν δικούς τους θεσμούς επί αρκετά χρόνια (όπως η Κρήτη) ή κατέχονταν από άλλα κράτη (όπως η Βοσνία-Ερζεγοβίνη) να συμμετάσχουν στις εκλογές που προκηρύχθηκαν στα τέλη Ιουλίου του 1908 και να στείλουν εκπροσώπους τους στο κοινοβούλιο της Κωνσταντινούπολης (Meclis-i Mebusan). Κατά τις εκλογές αυτές οι Νεότουρκοι επιχείρησαν και κατάφεραν να ελέγξουν σε μεγάλο βαθμό την εκλογική διαδικασία, με αποτέλεσμα το κόμμα τους, η «Επιτροπή Ένωσης και Προόδου» (İttihat ve Terakki Cemiyeti), να κυριαρχήσει στο κοινοβούλιο που προέκυψε. Ωστόσο, δεν κατάφεραν να προβλέψουν και αποτρέψουν τις αντιδράσεις των επαρχιών αυτών ή των γειτονικών κρατών, τα οποία προχώρησαν σε τρία απανωτά χτυπήματα κατά της ακεραιότητας της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Στις 22 Σεπτεμβρίου 1908, η Βουλγαρία ανακήρυξε επίσημα την ανεξαρτησία της από την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Η σχετική τελετή έγινε στη μεσαιωνική πρωτεύουσα της Βουλγαρίας, Βελίκο Τίρνοβο, όπου ο έως τότε πρίγκιπας Φερδινάνδος υιοθέτησε τον τίτλο του βασιλιά και μετονόμασε τη χώρα αντίστοιχα από «ηγεμονία» σε «βασίλειο» (Tsarstvo Balgariya). Στην τελετή αυτή πρωτοστάτησε ο Έξαρχος της Βουλγαρίας Ιωσήφ Α΄, ενώ παρευρέθηκαν όλα τα μέλη της κυβέρνησης Μαλίνωφ και πολλά μέλη του κοινοβουλίου1. Την ίδια μέρα, η Βουλγαρία αναγνώρισε την προσάρτηση της Ανατολικής Ρωμυλίας, την οποία είχε καταλάβει με αναίμακτο κίνημα στις 6 Σεπτεμβρίου 18852. Παρότι οι κινήσεις αυτές ήταν περισσότερο συμβολικές και στην πράξη δεν επέφεραν σημαντικές αλλαγές, σύντομα φάνηκε πως η βουλγαρική αμφισβήτηση δεν ήταν μια μεμονωμένη κίνηση.
Μόλις την επόμενη μέρα, στις 23 Σεπτεμβρίου 1908, η Αυστροουγγαρία ανακοίνωσε την προσάρτηση των επαρχιών της Βοσνίας και της Ερζεγοβίνης, τις οποίες κατείχε από το 1878. Οι αξιωματούχοι της Δυαδικής Μοναρχίας ισχυρίστηκαν ότι η σχεδιαζόμενη αποστολή βουλευτών από τις επαρχίες της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης, της Ανατολικής Ρωμυλίας και της Κρήτης στην οθωμανική βουλή θα διατάρασσε τη σχέση τους με τα γειτονικά κράτη, «τα οποία όφειλαν να πάρουν άμεσα μέτρα για την προστασία και εξασφάλιση της ευημερίας των αφορώμενων πληθυσμών»3. Στις 24 Σεπτεμβρίου, η Σερβία κατήγγειλε την προσάρτηση ως παραβίαση της Συνθήκης του Βερολίνου και κινητοποίησε τις ένοπλες δυνάμεις της, ενώ παράλληλα ζήτησε τη συνδρομή της Ρωσίας. Ο Ρώσος υπουργός Εξωτερικών κόμης Ιζβόλσκι (Aleksandr Petrovich Izvolsky) αρχικά απέφυγε να τοποθετηθεί, αναμένοντας κάποιο αντάλλαγμα στη βάση όσων είχαν συμφωνήσει -ή νόμιζε ότι είχαν συμφωνήσει- με τον αυστριακό ομόλογό του, κόμη Αλόις Λέξα φον Έρενταλ (Alois Lexa von Aehrenthal), μερικές βδομάδες νωρίτερα4. Όταν διαπίστωσε ότι δεν επρόκειτο να υπάρξει αντάλλαγμα, ο Ιζβόλσκι αντέδρασε έντονα στην προσάρτηση της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης και ζήτησε την ακύρωσή της, καταγγέλοντάς τη ως παράνομη απόπειρα επιβολής τετελεσμένων (fait accompli) από πλευράς της Αυστροουγγαρίας.
