Ενα αιρετικό βιβλίο σχετικά με τον ρόλο του σύγχρονου κράτους στη δημιουργία ριζικών καινοτομιών κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις κριτική με συγγραφέα την καθηγήτρια Οικονομικών στο Πανεπιστήμιο του Sussex της Αγγλίας κα Mariana Mazzucato.
Ενώ σήμερα οι συμβατικές οικονομικές απόψεις αποδέχονται τη πρωτοκαθεδρία των αγορών στη μεγέθυνση της οικονομίας, η συγγραφέας τεκμηριώνει την αιρετική άποψη ότι σε χώρες όπως οι Η.Π.Α. ο δημόσιος τομέας με κατάλληλες πολιτικές συνέβαλε αποφασιστικά στην οικονομική μεγέθυνση, η οποία στηρίχθηκε σε ριζικές και επαναστατικές καινοτομίες. Σύμφωνα με την κυρίαρχη νεοφιλελεύθερη θεωρία σήμερα η υπόθεση της οικονομικής μεγέθυνσης θα πρέπει να αφήνεται στις αγορές οι οποίες γνωρίζουν καλύτερα και είναι πιο αποτελεσματικές, ενώ το κράτος θα πρέπει να περιορίζει τον ρόλο του στη διόρθωση κάποιων αποτυχιών και ατελειών των αγορών. Όσον αφορά την υπόθεση των καινοτομιών το κράτος θα πρέπει να ενθαρρύνει με διάφορους τρόπους τον ιδιωτικό τομέα στην επινόηση καινοτομιών και την προώθηση των σημαντικότερων από αυτές στην αγορά. Με αναφορά στις Η.Π.Α. η κα Mazzucato υποστηρίζει με παραδείγματα αναλύοντας διάφορες περιπτώσεις ότι το κράτος και όχι ο ιδιωτικός τομέας συνέβαλε αποφασιστικά στην ανάδυση και τη διαμόρφωση νέων τεχνολογιών, νέων επιχειρήσεων σε νέους κλάδους καθώς και νέων αγορών στους τομείς του διαδικτύου, της βιοτεχνολογίας, των νέων φαρμάκων, της νανοτεχνολογίας, των νέων υλικών και της καθαρής ενέργειας.
Η ανάπτυξη ενός νέου τεχνολογικού κλάδου ενέχει μεγάλο βαθμό αβεβαιότητας και ο ιδιωτικός τομέας δεν αναλαμβάνει τις απαραίτητες επενδύσεις που απαιτούνται καθώς επηρεάζεται αρνητικά από την υψηλή αβεβαιότητα. Έτσι απομένει στον δημόσιο τομέα όπως αναφέρει η συγγραφέας για την περίπτωση των Η.Π.Α. να επωμισθεί το βάρος των μεγάλων επενδύσεων που απαιτούνται για την ανάπτυξη των τεχνολογιών αυτών. Στην προαναφερθείσα περίπτωση αυτό γίνεται μέσω των κρατικών ή των πολιτειακών ερευνητικών Ινστιτούτων τα οποία χρηματοδοτούν με μεγάλα ποσά της τάξης πολλών δισ. δολαρίων ερευνητικά προγράμματα τα οποία οδηγούν στην ανάπτυξη και τη βελτίωση των τεχνολογιών αυτών. Αξίζει να αναφερθούν δύο από τα πολλά παραδείγματα που αναφέρει η συγγραφέας. Το πρώτο αφορά το iphone που ανάπτυξε η Apple. Οι πρωτοπόρες τεχνολογίες στις οποίες βασίζεται η δημοφιλής αυτή συσκευή δεν ανεπτύχθησαν από την Apple (η οποία όπως αναφέρει η συγγραφέας δεν δαπανά πολλούς από τους πόρους της σε έρευνα και ανάπτυξη) αλλά από την κυβέρνηση των Η.Π.Α. έπειτα από πολυετείς κρατικές χρηματοδοτήσεις ερευνητικών προγραμμάτων. Μετά την ανάπτυξη και την ωρίμαση των καινοτόμων αυτών τεχνολογιών η Apple κατάφερε επιτυχώς να τις συνδυάσει και να τις ενσωματώσει σε ένα νέο επαναστατικό για τα μέχρι τότε δεδομένα προϊόν επινοώντας ταυτόχρονα νέες ανάγκες για τους καταναλωτές.
