Τρίτη, 16 Ιουλίου, 2024

“Το επεισόδιο της σημαίας” του 1909

Η άγνωστη κρίση που έθεσε σε κίνδυνο τα κεκτημένα της Κρήτης

Αυτές τις μέρες πριν από 111 χρόνια κορυφώθηκε μία από τις πιο σοβαρές κρίσεις που εκδηλώθηκαν σε σχέση με το καθεστώς της Κρήτης τον 20ο αιώνα. Αφορμή για την εκδήλωσή της υπήρξε η αποχώρηση των ευρωπαϊκών στρατευμάτων, τα οποία βρίσκονταν στο νησί από τον Μάρτιο του 1897, όταν επενέβησαν για να αποτρέψουν την προσάρτηση της Κρήτης από την Ελλάδα και έναν πόλεμο αυτής με την Οθωμανική Αυτοκρατορία.

H διεθνής επέμβαση και κατοχή της Κρήτης από τις Δυνάμεις (Occupation Internationale de la Crète) δεν κατάφερε να αποτρέψει τον πόλεμο, συνέβαλε όμως καταλυτικά στη συγκρότηση πραγματικά αυτόνομων αρχών, σε βαθμό που η Κρήτη παρέμεινε τυπικά μόνο (de jure) μέρος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και πρακτικά (de facto) εξελίχθηκε σε ένα διεθνές προτεκτοράτο.1 Ικανοποιημένοι από τη λειτουργία των αυτόνομων αρχών και το έργο του πρώτου Ύπατου Αρμοστή πρίγκιπα Γεώργιου, οι εκπρόσωποι των Δυνάμεων αναφέρθηκαν στην προοπτική απόσυρσης των στρατευμάτων τους για πρώτη φορά τον Νοέμβριο του 1904, αλλά δεν προχώρησαν στην υλοποίηση της εξαγγελίας αυτής λόγω των πολιτικών γεγονότων που ακολούθησαν (Κίνημα του Θερίσου το 1905 και ταραχώδης πολιτικός βίος μέχρι την αντικατάσταση του πρίγκιπα Γεωργίου τον Σεπτέμβριο του 1906).
Παρότι αρχικά οι Δυνάμεις δεν είχαν θέσει όρους ως προς την απόσυρση των στρατευμάτων τους από την Κρήτη, το καλοκαίρι του 1906 έθεσαν ως κύρια προϋπόθεση την καλύτερη στελέχωση και ενίσχυση της κρητικής χωροφυλακής ή, εναλλακτικά, τη συγκρότηση ενός νέου ένοπλου σώματος προς ενίσχυσή της. Η απόφαση του δεύτερου Ύπατου Αρμοστή Αλέξανδρου Ζαΐμη να συγκροτήσει την Κρητική Πολιτοφυλακή (Milice Cretoise) το 1907 ικανοποίησε αυτό το αίτημα, συμβάλλοντας στην παγίωση της αίσθησης ότι η ξένη «προστασία» ήταν πλέον περιττή, καθώς οι κρητικοί θεσμοί μπορούσαν να αναλάβουν πλήρως και κατ’ αποκλειστικότητα την τήρηση της τάξης και της ασφάλειας στο νησί. Ωστόσο, τα «τρία πραξικοπήματα» που εκδηλώθηκαν ως αντίδραση στην προκήρυξη εκλογών στην Οθωμανική Αυτοκρατορία το φθινόπωρο του 1908 (η ανακήρυξη της Βουλγαρίας σε ανεξάρτητο βασίλειο στις 22 Σεπτεμβρίου / 5 Οκτωβρίου, η προσάρτηση της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης από την Αυστροουγγαρία και η μονομερής κήρυξη της ένωσης της Κρήτης με την Ελλάδα μία μέρα αργότερα) δημιούργησαν μια έκρυθμη κατάσταση, την οποία οι Νεότουρκοι επιχείρησαν να εκμεταλλευτούν ζητώντας όχι μόνο την ανάκληση της ένωσης, αλλά και την αποκατάσταση της οθωμανικής κυριαρχίας επί της Κρήτης, υπό το σύνθημα “Girit bizimdir, bizim de kalacak” («η Κρήτη είναι και θα παραμείνει δική μας»), ενθαρρύνοντας την έκφραση της «εθνικής βούλησης» με συλλαλητήρια και εκδηλώσεις διαμαρτυρίας σε αρκετές πόλεις της Αυτοκρατορίας, όπως η Κωνσταντινούπολη, η Σμύρνη, η Θεσσαλονίκη, η Αδριανούπολη, το Μοναστήρι, τα Σκόπια, η Προύσα και το Ικόνιο.