Το παρασκήνιο
Θέλοντας να περιορίσει τον αντίκτυπο της προσάρτησης που σχεδίαζε επί μήνες, ο Έρενταλ προσέγγισε την ελληνική κυβέρνηση και πρότεινε στον πρωθυπουργό Γεώργιο Θεοτόκη να κηρύξει ταυτόχρονα με τις παραπάνω κινήσεις και σε συνεννόηση με την κρητική κυβέρνηση την ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα. Ο Θεοτόκης ωστόσο απέρριψε την πρόταση, φοβούμενος ότι μια τέτοια ενέργεια θα προκαλούσε μια ένοπλη αντίδραση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας κατά της Ελλάδας, όπως είχε συμβεί το 1897. Παρά ταύτα, μετέφερε την πρόταση σε ορισμένους κρητικούς πολιτικούς, οι οποίοι την αντιμετώπισαν θετικά και κατάρτισαν ένα σχέδιο «σταδιακής εφαρμογής». Η ανάληψη σχετικής πρωτοβουλίας διευκολυνόταν από την απουσία του Ύπατου Αρμοστή Αλέξανδρου Ζαΐμη, ο οποίος βρισκόταν στην Αίγινα για διακοπές. Στη θέση του είχε αφήσει προσωρινά ως τοποτηρητή τον Γεώργιο Παπαμαστοράκη, τον οποίο είχε διορίσει πρωθυπουργό μόλις πριν από μερικούς μήνες5. Κατόπιν προτροπής του Έλληνα πρωθυπουργού Γεώργιου Θεοτόκη, ο Παπαμαστοράκης ήρθε σε επαφή με τον πρόεδρο της Συνέλευσης Αντώνιο Μιχελιδάκη και τον ηγέτη της αντιπολίτευσης Ελευθέριο Βενιζέλο, με αποτέλεσμα την κοινή απόφαση των τριών να δράσουν πολιτικά και όχι στρατιωτικά, προκειμένου να εξασφαλίσουν την όσο το δυνατόν μεγαλύτερη λαϊκή συμμετοχή. Οι Θεοτόκης και Παπαμαστοράκης φαίνεται να επιδίωκαν την ανακήρυξη μιας «άτυπης» ένωσης Κρήτης και Ελλάδας κατά το πρότυπο της Ανατολικής Ρωμυλίας, εκτιμώντας ότι αυτό θα διασφάλιζε τυπικά την ακεραιότητα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας -και άρα μπορούσε να γίνει ανεκτό από τις Δυνάμεις- ενώ παράλληλα θα επέφερε την πραγματική (de facto) προσάρτηση της Κρήτης στην Ελλάδα.
Κομβική σημασία για την επιτυχία του όλου εγχειρήματος είχε η εξασφάλιση της υποστήριξης της Ρωσίας και της Αυστροουγγαρίας, οι οποίες ζητούσαν εγγυήσεις ότι η Ελλάδα θα διέκοπτε πλήρως και οριστικά την παροχή κάθε στρατιωτικής ή πολιτικής στήριξης προς τους ομογενείς της στη Μακεδονία. Με δεδομένο ότι ο Θεοτόκης δύσκολα θα μπορούσε να αλλάξει την ελληνική πολιτική στο ζήτημα αυτό, η κυβέρνησή του αναγκάστηκε να αναδιπλωθεί και να υιοθετήσει ένα νέο, πιο «μετριοπαθές» σχέδιο δράσης. Σύμφωνα με αυτό, αν η Οθωμανική Αυτοκρατορία κήρυττε τον πόλεμο στη Βουλγαρία, η Ελλάδα θα τηρούσε στάση αναμονής και θα αποθάρρυνε περαιτέρω κινήσεις, ενώ αν η Πύλη παρέμενε αδρανής στην πρόκληση αυτή, η Κρήτη θα κήρυττε «μονομερώς» την ένωση6. Και στις δύο περιπτώσεις, η Αθήνα θα είχε κάποιο χρόνο να αξιολογήσει τη νέα κατάσταση και τις οθωμανικές αντιδράσεις, ώστε να κρίνει σε δεύτερο χρόνο αν θα αναγνώριζε την ένωση και πώς.
Η εκδήλωση του ενωτικού κινήματος
Σε εφαρμογή του παραπάνω σχεδίου, το βράδυ της 22ας Σεπτεμβρίου οι Ελευθέριος Βενιζέλος, Εμμανουήλ Ξηράς, Εμμανουήλ Παπαγιαννάκης και Χαράλαμπος Πλουμιδάκης κάλεσαν με την ακόλουθη προκήρυξη τον κρητικό λαό να συγκεντρωθεί εκτάκτως στα Χανιά, όπου θα κηρυσσόταν η ένωση: «Αγαπητοί συμπατριώται, της Βουλγαρίας ανακηρυχθείσης εις Βασίλειον, ανάγκη να κηρύξωμεν και ημείς αύριον την ένωσιν. Παραλάβατε όσον περισσοτέρους δύνασθε αόπλους και έλθετε αύριον εις Χανιά ως τις 2 μ.