Η μεγάλη λοιπόν επιτυχία της Apple είναι η σύλληψη και η κατασκευή μίας συσκευής η οποία ενσωματώνει πολλές πρωτοποριακές τεχνολογίες καλύπτοντας νέες ανάγκες των καταναλωτών. Όμως οι πολλές τεχνολογίες οι οποίες είναι ενσωματωμένες στην πρωτοποριακή αυτή συσκευή ανεπτύχθησαν με τη χρηματοδότηση της κυβέρνησης των Η.Π.Α., η οποία κατάφερε να δημιουργήσει νέους τεχνολογικούς κλάδους και νέους επιχειρηματικούς πρωταθλητές. Μεταξύ των πολλών παραδειγμάτων που αναφέρει η συγγραφέας περιλαμβάνεται και ο κλάδος των φαρμάκων και της βιοτεχνολογίας. Στους τομείς αυτούς κατά τη δεκαετία του 2000 η κυβέρνηση των Η.Π.Α. λειτούργησε σαν επενδυτής στη δημιουργία γνώσης, σαν χορηγός στην ανάπτυξη φαρμάκων, αλλά και σαν προστάτης των αγορών φαρμάκων έτσι που οι φαρμακευτικές εταιρείες εξαρτώνται από την κυβέρνηση των Η.Π.Α. για να διατηρήσουν την εμπορική επιτυχία τους. Συνεπώς η κυβέρνηση των Η.Π.Α. δαπανά χρήματα των φορολογουμένων και αναλαμβάνει ρίσκα τα οποία ο ιδιωτικός τομέας δεν θέλει ή δεν μπορεί να αναλάβει για διάφορους λόγους. Με τον τρόπο αυτό κοινωνικοποιείται το ρίσκο (το οποίο χρηματοδοτείται από τους πόρους της κοινωνίας) και ο ιδιωτικός τομέας καρπώνεται τις ανταμοιβές (από την αξιοποίηση των παραγόμενων νέων τεχνολογιών). Η συγγραφέας πιστεύει ότι θα πρέπει να υπάρξει μία ισορροπία στην οικονομία και τα οφέλη από την επιτυχή εφαρμογή των νέων καινοτομιών να επιστρέψουν σε κάποιο βαθμό και στο κράτος κάτι που σήμερα δεν γίνεται στον βαθμό που πρέπει. Το βιβλίο, λοιπόν, είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον καθώς τεκμηριώνει το γεγονός ότι σε μία ανεπτυγμένη τεχνολογικά οικονομία η οποία βασίζει τη μεγέθυνσή της σε μεγάλο βαθμό στην καινοτομία δεν είναι οι ιδιωτικές επιχειρήσεις οι οποίες αναλαμβάνουν τα ρίσκα της δημιουργίας νέων καινοτομικών τεχνολογιών (όπως πιστεύουν οι θιασώτες των ελεύθερων αγορών) αλλά το κράτος με τη γενναία χρηματοδότηση νέων τεχνολογιών που βρίσκονται σε νηπιακό στάδιο και ενέχουν μεγάλο βαθμό αβεβαιότητας όσον αφορά την εξέλιξη και τις εφαρμογές τους. Πιστεύει τελικά ότι σε ένα σύγχρονο κράτος η σχέση του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα θα πρέπει να είναι συμβιωτική (όπου κάθε ένας θα έχει διακριτούς ρόλους) και όχι παρασιτική για να επιτύχει την οικονομική μεγέθυνση βασιζόμενη στην καινοτομία. Το βιβλίο εμπλουτίζεται με μία εξαιρετική αναλυτική εισαγωγή του καθηγητή του Ε.Μ.Π. κ. Γιάννη Καλογήρου. Βέβαια στη χώρα μας ο δημόσιος τομέας δεν μπορεί να παίξει τον ρόλο που παίζει ο αντίστοιχος τομέας στις Η.Π.Α. Καθώς όμως η συντριπτική πλειονότητα των επιχειρήσεων στην Ελλάδα είναι μικρομεσαίες επιχειρήσεις στους παραδοσιακούς τομείς της οικονομίας είναι δύσκολο να δαπανήσουν πόρους για εφαρμοσμένη έρευνα. Αυτό επιτυγχάνεται με τη συμβολή του κράτους το οποίο χρηματοδοτεί τη διεξαγωγή εφαρμοσμένης έρευνας από τις επιχειρήσεις μέσω διαφόρων προγραμμάτων που προσφέρει.
*Ο κ. Γιάννης Βουρδουμπάς διδάσκει στο Τ.Ε.Ι. Κρήτης και είναι επιστημονικός συνεργάτης του Μ.Α.Ι.Χ.