Με δεδομένο αυτό το «βεβαρημένο ιστορικό», η κρητική κυβέρνηση και οι εκπρόσωποι των Δυνάμεων στην Κρήτη είχαν βάσιμους λόγους να ανησυχούν ότι η αποχώρηση των ευρωπαϊκών στρατευμάτων μπορεί να ενθάρρυνε την εκδήλωση κάποιας πρωτοβουλίας που θα αμφισβητούσε το υφιστάμενο καθεστώς, είτε προς την κατεύθυνση της ένωσης είτε προς ην αποκατάσταση της οθωμανικής διοίκησης. Θέλοντας να αποθαρρύνει τέτοιες σκέψεις και πρωτοβουλίες, στις 4 Ιουνίου 1909η κρητική κυβέρνηση απηύθυνε διάγγελμα στον κρητικό λαό, όπου ανέφερε ότι «προσεγγίζει η ορισθείσα ημέρα διά την αποχώρησιν των ευρωπαϊκών στρατευμάτων» και υποστήριξε ότι «η τελείωσις του ημέτερου ζητήματος δεν χρειάζεται παρά μια μόνον βαθμίδα ακόμη, διά να πληρωθούν αι τόσον μεγάλαι θυσίαι και οι υπεράνθρωποι αγώνες, τους οποίους ο Κρητικός λαός έχει από πολλών δεκαετηρίδων υποστή». Για τον λόγο αυτό, η κυβέρνηση συνιστούσε «να περιμένωμεν με αταραξίαν και σταθερότητα την ετυμηγορία των Μεγάλων Προστατών μας», ενώ «υπενθύμισε» ότι «η τήρησις της ησυχίας και τάξεως και η προστασία των συμπολιτών μας Μουσουλμάνων και εν τω μέλλοντι, όπως και μέχρι τούδε επράξατε, θα είναι το πολιτικόν σας πρόγραμμα, κατά δε τα λοιπά να αφιέμεθα εις το δίκαιόν μας και εις την αποτελεσματικήν ευμένειαν των Δυνάμων, από τα οποίας εξήρτηται η αίσια λύσις του ζητήματός μας».2
Σε αντίστοιχο πνεύμα κινούνταν και η διακοίνωση των προξένων των Δυνάμεων προς την κρητική κυβέρνηση στις 30 Ιουνίου 1909, όπου αναφερόταν ότι «αι Προστάτιδαι Δυνάμεις θέλουσι προβή την 13/26 Ιουλίου εις την πλήρη ανάκλησιν των στρατευμάτων των, πεποιθυίαι επί την σύνεσιν του Κρητικού λαού και ότι στηρίζονται επί της δραστηριότητος και της ευθύτητος των καθεστηκυίων αρχών διά την διατήρησιν της δημοσίας τάξεως και την ασφάλειαν του Μουσουλμανικού πληθυσμού, ότι θα εξακολουθήσωσιν ασχολούμεναι μετ’ ευμενείας περί του Κρητικού Ζητήματος, αλλ’ ότι θεωρούσι αναπόφευκτον να μην αποκρύψωσι ότι έχουν καθήκον να αγρυπνώσι περί της τηρήσεως της τάξης και της ασφάλειας των Μουσουλμάνων εν Κρήτη. Προς τούτο επιφυλάττουσιν εις εαυτάς το δικαίωμα να λάβωσι τα μέτρα τα οποία ήθελον κρίνει χρήσιμα διά την επαναφοράν της ησυχίας, καθ’ ήν περίπτωσιν ήθελον λάβη χώρα ταραχαί, τας οποίας αι εγχώριαι αρχαί δεν θα κατώρθουν να καταστείλωσι».3
Σε εφαρμογή του χρονοδιαγράμματος που είχαν ορίσει οι Δυνάμεις, τα τελευταία ευρωπαϊκά αγήματα αποχώρησαν από τα Χανιά στις 13 Ιουλίου 1909. Ο πληθυσμός της πόλης και των περιχώρων είχε συγκεντρωθεί από νωρίς στο λιμάνι, όπου είχε στηθεί με μεγάλη αψίδα με την επιγραφή «Ευγνωμονούντες προπέμπομεν». Σύμφωνα με την περιγραφή του ανταποκριτή της εφημερίδας Εμπρός, μετά τις 8 το πρωί ξεκίνησε η παράταξη των προς αποχώρηση στρατευμάτων, ενώ λίγο παραπέρα αναπτύσσονταν οι πυροβολαρχίες και οι άμαξες. Μπροστά από τα αγήματα βρίσκονταν οι αξιωματικοί με στολές εξόδου, ενώ δίπλα τους βρίσκονταν οι γυναίκες τους με «ποικίλες αμφιέσεις, αληθές ανθοκήπιον».4 Λίγο αργότερα έφτασαν οι εκπρόσωποι των αρχών και οι γενικοί πρόξενοι και στις 9 ξεκίνησε η τελετή. Αρχικά μίλησε ως επίτροπος επί των Εξωτερικών ο Ελευθέριος