μ. Ζήτω το Έθνος, ζήτω η Ένωσις»7. Το μεσημέρι της επομένης, 23 Σεπτεμβρίου «ωμίλησεν ενώπιον απείρου πλήθους μετ’ ευφραδείας προς τον λαόν» ο δικηγόρος Νικόλαος Ζουρίδης, προκειμένου να εξηγήσει σε όσους είχαν συγκεντρωθεί στο Πεδίο του Άρεως στα Χανιά (σημερινό Εθνικό Στάδιο «Έλενα Βενιζέλου») τον σκοπό του συλλαλητηρίου8: «Συνελθόντες ενταύθα την στιγμήν ταύτην όπως κηρύξωμεν ηνωμένοι και αδιαίρετοι όλοι μίαν ειρηνικήν επανάστασιν, είμαι βέβαιος ότι ερμηνεύω την γνώμην ολοκλήρου του Κρητικού λαού, διακηρύσσων και εξαίρων το γεγονός ότι η επανάστασις αυτή ούτε απευθύνεται εναντίον ουδενός, πολύ δε πλέον, δεν γίνεται από ανευλάβειαν προς τας Δυνάμεις, αίτινες ανεγνώρισαν τους πόθους μας και προδιέγραψαν τον τρόπον της συντόμου πραγματοποιήσεως αυτών»9. Από την άλλη, «τα ραγδαία γεγονότα της Χερσονήσου του Αίμου, και προ παντός η ανακήρυξις της Βουλγαρίας εις ανεξάρτητον Βασίλειον, εντός της οποίας υπό αναλόγους διεθνείς συνθήκας με την Κρήτην υπάρχει και η Ανατολική Ρωμυλία, μας ωθούν όπως και ημείς σήμερον κηρύξωμεν ενώπιον Θεού και ανθρώπων την Ένωσιν της Κρήτης μετά της μητρός Ελλάδος, με την βαθύτατην πεποίθησιν ότι αι Προστάτιδαι Δυνάμεις μετ’ ευμενείας θα κρίνουν την απόφασιν ταύτην του Κρητικού λαού»10. Στο τέλος της συγκέντρωσης οι παρευρισκόμενοι «ενέκριναν» διά βοής ένα «Ψήφισμα του λαού της πρωτευούσης και δυτικών επαρχιών», το οποίο καλούσε τον Έλληνα βασιλιά να αναλάβει τη διοίκηση της Κρήτης και τους κρητικούς θεσμούς να διευκολύνουν τη μεταβίβαση της εξουσίας. Στη συνέχεια, το πλήθος κινήθηκε προς τη Χαλέπα, προκειμένου να επιδώσει το ψήφισμα στα προξενεία των Δυνάμεων, ενώ πολλοί τραγουδούσαν, κάποιοι ζητωκραύγαζαν και άλλοι πυροβολούσαν στον αέρα11.
Την επόμενη μέρα, 24 Σεπτεμβρίου, η κρητική Συνέλευση συνήλθε στη στολισμένη πανηγυρικά με ελληνικές σημαίες και πορτραίτα του Βασιλέως αίθουσα του Κοινοβουλίου στα Χανιά, όπου οι βουλευτές εξέδωσαν το Ψήφισμα της Ενώσεως. Σε αυτό αναφερόταν ότι «Η Βουλή των Κρητών, Συνελθούσα εις Έκτακτον Σύνοδον, Διερμηνεύουσα το αναλλοίωτον φρόνημα του Κρητικού Λαού, Ψηφίζει και Κηρύσσει την ανεξαρτησίαν της Κρήτης και την Ένωσιν αυτής μετά του Βασιλείου της Ελλάδος εις μίαν αδιαίρετην Συνταγματικήν Πολιτείαν και Προσκαλεί την Α.Μ. τον Βασιλέα των Ελλήνων ν’ αναλάβη την διακυβέρνησιν της Νήσου»12. Στη συνέχεια, η Συνέλευση ψήφισε την κατάργηση του κρητικού Συντάγματος του 1907 και την υιοθέτηση του ελληνικού του 1864, ενώ κατάργησε την αρμοστεία Ζαΐμη και διόρισε στη θέση της μια πενταμελή Εκτελεστική Επιτροπή, την οποία αποτελούσαν οι Αντώνιος Μιχελιδάκης (πρόεδρος), Μίνως Πετυχάκης, Ελευθέριος Βενιζέλος, Εμμανουήλ Λογιάδης και Χαράλαμπος Πωλογεώργης. Η νέα κυβέρνηση ανέλαβε καθήκοντα στο όνομα του βασιλιά της Ελλάδας σε επίσημη τελετή που έγινε στις 25 Σεπτεμβρίου στα Χανιά, και τέσσερις μέρες αργότερα ορκίστηκαν επίσης με βάση το ελληνικό Σύνταγμα οι χωροφύλακες και οι πολιτοφύλακες.
Παρότι η ελληνική κυβέρνηση συνεργαζόταν στενά με τα μέλη της Εκτελεστικής Επιτροπής της Κρήτης καθ’ όλο αυτό το διάστημα, η Αθήνα επιχείρησε να κρατήσει τους τύπους και απέφυγε να τοποθετηθεί επίσημα, κάνοντας λόγο για «πραγματικόν καθεστώς» της Κρήτης, χωρίς να σχολιάζει τη διεθνή του υπόσταση. Παράλληλα, ο Έλληνας πρωθυπουργός Γεώργιος Θεοτόκης παρενέβη παρασκηνιακά υποδεικνύοντας στον Ζαΐμη να μην επιστρέψει στην Κρήτη, ώστε να καταρρεύσει και τυπικά το καθεστώς της αρμοστείας και να διευκολυνθεί η αναγνώριση της διακηρυχθείσας ένωσης. Η πολιτική αυτή ενισχύθηκε από τη νέα εξουσία στην Κρήτη, η οποία επιχείρησε εξ αρχής να αποτυπώσει την πολιτειακή αλλαγή στην ονομασία των θεσμών, μετονομάζοντας την κυβέρνηση της Κρήτης από «Συμβούλιο του Ηγεμόνος» ή «του Αρμοστού» σε «Εκτελεστική Επιτροπή», ενώ οι μέχρι πρότινος «Σύμβουλοι» (δηλαδή υπουργοί) μετονομάστηκαν «Επίτροποι»13. Στο ίδιο πλαίσιο άλλαξε και η Εφημερίδα της Κυβερνήσεως της Κρητικής Πολιτείας, η οποία συνέχισε να εκδίδεται υπό τον τίτλο Παράρτημα της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως εν Κρήτη.
Οι διεθνείς αντιδράσεις
Με δεδομένο ότι το ενωτικό κίνημα που εκδηλώθηκε στην Κρήτη δεν ήταν ασύνδετο με τις εξελίξεις στον ευρύτερο περίγυρο, οι «Προστάτιδες» Δυνάμεις χρειάστηκαν χρόνο για να το αξιολογήσουν και να καθορίσουν τη στάση τους14. Επ’ αυτού τοποθετήθηκαν τελικά στις 15 Οκτωβρίου 1908, όταν οι πρόξενοί τους στην Κρήτη επέδωσαν διακοίνωση στη νέα κρητική κυβέρνηση, όπου ανέφεραν ότι οι κυβερνήσεις τους «θεωρούσι την ένωσιν της Κρήτης μετά της Ελλάδος ως εξαρτωμένην εκ της συναινέσεως των Δυνάμεων, αίτινες ανέλαβον σαφείς υποχρεώσεις απέναντι της Τουρκίας. Εντούτοις, δε θα απείχον από του να αποβλέψωσι μετ’ ευμενείας προς την συζήτησιν του ζητήματος μετά της Τουρκίας, εάν η τάξις διατηρηθή εν τη Νήσω και εάν η προστασία του Μουσουλμανικού πληθυσμού εξασφαλισθή»15. Η τοποθέτηση αυτή ήταν κάπως αντιφατική. Από τη μία πλευρά, οι Δυνάμεις δήλωναν ότι δεν είχε συντελεστεί η ένωση, επειδή αυτές δεν είχαν συναινέσει σε μια τέτοια εξέλιξη. Η εξέλιξη αυτή άλλωστε ήταν αντίθετη με τις δεσμεύσεις που είχαν αναλάβει έναντι της Πύλης, η στάση και γνώμη της οποίας εξακολουθούσε -κατά τις Δυνάμεις- να έχει σημασία. Από την άλλη, οι κυβερνήσεις των Δυνάμεων δήλωναν διατεθειμένες να εξετάσουν «με ευμένεια» μια τέτοια μεταβολή (την ένωση), υπό την προϋπόθεση ότι οι νέες αρχές -ανεξάρτητα από το πως αυτοπροσδιορίζονταν- θα κατάφερναν να διατηρήσουν την τάξη και να εξασφαλίσουν την προστασία των μουσουλμάνων.
Υπό το φως αυτών των δεδομένων, η οθωμανική αντίδραση έμελλε να επηρεάσει καταλυτικά την απόφαση των Δυνάμεων να αναγνωρίσουν ή όχι το νέο καθεστώς της Κρήτης. Η οθωμανική κυβέρνηση αντέδρασε αρχικά ήπια, καθώς ο μεγάλος βεζίρης Κιαμήλ πασάς (Mehmet Kâmil Paşa) δήλωσε ότι δεν αναγνωρίζει τα «πραξικοπήματα» της Αυστροουγγαρίας, της Βουλγαρίας και της Κρήτης, αλλά δεν επιχείρησε και να ακυρώσει τα αποτελέσματά τους στην πράξη με κάποια πρωτοβουλία16. Ωστόσο, η «Επιτροπή Ένωσης και Πρόοδου» δεχόταν έντονες πιέσεις να αντιδράσει, καθώς με την άρση της λογοκρισίας οι ειδήσεις κυκλοφορούσαν πλέον ελεύθερα στην Αυτοκρατορία και η οθωμανική κοινή γνώμη απαιτούσε να δοθεί απάντηση στα γεγονότα που εκτυλίσσονταν. Αντιλαμβανόμενη ότι αδυνατούσε να επιβληθεί στρατιωτικά, η Επιτροπή ανακοίνωσε στις 24 Σεπτεμβρίου τη διακοπή όλων των εμπορικών συναλλαγών με την Αυστροουγγαρία και τη Βουλγαρία, καθώς και την αναστολή όλων των παραγγελιών που εκκρεμούσαν από αυτές. Μόλις δύο μέρες αργότερα, έγινε στη Θεσσαλονίκη η πρώτη διαδήλωση κατά των χωρών αυτών, ενώ παράλληλα οι εφημερίδες Tanin και Yeni Asır στηλίτευσαν την ανάγκη εφαρμογής του εμπορικού αποκλεισμού17.