Βενιζέλος, ο οποίος «με φωνήν ηχηράν και παλλόμενην εκ της συγκινήσεως» απευθύνθηκε στα ξένα στρατεύματα στα γαλλικά.5 Παραφράζοντας το περιεχόμενο της ομιλίας αυτής, ο Βενιζέλος έγραφε στον Κήρυκα δύο μέρες αργότερα: «Από επτά όλων αιώνων, αφ’ ης η Κρήτη κατελήφθη υπό των Ενετών, πρώτην φοράν το κρητικόν έδαφος δεν πατείται υπό ξένου στρατιώτου […] Η στρατιωτική κατοχή ήρθη εξ ολοκλήρου, και συν αυτή, εκλειπούσης της συγκυριαρχίας των Δυνάμεων, ανέκυψεν αδέσμευτος η κυριαρχία του Κρητικού λαού».6

Παρασυρμένη από τον ενθουσιασμό και την ευφορία της στιγμής, λίγο μετά την αναχώρηση των τελευταίων ξένων στρατευμάτων, μια ομάδα ντόπιων χριστιανών υπέστειλε τη σημαία της Κρητικής Πολιτείας που κυμάτιζε στο φρούριο του Φιρκά και αντ’ αυτής ύψωσε την ελληνική.7 Παρότι συμβολική, η κίνηση αυτή προκάλεσε την αντίδραση των εκπροσώπων των Δυνάμεων, καθώς θεωρήθηκε ασυμβίβαστη με τον χαρακτήρα του καθεστώτος που αναγνώριζαν ότι υπήρχε στην Κρήτη. Την ίδια κιόλας μέρα, οι πρόξενοι των Δυνάμεων στα Χανιά επέδωσαν διάβημα διαμαρτυρίας στην κρητική κυβέρνηση, όπου ανέφεραν ότι «Η ύψωσις της ελληνικής σημαίας εις τον Φιρκάν εσυμβόλιζεν την μεταβολή του αρμοστειακού καθεστώτος, το οποίο ίσχυε κατά την ημέραν της αναχωρήσεως των διεθνών στρατευμάτων, και ηδύνατο να προκαλέση την ρήξιν της Ελλάδος μετά της Τουρκίας».8
Το «επεισόδιο της σημαίας», όπως ονομάστηκε, πήρε σύντομα διαστάσεις, δείχνοντας ότι μια πρόωρη έκρηξη λαϊκού ενθουσιασμού μπορούσε να απειλήσει σοβαρά τις κατακτήσεις που είχε επιτύχει ο λαός της Κρήτης με συνεχείς και αιματηρούς αγώνες, αλλά και ο πολιτικός της κόσμος μέσα από αδιάκοπες διπλωματικές επαφές και πολύχρονες διεκδικήσεις. Ιδιαίτερα έντονη υπήρξε και η αντίδραση των Νεότουρκων, καθώς «η Τουρκική Κυβέρνησις διεμαρτυρήθη εντονότατα προς τας Δυνάμεις, διακηρύξασα ότι θεωρεί την πράξιν αυτήν ως casus belli [αιτία πολέμου] κατά της Ελλάδος».9 Θέλοντας να δείξει ότι δεν ήταν διατεθειμένη να ανεχθεί το νέο τετελεσμένο, κήρυξε τον αποκλεισμό των ελληνικών πλοίων από τα οθωμανικά λιμάνια, ενώ μέρος του στόλου της κατέπλευσε στην Κάρπαθο, όπου περίμενε νεότερες οδηγίες.10
Σε μια απόπειρα να εκτονώσει την κατάσταση, η κρητική κυβέρνηση εξέδωσε στις 21 Ιουλίου κανονιστικό διάταγμα σχετικά με τα μέρη όπου θα μπορούσε να υψώνεται η ελληνική σημαία, αναφέροντας το φρούριο του Φιρκά ως ένα από αυτά.11 Η διευθέτηση αυτή ωστόσο δεν ικανοποίησε την οθωμανική κυβέρνηση, η οποία συνέχισε όχι μόνο να αντιδράει, αλλά και να ανεβάζει τους τόνους. Στις 24 Ιουλίου 1909 οι Νεότουρκοι ζήτησαν με νέα διακοίνωση προς τις Δυνάμεις όχι μόνο την υποστολή της ελληνικής σημαίας από τον Φιρκά και όλα τα δημόσια κτήρια, αλλά και την αποχώρηση των Ελλήνων αξιωματικών από το νησί, τη διάλυση της Κρητικής Πολιτοφυλακής και την έναρξη διαπραγματεύσεων με αντικείμενο την αυτονομία της Κρήτης.12 Αντιλαμβανόμενος την κρισιμότητα της κατάστασης, ο νέος πρωθυπουργός της Ελλάδας, Δημήτριος Ράλλης (ο οποίος είχε αναλάβει καθήκοντα μόλις στις 4 Ιουλίου), ζήτησε από τις Δυνάμεις να παρέμβουν, ώστε να αποτραπεί μια νέα πολεμική περιπέτεια με αφορμή την Κρήτη.