Παρά τους υψηλούς τόνους της ρητορικής τους, οι Νεότουρκοι ήταν πεπεισμένοι ότι έπρεπε να υποχωρήσουν απέναντι στη Βουλγαρία. Η ηγεμονία λειτουργούσε ως ένα de facto ανεξάρτητο κράτος εδώ και καιρό, ενώ η ανάληψη στρατιωτικής δράσης εναντίον της θα οδηγούσε σχεδόν σίγουρα σε επέμβαση της Ρωσίας18. Κάτι αντίστοιχο ίσχυε και ως προς τη Βοσνία-Ερζεγοβίνη. Ο μουσουλμανικός πληθυσμός των δύο επαρχιών ήταν υπολογίσιμος (πάνω από το 1/3 του πληθυσμού τους) και διαχρονικά πιστός στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, αλλά η τελευταία δεν ήταν σε θέση να διεξαγάγει έναν πόλεμο απέναντι στην Αυστροουγγαρία και τη Γερμανία. Κατά συνέπεια, η μόνη περίπτωση όπου οι Οθωμανοί μπορούσαν πραγματικά να αντιδράσουν και να διοχετεύσουν το ενδιαφέρον και την πίεση της κοινής γνώμης ήταν η Κρήτη, η οποία ήταν μεν ένα de facto ανεξάρτητο κράτος, όπως η Βουλγαρία, αλλά δεν είχε «προστάτη» που να θέλει και να μπορεί να επέμβει υπέρ της. Η Ελλάδα απευχόταν μια σύγκρουση με την Οθωμανική Αυτοκρατορία και δεν ήθελε να έρθει σε ρήξη με τις Δυνάμεις, παρότι αυτές διαφωνούσαν ως προς την πολιτική που έπρεπε να ακολουθήσουν και ενδιαφέρονταν περισσότερο για τη διατήρηση του υφιστάμενου καθεστώτος (status quo). Με άλλα λόγια, οι Νεότουρκοι είχαν ανάγκη από μια περιορισμένη επιτυχία για να συμψηφίσουν τις υποχωρήσεις που αναγκάστηκαν να κάνουν έναντι της Αυστροουγγαρίας και της Βουλγαρίας, και η Κρήτη ήταν η καλύτερη ευκαιρία.
Επιχειρώντας να διαφοροποιηθούν από την έως τότε εμμονή στα επίσημα διαβήματα και τις διαμαρτυρίες, οι Νεότουρκοι επέλεξαν να δώσουν «τον λόγο στο λαό», ενθαρρύνοντας την έκφραση της «εθνικής βούλησης» (millî irade) υπέρ του «να κρατηθεί η Κρήτη», σύνθημα συχνά διατυπωμένο ως “Girit bizimdir, bizim de kalacak” («η Κρήτη είναι και θα παραμείνει δική μας»). Η υιοθέτηση της πολιτικής αυτής ήταν επικίνδυνη, καθώς μπορούσε να πάρει εύκολα διαστάσεις που ήταν δύσκολο να ελεγχθούν, ενώ μπορούσε να πλήξει σοβαρά ή και μακροπρόθεσμα τις διμερείς σχέσεις με την Ελλάδα. Από την άλλη, η επονομαζόμενη «πολιτική του δρόμου» (Sokak Politikası) είχε ιδιαίτερη αποδοτικότητα, καθώς προκαλούσε θόρυβο που ήταν δύσκολο να αγνοηθεί19. Με τον σκοπό αυτό και την ενθάρρυνση των ελεγχόμενων από τους Νεότουρκους αρχών, οργανώθηκαν συλλαλητήρια και εκδηλώσεις διαμαρτυρίας σε αρκετές πόλεις της Αυτοκρατορίας, μεταξύ των οποίων η Κωνσταντινούπολη, η Αδριανούπολη, το Μοναστήρι, τα Σκόπια, η Σκόδρα, η Προύσα, το Ικόνιο, το Χαλέπι, η Δαμασκός και η Ιερουσαλήμ20. Ειδικά «Εις το δεύτερον συλλαλητήριον της Κων/πόλεως, όπερ διωργάνωσαν και πάλιν οι εκεί διαμένοντες Τουρκοκρήτες και όπερ έλαβε χώραν το παρελθόν Σάββατον, ο Κιαμήλ πασάς εδήλωσεν ότι η Κρήτη ανήκε πρότερον εις την Τουρκίαν και δε θα παύση και του λοιπού να ανήκη εις αυτήν»21.