Ως αποτέλεσμα των εξελίξεων αυτών, οι Δυνάμεις καλούνταν να εμπλακούν και πάλι άμεσα στα ζητήματα της Κρήτης, μερικές μόνο μέρες μετά την αποχώρηση των στρατευμάτων τους από το νησί. Οι πρόξενοί τους στο νησί δεν έκρυβαν την ενόχλησή τους για την τροπή των γεγονότων,13 ενώ παράλληλα «διεβιβάζετο εκ Λονδίνου η απειλή ότι αι Μεγάλαι Δυνάμεις θα αποβλέψουν εν ανάγκη εις την ανακατάληψιν της Νήσου».14 Η κρητική κυβέρνηση βρισκόταν σε πολύ δύσκολη θέση, αλλά αδυνατούσε να πείσει τα «ριζοσπαστικά» στοιχεία για την αναγκαιότητα μιας τακτικής υποχώρησης. Ένας πρόσθετος λόγος για αυτή τη στάση της ήταν ο φόβος ότι μπορεί να αντιδρούσε η χωροφυλακή, καθώς ανώτερα στελέχη της είχαν πρωταγωνιστήσει στις ενωτικές εκδηλώσεις που είχαν γίνει πριν από μερικούς μήνες και δήλωναν διατεθειμένα να αντισταθούν στις ξένες πιέσεις και προκλήσεις.
Ευρισκόμενη υπό έντονη και συνεχή πίεση να αντιδράσει ή έστω να πάρει κάποια μέτρα, η κρητική κυβέρνηση απηύθυνε στις 30 Ιουλίου 1909 νέα προκήρυξη στον κρητικό λαό, όπου τόνιζε ότι «δεν επιτρέπεται να έλθη ο τόπος εις σύγκρουσιν προς τας Δυνάμεις» και καλούσε «πάντα πολίτην να μην παρασυρθή από τους συμβουλεύοντας τα ενάντια, αφού θα πρόκειται περί Εθνικής καταστροφής», εννοώντας ότι η επιμονή στη διατήρηση της ελληνικής σημαίας στο Φιρκά μπορούσε να οδηγήσει σε απρόβλεπτες εξελίξεις, ή ακόμη και στην κατάλυση του αυτόνομου πολιτεύματος της Κρήτης.15
Στο μεταξύ, ο Οθωμανός στρατηγός Μαχμούτ Σεφκέτ πασάς (Mahmut Şevket Paşa) έριξε κι άλλο «λάδι στη φωτιά», αναφέροντας απαξιωτικά στον Οικουμενικό Πατριάρχη Ιωακείμ Γ΄ στην Κωνσταντινούπολη ότι «Για όλα φταίνε οι Έλληνες. Γι’ αυτό εμείς οι Τούρκοι θα τα βρούμε με τους Βούλγαρους και θα σας τσακίσουμε το κεφάλι. Μην έχετε αυταπάτες ως προς το τι θα γίνει. Ή θα καταστραφούμε και θ’ αφανιστούμε όλοι μαζί, ή εσείς θα είστε αυτοί που θα σκορπίσετε σαν τα σκουπίδια».16 Ως προς την Κρήτη, ειδικότερα, ο Σεφκέτ πασάς υποστήριξε ότι η Ελλάδα έπρεπε να παραιτηθεί επίσημα και οριστικά από κάθε διεκδίκηση, διαφορετικά ο οθωμανικός στρατός θα βάδιζε εναντίον της Αθήνας, επειδή είχε «μεγάλη διάθεση να πιεί τον καφέ [του] στη σκιά της Ακρόπολης». Η εντεινόμενη επιθετικότητα των Νεότουρκων σύντομα ξέφυγε από το επίπεδο των ρηματικών προκλήσεων και επεκτάθηκε σε διοικητικά και οικονομικά μέτρα κατά των Ελλήνων της Αυτοκρατορίας. Η Επιτροπή «Ένωσης και Πρόοδου» (İttihad ve Terakki Cemiyeti) ενθάρρυνε ή και επέβαλε την απόλυση μεγάλου αριθμού ελληνικής καταγωγής δημόσιων λειτουργών, μεταφραστών και βοηθών προξένων και νομαρχών, ενώ έθεσε σε εφαρμογή το μέτρο του εμπορικού αποκλεισμού των ελληνικών πλοίων και προϊόντων, έχοντας αποκτήσει εμπειρία από τον αποκλεισμό των αντίστοιχων αυστροουγγρικών μερικούς μήνες νωρίτερα.17