Ο οθωμανικός τύπος προέβαλλε συχνά δηλώσεις αυτού του είδους, και ιδίως η φίλα προσκείμενη στο καθεστώς Τasvir-i Efkâr. Επιχειρώντας να δείξει ότι ανταποκρίνεται στη «λαϊκή βούληση», η Πύλη διέψευσε τη φήμη της προσάρτησης του νησιού από την Ελλάδα, ενώ κάλεσε την ελληνική κυβέρνηση να δηλώσει ότι δε θα δεχόταν την ένωση, όσο και αν τη διαλαλούσαν οι κρητικές αρχές και συνελεύσεις22. Η επιθετική αυτή πολιτική έφερε την Αθήνα σε δύσκολη θέση. Με δεδομένο ότι οι μνήμες του 1897 ήταν ακόμη ζωντανές, η κυβέρνηση Θεοτόκη θεώρησε σκόπιμο να αποφύγει κάθε πρωτοβουλία και ακολούθησε παθητική στάση. Σύμφωνα με την εύστοχη παρατήρηση του Γιάννη Κορδάτου, «Είχε ήδη διακηρύξει ότι η μόνη σωστή πολιτική ήταν η άψογος στάσις έναντι της Τουρκίας. Με τα χάλια που είχε το κράτος, δεν μπορούσε να κάνει κι αλλιώς. Όμως άφησε και τους Κρητικούς να επιμένουν στο πραξικόπημά τους. Αν τους πρόσταζε να ξαναφέρουν το αρμοστειακό καθεστώς, θα γινόταν εσωτερική επανάσταση, γιατί οι αξιωματικοί άρχισαν να κινούνται. [Σημειωτέον ότι όλα αυτά συμβαίνουν μόλις μερικούς μήνες πριν από το στρατιωτικό κίνημα στου Γουδή το 1909]. Εξάλλου, και οι απειλητικές δηλώσεις των Νεότουρκων και οι βρισιές τους δημιούργησαν στην Αθήνα και στις άλλες πόλεις φιλοπόλεμη ατμόσφαιρα»23. Η εξέλιξη της κατάστασης προκάλεσε απογοήτευση στον Θεοτόκη και το περιβάλλον του. Πρόθεσή τους ήταν να εντάξουν τη διευθέτηση του ζητήματος στο πλαίσιο μιας ελληνοτουρκικής προσέγγισης, αλλά η ένταση των οθωμανικών αντιδράσεων αποθάρρυνε οποιαδήποτε κίνηση.
Αν και οι ξένες πιέσεις απέτρεψαν τελικά το ελληνικό Κοινοβούλιο από το να δεχτεί το ενωτικό ψήφισμα, ήταν γεγονός πως μια νέα κατάσταση είχε διαμορφωθεί στο νησί με τη λόγω και έργω κατάργηση του καθεστώτος της αρμοστείας. Παρά τις αποστάσεις που αρχικά πήραν οι κυβερνήσεις των «Προστάτιδων» από τις εξελίξεις, η νέα κυβέρνηση της Κρήτης έχαιρε της έμμεσης αναγνώρισής τους, καθώς οι αντιπρόσωποί τους είχαν και εξακολούθησαν να έχουν σχέσεις με την κρητική κυβέρνηση. Στο ίδιο πλαίσιο, δεν υπήρξε περαιτέρω διαμαρτυρία για παράβαση των διεθνών συμφωνιών, αλλά ούτε και κινήσεις των Δυνάμεων που θα μπορούσαν να προκαλέσουν τη μείωση του κύρους ή την πτώση του νέου καθεστώτος24. Υπό την έννοια αυτή, «δημιουργείτο μια κατάστασις από διεθνούς απόψεως εξαιρετικώς νόθος και περίπλοκος, [διότι] η ένωσις αυτή ούτε από διεθνούς απόψεως είχε αναγνωρισθεί, ούτε από ελληνικής είχε συντελεσθή»25. Κατά συνέπεια, το Κρητικό Ζήτημα εξακολουθούσε να μένει σε εκκρεμότητα, καθώς για να λυθεί οριστικά «θα χρειαζόταν», όπως ανέφερε το 1905 ο Κ. Φούμης, «κάποιος πόλεμος, ο οποίος θα προκαλούσε ανατροπή της παλαιάς κατάστασης» και θα επέβαλλε ένα νέο εδαφικό καθεστώς στο Αιγαίο και τον ευρύτερο βαλκανικό χώρο26.
Περισσότερα σχετικά με το ενωτικό κίνημα του 1908, τις διεθνείς του προεκτάσεις και το πρότερο ή το διάδοχο καθεστώς της Κρήτης μπορεί κανείς να βρει στο βιβλίο του Γιώργου Λιμαντζάκη Το Κρητικό Ζήτημα 1868,1913, από τα πεδία των μαχών στη διεθνή διπλωματία, το οποίο εκδόθηκε φέτος με την ευγενική υποστήριξη του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών και Μελετών «Ελευθέριος Κ. Βενιζέλος», του Δήμου Αποκορώνου και του Κοινωφελούς Ιδρύματος «Αγία Σοφία».
1. Γ. Μέγας, Η επανάσταση των Νεότουρκων στη Θεσσαλονίκη, 2003, σελ. 355.
2. Η προσάρτηση της Ανατολικής Ρωμυλίας προκάλεσε την έντονη αντίδραση της Ελλάδας και της Σερβίας, οι οποίες υποστήριξαν ότι ανέτρεπε την υφιστάμενη ισορροπία στα Βαλκάνια υπέρ της Βουλγαρίας. Η Ελλάδα κήρυξε επιστράτευση, αλλά δεν μπορούσε να επέμβει λόγω του ότι δεν είχε κοινό σύνορο με τη Βουλγαρία, ενώ η Σερβία που επενέβη ηττήθηκε στον σύντομο πόλεμο που ακολούθησε (14-28 Νοεμβρίου 1885). Η οθωμανική κυβέρνηση αναγνώρισε σιωπηρά τη νέα κατάσταση με τη Σύμβαση του Τοπχανέ στις 24 Μαρτίου 1886, με την οποία ο σουλτάνος Αβδούλ Χαμίτ Β΄ διόρισε τον ηγεμόνα της Βουλγαρίας Φερδινάνδο και ως ηγεμόνα της Ανατολικής Ρωμυλίας, διατηρώντας συμβολικά την αυτοτέλεια της τελευταίας. Η ρύθμιση αυτή ικανοποίησε τη βουλγαρική πλευρά, η οποία επεδίωξε την αυτονόμηση της Μακεδονίας κατ’ αντίστοιχο τρόπο.