Σύμφωνα με τον Σπύρο Μαρκεζίνη, οι Νεότουρκοι γνώριζαν πως δεν μπορούσε να αποκατασταθεί η οθωμανική κυριαρχία στην Κρήτη, αλλά επιζητούσαν μια σχετικά ανέξοδη πολιτική νίκη που θα αποκαθιστούσε το κύρος τους στο εσωτερικό. Με τα δικά του λόγια, «ο λόγος της ιδιοτύπου πλέον έναντι της Ελλάδος στάσεως δεν ωφείλετο εις τυχόν ιδιαιτέραν ευαισθησίαν, την οποίαν είχον οι Τούρκοι έναντι της Κρήτης. Διότι η Κρήτη είχε παύσει να ενδιαφέρη από πολλού την Τουρκίαν, της οποίας η διπλωματία δεν έζη με αυταπάτας. Διά τους Τούρκους εχρειάζετο η Κρήτη ως ένα χαρτί παζαρέματος. Εγνώριζαν, εξ άλλου, ότι η Ελλάς παρέμεινεν απαράσκευος, και συνεπώς πρόσφορος δι’ επίδειξιν έναντι αυτής πολιτικής πυγμής, η οποία τους ήτο απαραίτητος από εσωτερικής πλευράς, διότι η επανάστασις [εννοεί το καθεστώς των Νεότουρκων] δεν ήτο δυνατόν να συνδέη την ύπαρξίν της μόνο με αποτυχίας, αλλά και με ουσιαστικάς επιτυχίας. Η Ελλάς ευρίσκετο τότε εις απομόνωσιν. Αυτό απετέλει πρόσθετον λόγον, δια να καλλιεργήται η ενδόμυχος εις τους Τούρκους πεποίθησις ότι η ταπείνωσις της Ελλάδος ήτο ευχερής».18

Ενώπιον της διαρκούς επιδείνωσης της κατάστασης, στις αρχές Αυγούστου οι κυβερνήσεις των Δυνάμεων αποφάσισαν να επέμβουν -και πάλι- στρατιωτικά στην Κρήτη, προκειμένου να υποστείλουν την ελληνική σημαία και να «αναιρέσουν» το φαινομενικό αίτιο της κρίσης. Θέλοντας να εξασφαλίσουν ότι δε θα υπήρχαν άλλες «εκπλήξεις», στις 3 Αυγούστου 1909 οι πρόξενοι των Δυνάμεων στα Χανιά επέδωσαν διακοίνωση στην κρητική κυβέρνηση όπου ανέφεραν ότι οι κυβερνήσεις τους «απεφάσισαν να αφαιρέσωσι διά της αποβιβάσεως αποσπασμάτων εκ των πολεμικών πλοίων των την Ελληνικήν σημαίαν, ήτις κυματίζει από της 13/26 Ιουλίου εις την είσοδον του λιμένος Χανίων, εάν η σημαία αυτή δεν αφαιρεθή υπό των εγχώριων Αρχών. Τα προς τούτο μέτρα θα ληφθώσι τάχιστα. Φέροντες το ανωτέρω εις γνώσιν της Κρητικής Κυβερνήσεως, οι υπογεγραμμένοι αντιπρόσωποι των Προστάτιδων Δυνάμεων έχουσι το καθήκον να εφελκύσωσι σπουδαιότατα την προσοχήν αυτής επί των σοβαρών και ανεπανόρθωτων συνεπειών, τας οποίας θα είχε πάσα προσβολή κατά των διεθνών στρατευμάτων».19