3. M. Mazower, Τα Βαλκάνια, 2003, σελ. 185.
4. Σύμφωνα με τα διαθέσιμα στοιχεία, η πρόταση για προσάρτηση της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης από την Αυστροουγγαρία είχε τεθεί πρώτη φορά από τον κόμη Ιζβόλσκι στις 2 Ιουλίου 1908 (ν.η.), ως αντιστάθμισμα στο άνοιγμα των Στενών στον ρωσικό πολεμικό στόλο. Ο κόμης Έρενταλ δέχτηκε την πρόταση στις 14 Ιουλίου (ν.η.), και αφού διαβουλεύτηκε με τους ομόλογούς του της Γερμανίας και της Ιταλίας, συναντήθηκε με τον Ιζβόλσκι και συμφώνησαν επ’ αυτού στις 16 Σεπτεμβρίου 1908 στο Μπούχλαου (Buchlau / Buhlov) της σημερινής Τσεχίας. Παρά ταύτα, οι δύο πλευρές δεν διευκρίνισαν πότε και πώς θα γινόταν αυτή η προσάρτηση, παράλειψη που οδήγησε στην εκδήλωση της «Βοσνιακής Κρίσης» (Bosnische Annexionskrise), η οποία τραυμάτισε σοβαρά τις σχέσεις τους.
5. Η συγκρότηση της κυβέρνησης Παπαμαστοράκη αποτελούσε σημαντική πρωτοβουλία του Ζαΐμη στις αρχές του 1908, όταν επέλεξε να διορίσει Εκτελεστική Επιτροπή (κυβέρνηση) αντί «Συμβουλίου Συμβούλων» (δηλαδή υπουργών), όπως συνηθιζόταν έως τότε. Τα άλλα μέλη της κυβέρνησης αυτής ήταν οι Χαράλαμπος Πωλογεώργης, Εμμανουήλ Μοδάτσος και Χασάν Σκυλιανάκης. Α. Ανδρικάκης, «Το πολιτικό κίνημα του Φθινοπώρου 1908 για την ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα», Εφημερίδα Πατρίς, Ηράκλειο, 23 Σεπτεμβρίου 2002.
6. Ε. Γαρδίκα-Κατσιαδάκη, «Η ελληνική κυβέρνηση και το Κρητικό Ζήτημα», σελ. 343-372.
7. Από το Αρχείο Αναστασόπουλου και Ξηρά όπως αναδημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Κήρυξ, φ. 1733, 11 Ιουνίου 1980.
8. Εφημερίδα Το Σύνταγμα, φύλλο 46, 26 Σεπτεμβρίου. Αθηναϊκές εφημερίδες υποστήριξαν ότι το πλήθος των παρευρισκόμενων έφτανε τα 15.000 άτομα.
9. Ως προς τις Δυνάμεις μάλιστα πρόσθεσε ότι «Πρέπει δε να ομολογήσωμεν ότι άμα ο τόπος εξεπλήρωσε τους προταθέντας όρους, ήτοι την οργάνωσιν της Πολιτοφυλακής και την εμπέδωσιν της δημοσίας τάξεως, αι Προστάτιδες Δυνάμεις μετ’ ευθύτητος ήρξαντο ανακαλούσαι τα στρατεύματα της κατοχής, υπό τους ευγνώμονας χαιρετισμούς του Κρητικού λαού». Με την αναφορά αυτή ο Ζουρίδης επιχείρησε να συνδέσει τη συγκρότηση της Πολιτοφυλακής και την αποχώρηση των ξένων στρατευμάτων με κάποια «σιωπηρή συναίνεση» των Δυνάμεων για τη μετάβαση στο «επόμενο στάδιο εξέλιξης του Κρητικού», ήτοι την πλήρη και ουσιαστική ανεξαρτησία της Κρήτης από την Αυτοκρατορία και την ένωσή της με την Ελλάδα. Στο πλαίσιο αυτό, τόνισε ότι μια τέτοια εξέλιξη δεν θα έβλαπτε τα συμφέροντα κανενός, ενώ εξήρε τη σημασία της επιδοκιμασίας των Δυνάμεων και την «ευγνωμοσύνη» των Κρητών για αυτή. Εφημερίδα Κήρυξ, φύλλο 78, 29 Σεπτεμβρίου 1908.
10. Εφημερίδα Κήρυξ, φύλλο 78, 29 Σεπτεμβρίου 1908.
11. Α. Ανδρικάκης, «Το πολιτικό κίνημα του Φθινοπώρου 1908 για την ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα», Εφημερίδα Πατρίς, 23 Σεπτεμβρίου 2002.
12. Ι.Α.Κ., Παράρτημα της Εφημερίδας της Κυβερνήσεως εν Κρήτη (μετονομασία της Εφημερίδας της Κυβερνήσεως της Κρητικής Πολιτείας), τεύχος 1ον, αριθμός 1, 24 Σεπτεμβρίου 1908, και αριθμός 9, 2 Οκτωβρίου 1908.