Με δεδομένο ότι τα ευρωπαϊκά στρατεύματα θα επέστρεφαν στην Κρήτη για να «διατηρήσουν τα προσχήματα» ως προς το καθεστώς του νησιού και να αποτρέψουν έναν νέο πόλεμο μεταξύ Ελλάδας και Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, τυχόν προσβολή τους από τους ντόπιους χριστιανούς θα ήταν μια ιδιαίτερα «ατυχής» εξέλιξη. Αν και είναι δύσκολο το να προβλέψουμε πώς ακριβώς θα αντιδρούσαν οι Δυνάμεις, το πιθανότερο είναι ότι θα απέσυραν τα αγήματά τους και θα έδιναν στους Οθωμανούς το «πράσινο φως» να επέμβουν, με απρόβλεπτα αποτελέσματα. Είτε οι Νεότουρκοι προχωρούσαν σε επέμβαση (πράγμα εξαιρετικά αμφίβολο) είτε όχι, η εκδήλωση νέων συγκρούσεων στο νησί θα δημιουργούσε ασφυκτικές πιέσεις στην ελληνική και την κρητική κυβέρνηση να αναλάβουν ή να αποδεχτούν πρωτοβουλίες για μια νέα διευθέτηση, η οποία θα ήταν σίγουρα λιγότερο ευμενής για τους χριστιανούς απ’ ό,τι η υφιστάμενη κατάσταση (για αρχή, σίγουρα θα απέκλειε την ένωση). Εναλλακτικά, αν οι Δυνάμεις επέλεγαν να μην εμπλέξουν τους Οθωμανούς, θα έπρεπε να αναλάβουν οι ίδιες πρόσθετες στρατιωτικές επιχειρήσεις, ώστε να καταλάβουν την πόλη των Χανίων και να αποκτήσουν τον άμεσο έλεγχο των πολιτικών εξελίξεων. Σε μια τέτοια περίπτωση, η κρητική κυβέρνηση θα ανατρεπόταν ή θα αιχμαλωτιζόταν, με σκοπό και πιθανότερο αποτέλεσμα την αντικατάστασή της από κάποια πιο πειθήνια στις εντολές των Δυνάμεων. Το σενάριο αυτό ενείχε λιγότερους πολιτικούς κινδύνους για το μελλοντικό καθεστώς της Κρήτης, αλλά θα μπορούσε να κοστίσει στις Δυνάμεις περισσότερες απώλειες σε άνδρες, οι οποίες θα μπορούσαν να επηρεάσουν αρνητικά την κοινή γνώμη και τα κοινοβούλια στις χώρες τους.
Πιστές στο σχέδιο που κοινοποίησαν στην κρητική κυβέρνηση, το βράδυ της 4ης Αυγούστου 1909 οι Δυνάμεις έστειλαν οκτώ πολεμικά πλοία έξω από το λιμάνι των Χανίων. Σύμφωνα με την περιγραφή του παλαίμαχου οπλαρχηγού Χατζημιχάλη Γιάνναρη, το πρωί της επομένης, 5 Αυγούστου, «απεβιβάσθησαν αγήματα, κατέλαβαν το φρούριον και απέκοψαν τον κόντον, εις ον υψούται η σημαία. Εις δε το μέρος τούτο ετοποθετήθη μυδροβόλον και ευρωπαίος φρουρός του μέρους τούτου. Επίσης μυδροβόλα είχον τοποθετήσει και εις τας ατμάκατους δι’ ων εξήρχοντο». Τα μέτρα αυτά δείχνουν ότι τα ευρωπαϊκά στρατεύματα θεωρούσαν το ενδεχόμενο προσβολής τους εξαιρετικά πιθανό. «Επεκράτησεν όμως ευτυχώς πλήρης ησυχία. Τα πλοία καπνίζουν εις τον κόλπον των Χανίων, εις δε το φρούριον υπάρχουν ακόμα οι διεθνείς στρατιώται. Δεν γνωρίζωμεν αν θα φύγουν αμέσως ή θα μείνουν ολίγας ημέρας. Και αυτοί φαίνεται περιμένουν απάντησιν».20 Αφού έμειναν εκεί για δύο περίπου βδομάδες, τα διεθνή αγήματα αποσύρθηκαν στα πλοία τους χωρίς προειδοποίηση και αναχώρησαν, φεύγοντας τόσο ξαφνικά όσο είχαν έρθει.
Εκτεθειμένη από την ξένη επέμβαση, η κρητική κυβέρνηση παραιτήθηκε και στις 21 Αυγούστου 1909 αντικαταστήθηκε από μια υπηρεσιακή, η οποία αποτελούνταν από τους Νικόλαο Ζουρίδη, Ιωάννη Σαουνάτσο και Μιχαήλ Καψάλη.21 Μετά τη νέα επέμβαση των Δυνάμεων, δεν υπήρχαν πια οι συνθήκες που θα επέτρεπαν ή θα ευνοούσαν νέες επαναστατικές πράξεις που θα αμφισβητούσαν το αυτόνομο καθεστώς. Ακόμα και οι πιο «θερμόαιμοι» Κρήτες φαινόταν να έχουν αντιληφθεί ότι η ευθεία αντιπαράθεση με τις Δυνάμεις δεν ευνοούσε την ενωτική λύση στην οποία προσέβλεπαν, αλλά αντιθέτως, απειλούσε να εμπλέξει και πάλι άμεσα τους Οθωμανούς στα ζητήματα της Κρήτης, οι οποίοι είχαν πρόθεση να αμφισβητήσουν τόσο τη μονομερή ένωση του 1908, όσο και το αυτόνομο καθεστώς που ο ίδιος ο σουλτάνος είχε εκχωρήσει το 1898. Κατά συνέπεια, όφειλαν να είναι ιδιαίτερα προσεκτικοί στο να μην προκαλέσουν μια ξένη επέμβαση, ενώ παράλληλα συνέχιζαν να προσβλέπουν στην ένωση σε μια πιο ευνοϊκή συγκυρία.
Περισσότερα σχετικά με την κρίση αυτή και όσα προηγήθηκαν ή ακολούθησαν μπορεί κανείς να βρει στο βιβλίο του Γιώργου Λιμαντζάκη Το Κρητικό Ζήτημα 1868,1913, από τα πεδία των μαχών στη διεθνή διπλωματία, το οποίο εκδόθηκε φέτος με την ευγενική υποστήριξη του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών και Μελετών «Ελευθέριος Κ. Βενιζέλος», του Δήμου Αποκορώνου και του Κοινωφελούς Ιδρύματος «Αγία Σοφία».

1. Ως «προτεκτοράτο» ορίζεται συμβατικά η χώρα ή εδαφική περιοχή που διαθέτει δικές της αρχές, αλλά ελέγχεται αποτελεσματικά από μία ή περισσότερες Δυνάμεις, οι οποίες συνήθως αυτοαποκαλούνται «προστάτιδες» (εξού και η ονομασία). Το καθεστώς αυτό παραπέμπει σε καθεστώτα μεικτής κυριαρχίας που διαμόρφωσε ο ευρωπαϊκός ιμπεριαλισμός κυρίως στην Αφρική και την Ασία, με κλασικότερα ίσως παραδείγματα την Ιόνιο Πολιτεία (1815), την Τυνησία (1881), τη Ζανζιβάρη (1890) και το Μαρόκο (1912).
2. Ι.Α.Κ., Παράρτημα της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως εν Κρήτη, τεύχος Α΄, αρ. φύλλου 27, «Προκήρυξις διά την Αποχώρησιν των Ευρωπαϊκών Στρατευμάτων», 4 Ιουνίου 1909. Την προκήρυξη συνυπογράφουν ο πρόεδρος της Εκτελεστικής Επιτροπής, Αντώνιος Μιχελιδάκης, και τα υπόλοιπα μέλη της, Ελευθέριος Βενιζέλος, Εμμανουήλ Λογιάδης, Μίνως Πετυχάκης και Χαράλαμπος Πωλογεώργης.
3. Τη διακοίνωση υπογράφουν οι γενικοί πρόξενοι των «Προστάτιδων Δυνάμεων» Α. Πηλ, Β. Λεμπρέχτ, Εμμ. Μπερτράν και Λ. Σεμπούνιν.
4. Εφημερίδα Εμπρός, 14 Ιουλίου 1909.
5. Όπως παραπάνω.
6. Εφημερίδα Κήρυξ, 15 Ιουλίου 1909.
7. Σ. Παπαμανουσάκης, Η Ξενοκρατία στην Κρήτη, 1979, σελ. 159.
8. Μ. Μαλαίνος, Η επανάστασις του 1909, 1965, σελ. 29.
9. Γ. Μυσσών, Σύγχρονοι σελίδες Κρητικής Ιστορίας, 1932, σελ. 182.
10. Γ. Μέγας, Η επανάσταση των Νεότουρκων στη Θεσσαλονίκη, 2003, σελ. 227.