13. Ι.Α.Κ., Παράρτημα της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως εν Κρήτη, Χανιά, 2 Οκτωβρίου 1908, τεύχος Α΄, αρ. 10, Διάταγμα υπ’ αριθμόν 1 «για την ίδρυση των Ανώτερων Διευθύνσεων και τον καθορισμό των Αρμοδιοτήτων τους».
14. Μερικές μέρες μετά την κήρυξη της ένωσης οι πρόξενοι των «Προστάτιδων» συναντήθηκαν στο γαλλικό Προξενείο των Χανίων. Κατά τη συνάντηση αυτή ο Γάλλος πρόξενος ανέφερε ότι «η ενέργεια εις ην προέβη ο Κρητικός λαός είναι τουλάχιστον επαναστατική, τοσούτο μάλλον όσον δύνται να προκαλέση διατάραξιν της τάξεως. Προσέθεσεν ότι το Κρητικόν Ζήτημα θα λυθεί ουχί εν Κρήτη, αλλ’ υπό των Δυνάμεων, και ότι μη έχοντες οδηγίας δεν δύνανται να δεχθούν το Ψήφισμα, ειμή ως έκφρασιν της ευχής εκ μέρους του Κρητικού λαού». Ι.Α.Κ., Εφημερίδα Κήρυξ, 25 Σεπτεμβρίου 1908.
15. Σ. Αλιγιζάκη, Η επαναστατική προκήρυξη της 22ας Σεπτεμβρίου 1908, 1982, σελ. 130.
16. Γ. Μέγας, Η επανάσταση των Νεότουρκων στη Θεσσαλονίκη, 2003, σελ. 212.
17. Στο ίδιο, σελ. 361.
18. Ο Γ. Κορδάτος αναφέρει με το ιδιαίτερο ύφος του ότι «Οι Νεότουρκοι μάνιασαν από τα τρία πραξικοπήματα και άρχισαν ν’ απειλούν. Στην αρχή απειλούσαν τη Βουλγαρία, αλλά ξέροντας ότι μπορεί να παρατάξει 300 χιλιάδες στρατό, και μάλιστα καλά γυμνασμένο, κι ακόμη, ότι πίσω από τη Βουλγαρία βρισκόταν η Ρωσία, δάγκασαν τη γλώσσα τους». Βλ. Ιστορία της Νεώτερης Ελλάδας, Αθήναι, 1957, τόμος ΧΙΙΙ’, σελ. 84.
19. Ο Γάλλος πρόξενος Louis Steeg σχολίαζε σχετικά πως «Όλα αυτά δεν είναι παρά ένας θόρυβος, μια [στημένη] καμπάνια». Αναφέρει μάλιστα πως ένας Νεότουρκος του είχε εξηγήσει πως για τους Οθωμανούς «η υπόθεση της Κρήτης διαφέρει από εκείνες της Βοσνίας και της Βουλγαρίας. [Σε αυτές τις δύο περιπτώσεις] υπήρχε μια τάξη πραγμάτων από παλιά και τίποτα δεν άλλαζε στην ισορροπία των Δυνάμεων. Αντιθέτως, στην περίπτωση αυτή [της Κρήτης] η αναλογία των στρατιωτικών δυνάμεων ανατρεπόταν. Πραγματοποιώντας την κατοχή της Κρήτης, η Ελλάδα ενισχυόταν με τη ναυτική μονάδα της Σούδας, που διοικεί όλο το Αιγαίο, και αύξανε υπολογίσιμα τη δύναμή της, προκαλώνας έντονη ανησυχία για την ασφάλεια των πορθμών και των ποταμών της Μικράς Ασίας». Ε. Driault, Μ. Lheritier, Histoire Diplomatique de la Grèce de 1821 à nos jours, 1926, vol. IV, σελ. 23-24.
20. Γ. Μέγας, Η επανάσταση των Νεότουρκων στη Θεσσαλονίκη, 2003, σελ. 364-365.
21. Ι.Α.Κ., Εφημερίδα Ελεύθερον Βήμα, Τετάρτη 31 Δεκεμβρίου 1908, αρ. φύλλου 201.
22. Σ. Αλιγιζάκη, Η επαναστατική προκήρυξη της 22ας Σεπτεμβρίου 1908, 1982, σελ. 128.
23. Γ. Κορδάτος, Ιστορία της Νεώτερης Ελλάδας, Αθήναι, 1957, τόμος ΧΙΙΙ΄, σελ. 76.
24. Αντιθέτως, στα μέσα Νοεμβρίου του 1908 οι πρέσβεις της Γαλλίας και της Ιταλίας στην Κωνσταντινούπολη πρότειναν στην οθωμανική κυβέρνηση την αναγνώριση της ένωσης έναντι χρηματικής αποζημίωσης από την Ελλάδα, αλλά οι Νεότουρκοι απέρριψαν την ιδέα. Γ. Παπαντωνάκης, Η πολιτική σταδιοδρομία του Ελευθερίου Βενιζέλου, τόμος Α΄, 1928, σελ. 232.
25. Σ. Ξανθουδίδης, Επίτομος Ιστορία της Κρήτης, 1994, σελ. 173.
26. Γ. Μύσσων, Σύγχρονοι σελίδες Κρητικής Ιστορίας, 1932, σελ. 182.