11. Σ. Αλιγιζάκη, Η επαναστατική προκήρυξη της 22ας Σεπτεμβρίου 1908, 1982, σελ. 164.
12. Ν. Παπαδάκης, Ελευθέριος Βενιζέλος: ο άνθρωπος, ο ηγέτης, τόμος Α΄, 2017, σελ. 293.
13. Ο Έζμι Χάουαρντ (Esme Howard) αναφέρει με πικρία στο βιβλίο του Theatre of Life ότι μεταξύ των καθηκόντων των Γενικών Προξένων ήταν το «να εξασφαλίσωμεν ώστε η Κρητική σημαία, την οποίαν αι Δυνάμεις γενναιοφρόνως είχαν παραχωρήσει εις τους νησιώτας, να μη προπηλακίζηται υπό των τελευταίων, που εις κάθε ευκαιρίαν προσπαθούσαν να την αντικαταστήσουν διά της Ελληνικής. Τούτο έπρεπε να εμποδισθή πάση θυσία, και προς το τέλος ευρέθημεν εις την ανάγκην να χρησιμοποιήσωμεν τμήματα Διεθνούς στρατού διά να προστατεύσωμεν εναντίον των ίδιων των Κρητών κάθε Κρητικήν σημαίαν επί των δημοσίων κτιρίων». Μετάφραση του πρίγκιπα Γεώργιου από το πρωτότυπο, Αναμνήσεις εκ Κρήτης, 1959, σελ. 176.
14. Γ. Μυσσών, Σύγχρονοι σελίδες Κρητικής Ιστορίας, 1932, σελ. 182.
15. «Αλλά ο Κρητικός λαός, κυριευμένος από την πατριωτικήν του ευαισθησίαν, δεν ήτο εις θέσιν να ακούση την φωνή της φρονήσεως. Εις την αντίληψιν του η σημαία που κυματίζει εις τον Φιρκάν απετέλει το σύμβολον και την πιστοποίησιν της ενώσεώς του μετά της Μητρός Ελλάδος. Και εφρούρει ομαδικώς την σημαίαν, μη επιτρέπων την καταβίβασή της». Μ. Μαλαίνος, Η επανάστασις του 1909, 1965, σελ. 30.
16. Οι δηλώσεις αυτές μεταφέρθηκαν «κατά λέξη» από τον ανταποκριτή της γαλλικής εφημερίδας Le Temps στην Κωνσταντινούπολη. Γ. Μέγας, Η επανάσταση των Νεότουρκων στη Θεσσαλονίκη, 2003, σελ. 226-227.
17. Το μέτρο του εμπορικού αποκλεισμού εξελίχθηκε συνειδητά σε μια προσπάθεια καταστροφής των Ελλήνων εμπόρων, παραγωγών και μεταφορέων, οι οποίοι έλεγχαν μεγάλο μέρος του εισαγωγικού και εξαγωγικού εμπορίου της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Το μέτρο αυτό εξακολούθησε να είναι σε εφαρμογή μέχρι τον Οκτώβριο του 1911, όταν οι περιορισμοί άρθηκαν λόγω του ιταλοτουρκικού πολέμου που ξεκίνησε τον Σεπτέμβριο του ίδιου έτους για το καθεστώς της Λιβύης.
18. Σ. Μαρκεζίνης, Πολιτική Ιστορία της νεωτέρας Ελλάδος, τόμος Γ΄, 1966, σελ. 234.
19. Τη διακοίνωση υπογράφουν οι πρόξενοι των «Προστάτιδων» Δυνάμεων Α. Πηλ, Β. Λεμπρέχτ, Εμμ. Μπερτράν και Λ. Σεμπούνιν. Σ. Αλιγιζάκη, Η επαναστατική προκήρυξη της 22ας Σεπτεμβρίου 1908, 1982, σελ. 165.
20. Ι.Α.Κ., Αρχείο Χατζημιχάλη Γιάνναρη, επιστολή με ημερομηνία 5 Αυγούστου 1909, χωρίς αριθμό εγγράφου.
21. Μ. Μαλαίνος, Η επανάστασις του 1909, 1965, σελ. 30.


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

1 Comment

  1. Όπως ειχε γραψει μετά ο Γ.Σουρής:” Χαιρετίστε τη σημαία που μια μέρα στο Φιρκά την κατέβασαν προστάται, με πελέκια ναυτικά ! Κι αν δεν φάνηκε στην άκρη γκρεμισμένων κονταριών όμως τώρα κυματίζει σε ψυχές παλικαριών “.

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα